Αρχική Αναμόρφωση Σώματος ΕπιθεώρησηςΆρθρο 29 Ρυθμίσεις για Ιατρούς Εργασίας και Σύμβουλους Ασφάλειας της ΕργασίαςΣχόλιο του χρήστη Θανασιάς Ευθύμιος | 1 Απριλίου 2011, 16:43
Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για τη βελτίωση της λειτουργικότητάς του και για την ανάλυση της επισκεψιμότητάς του (Google Analytics).ΣυμφωνώΑποκλεισμός cookies τρίτωνΠολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies
|
Κύριε Υπουργέ, Είμαστε δύο ειδικευόμενοι Ιατροί Εργασίας σε μεγάλα νοσοκομεία των Αθηνών και της επαρχίας, πνευματικά τέκνα και οι δύο του ελληνικού συστήματος εκπαίδευσης και υγείας, που έχουμε ολοκληρώσει όλα τα διαθέσιμα έως σήμερα στη χώρα μας αντικείμενα εκπαίδευσης στο πεδίο της Ιατρικής της Εργασίας με τίτλους μεταπτυχιακών σπουδών και εκπόνηση διδακτορικών διατριβών στο συγκεκριμένο αντικείμενο, αλλά και συνεχή παρουσία σε οποιαδήποτε επιστημονική δραστηριότητα αφορά το χώρο μας τα τελευταία έτη. Με απόφαση του Υπουργείου Υγείας και μετά από τη θετική εισήγηση του ΚΕ.Σ.Υ. βρισκόμαστε στο Bochum της Γερμανίας για να ολοκληρώσουμε τμήμα της ειδίκευσής μας στην ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας σε ένα από τα πλέον πρωτοποριακά στον τομέα αυτό ιδρύματα με διεθνή απήχηση και παρουσία στην έρευνα και την ανάπτυξη τεχνογνωσίας στο συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο, την Υπηρεσία Ιατρικής της εργασίας του IPA, που είναι το ερευνητικό ινστιτούτο Ιατρικής της Εργασίας και Πρόληψης του Γερμανικού ασφαλιστικού συστήματος ατυχημάτων του Ruhr University Bochum (BGFA). Παρά την πλήρη έως σήμερα συμμετοχή μας στο κλινικό έργο των νοσοκομείων όπου υπαγόμαστε, καθώς ένας Ιατρός Εργασίας παραμένει πρώτα από όλα κλινικός ιατρός και στη συνέχεια ερευνητής, αναζητήσαμε τη βέλτιση δυνατή κατάρτισή μας στο επιστημονικό μας πεδίο σε χώρα του εξωτερικού αναγνωρίζοντας την υστέρηση του ελληνικού υγειονομικού συστήματος σε αντίστοιχη τεχνογνωσία για να μας εκπαιδεύσει επαρκώς ώστε να ανταποκριθούμε στο ιδιαίτερα απαιτητικό έργο ενός ειδικού Ιατρού Εργασίας. Η έως σήμερα συνεργασία μας με τους Γερμανούς συναδέλφους, μας έχει δημιουργήσει ανάμεικτα συναισθήματα σχετικά με την άσκηση της συγκεκριμένης ειδικότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ενθουσιασμό από τη μια πλευρά για τα όσα μπορεί να προσφέρει ως ιατρική ειδικότητα σε ερευνητικό και κλινικό επίπεδο στη δημόσιο υγεία, και στον αντίποδα ένα αίσθημα βαθύτατης μελαγχολίας για την υφιστάμενη απαξίωση της Ιατρικής της Εργασίας στη χώρα μας. Παρά το γεγονός ότι ο Έλληνας ιατρός φαίνεται να μην υστερεί καθόλου σε κατάρτιση και επαγγελματισμό, η σύγκριση με τους συναδέλφους μας σε ένα οργανωμένο σύστημα υγείας χώρας της Ε.Ε. είναι τουλάχιστο θλιβερή καθώς αναδεικνύει καταφανέστατα το μακρύ δρόμο που έχει να διανύσει ακόμη η χώρα μας για να αποκτήσει ένα πραγματικό «σύστημα» υγείας ευρωπαϊκών προδιαγραφών, με οργανωμένες δομές πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας περίθαλψης. Οι αναξιοποίητες δυνατότητες που διαπιστώνουμε για τη χώρα μας στο επιστημονικό πεδίο όπου ειδικευόμαστε, αποτελούν ήδη μια δυσάρεστη πραγματικότητα στην οποία έρχεται να προστεθεί πλέον και η θλίψη αφού τα νέα που λαμβάνουμε από την Ελλάδα σε σχέση με την «πρόοδο» της Ιατρικής της Εργασίας μόνο ως θλιβερά μπορούν πλέον να εκληφθούν. Έχουν περάσει ήδη 25 χρόνια μετά την καθιέρωση σε νομικό επίπεδο της Ιατρικής της Εργασίας στη χώρα μας. Ένα τέταρτο του αιώνα έχει πλέον κυλήσει μέσα σε αναποφασιστικότητα, παλινωδίες, μικροκομματικές σκοπιμότητες και πολιτική ατολμία για να υιοθετηθεί ένα υγιές πλαίσιο που θα εξασφαλίζει την προστασία της υγείας των εργαζόμενων στη χώρα μας. Η προσεκτικότερη ανάγνωση των νομικών διατάξεων που υιοθέτησε κατά το διάστημα αυτό η χώρα μας στο συγκεκριμένο τομέα καταδεικνύει τη «στεγνή» αντιγραφή του αντίστοιχου νομικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η «επιφανειακή» εφαρμογή των αντίστοιχων νομοθετημάτων που αγνοούν την ουσία του σκεπτικού των Ευρωπαίων νομοθετών, με μόνο γνώμονα την εξασφάλιση «νομιμοφάνειας» σε ότι αφορά τη συμμόρφωσή μας προς της επιταγές της Ε.Ε. είναι ίσως ενδεικτικά της έλλειψης στη χώρα μας «κουλτούρας» που αφορά την Υγεία και την Αφάλεια στην εργασία. Θα μπορούσε ίσως κάποιος να δικαιολογήσει απρόσωπα στο κοινωνικό σύνολο την έλλειψη αντίστοιχης κουλτούρας, αλλά όχι και στα πρόσωπα που ηγούνται του συτήματος υγείας και κοινωνικής ασφάλισης της χώρας. Εικοσιπέντε έτη μετά την αναγνώριση από το επίσημο ελληνικό κράτος της «εξωτικής» τότε ειδικότητας της Ιατρικής της Εργασίας, που βρίσκουν τη χώρα μας να προσπαθεί ακόμη να εξευρωπαϊστεί στους ευαίσθητους τομείς της Υγείας, της Πρόληψης και της Ασφάλειας. Η Ελλάδα έχει πλέον ως κράτος εξαντλήσει κάθε περιθώριο ανοχής από τους Ευρωπαίους εταίρους μας για να συγκρατήσει τα κόστη ασφάλισης και υγειονομικής περίθαλψης και λαμβάνει διαδοχικά «παρηγορητικά» μέτρα για να αποφύγει μια προαναγγελθείσα δημοσιονομική κατάρρευση. Κι όμως, ενώ όλοι έχουν στρέψει την προσοχή τους στον τομέα των εσόδων της οικονομίας, κανείς δεν έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να συγκρατήσει την οικονομική αιμορραγία του συστήματος ασφάλισης μέσω της εισφοροδιαφυγής, όχι μόνο από την αδήλωτη εργασία αλλά και από την εργασία που λαμβάνει χώρα μέσα σε ανθυγιεινές συνθήκες, για να επιβαρύνει σε βάθος χρόνου το κοινωνικό σύνολο με το κόστος περίθαλψης, αποκατάστασης και χρόνιας παρακολούθησης επαγγελματικών ασθενειών που στη χώρα μας ούτε καν καταγράφονται στην πραγματική τους έκταση. Η υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων αναδεικνύονται πλέον σε μείζον κοινωνικό ζήτημα που είναι συνδεδεμένο άμεσα με ένα τεράστιο ηθικό και οικονομικό κόστος, εμπλέκοντας το σύνολο του κοινωνικού συνόλου. Σε μια περίοδο όπου η εντατικοποίηση της εργασίας, οι ευέλικτες μορφές εργασίας, το άγχος, η ανασφάλεια λόγω του κινδύνου ανεργίας, η κακή εκπαίδευση των εργαζόμενων σε θέματα υγείας και ασφάλειας, η αύξηση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης συνθέτουν ένα περιβάλλον ιδιαίτερα ασταθές, ανθρωποφθόρο και επικίνδυνο επιβάλλονται αυξημένα μέτρα πρόληψης των ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών, επαγρύπνηση και κοινωνική ευαισθησία. Η επίσημη πολιτεία από την πλευρά της αντί να εξοπλίσει με συνεχιζόμενη δια βιου εκπαίδευση και κατάρτιση με βάση τα νεότερα επιστημονικά δεδομένα τους επιστήμονες που τοποθετεί σε μια τόσο ευαίσθητη και απαιτητική θέση, αντί να καλύψει τα κενά και τις ανάγκες που υπάρχουν σε «ευαίσθητους» τομείς της οικονομίας, αντί να προχωρήσει στην ίδρυση πανεπιστημιακών κλινικών που να εξειδικεύονται στο συγκεκριμένο αντικείμενο, αντί να αναβαθμίσει των ρόλο των επίσημων υπαρχόντων φορέων (Ελληνική Εταιρία Ιατρικής της Εργασίας και Περιβάλλοντος, Ιατρικές σχολές, Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας) στο έργο της διαρκούς εκπαίδευσης και κατάρτισης των ειδικευμένων Ιατρών Εργασίας, αναβαθμίζει την επίπεδο υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων δίνοντας πρακτικά το «δικαίωμα άσκησης καθηκόντων ιατρού εργασίας» σε όποιον…το θέλει! Σας υπενθυμίζουμε κ. Υπουργέ ότι η Ιατρική της Εργασίας είναι ιατρική ειδικότητα η οποία καθιερώθηκε επίσημα στη χώρα μας με Προεδρικό Διάταγμα που καθορίζει επακριβώς το αντικείμενο, τις προδιαγραφές και τις προαπαιτούμενες πιστοποιήσεις (χρόνος άσκησης στην ειδικότητα, εξειδίκευση σε συγκεκριμένες κλινικές) για να τοποθετηθεί κάποιος σε μια τόσο υπεύθυνη σε ότι αφορά τη δημόσια υγεία θέση. Είναι δεδομένο εξάλλου ότι όπως ορίζεται στα πλαίσια της αμοιβαίας αναγνώρισης των ιατρικών ειδικοτήτων μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. για να ασκήσει κάποιος Ιατρός προερχόμενος από την Ευρωπαϊκή Ένωση τη συγκεκριμένη ειδικότητα στη χώρα μας, θεωρείται προαπαιτούμενη πλήρης 4ετής εκπαίδευση στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Συνεπώς, από νομική σκοπιά η εκχώρηση αρμοδιοτήτων που άπτονται στο πλαίσιο αρμοδιοτήτων της συγκεκριμένης ιατρικής ειδικότητας ενδεχομένως αποτελεί παραβίαση αμοιβαίων συμφωνιών με κράτη της Ε.Ε. γεγονός που ενδεχομένως επισύρει και ποινή για τη χώρα μας με βάση το Ευρωπαϊκό δίκαιο. Κλείνουμε την επιστολή μας επισημαίνοντας ότι θεωρούμε ως επιστήμονες πως το υπό διαβούλευση άρθρο 29 του σχεδίου νόμου περί «Αναμόρφωσης του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και λοιπών διατάξεων» που εκχωρεί σε κάθε «εμπειρικό» και ανειδίκευτο ιατρό τη δυνατότητα να εκτελέσει ιατρικές πράξεις που εμπίπτουν στην ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας καταλύει κάθε έννοια προστασίας της υγείας των εργαζόμενων και πρόληψης της υγείας, αφού αντί να ενδυναμώνει το ρόλο του ειδικού Ιατρού Εργασίας ως λειτουργού πρωτοβάθμιας υγείας τον απαξιώνει πλήρως. Ανήκοντας στη νέα γενιά επιστημόνων της Ελλάδας που καλείται πλέον να άρει το βάρος από λάθος επιλογές δεκαετιών πριν ακόμη γεννηθούμε, θέλουμε να ελπίζουμε πως ενδεχομένως κάποια πράγματα μπορούν να βελτιωθούν μελλοντικά σε αυτή την χώρα. Αντιμετωπίζουμε με βαθειά θλίψη την απαξίωση ενός ολόκληρου επιστημονικού κλάδου και ευχόμαστε κάποια στιγμή να σταματήσει η μίζερη διαπραγμάτευση πραγμάτων που στην υπόλοιπη Ευρώπη θεωρούνται δεδομένα για να αφοσιωθούμε επιτέλους απερίσπαστοι στο επιστημονικό μας έργο. Είμαστε πρόθυμοι να συνεχίσουμε να παλεύουμε για τη χώρα μας, αρκεί οι επίσημοι φορείς τους οποίους εκπροσωπείτε να μας αποδείξουν κάποια στιγμή ότι μας αντιμετωπίζουν με σοβαρότητα. Σε άλλη περίπτωση είμαστε διατεθειμένοι να προσφέρουμε το έργο μας σε οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης μας αντιμετωπίζει σαν πραγματικούς επιστήμονες. Και κρίνοντας από τα όσα βλέπουμε σε αυτή τη χώρα, οι Ιατροί Εργασίας αντιμετωπίζονται ως ειδικευμένοι ιατροί παντού εκτός από την Ελλάδα… Bochum, Γερμανία 1-4-2011 Ιωάννης Πολυχρονάκης, Ευθύμιος Θανασιάς. .