Αρχική Αναμόρφωση Σώματος ΕπιθεώρησηςΆρθρο 29 Ρυθμίσεις για Ιατρούς Εργασίας και Σύμβουλους Ασφάλειας της ΕργασίαςΣχόλιο του χρήστη Χαράλαμπος Αλεξόπουλος | 4 Απριλίου 2011, 10:02
Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για τη βελτίωση της λειτουργικότητάς του και για την ανάλυση της επισκεψιμότητάς του (Google Analytics).ΣυμφωνώΑποκλεισμός cookies τρίτωνΠολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies
|
Ο ειδικός ιατρός εργασίας παρέχει υπηρεσίες ιατρικής της εργασίας προς τους εργαζόμενους, τους εργοδότες, την πολιτεία και το κοινωνικό σύνολο. Ρόλος και έργο του ιατρού εργασίας είναι, η εκτίμηση του επαγγελματικού κινδύνου από ιατρικής πλευράς, ο προληπτικός και περιοδικός έλεγχος της υγείας, ο κλινικο-εργαστηριακός έλεγχος, η διαβούλευση και ενημέρωση των εργαζομένων, η διάγνωση και αναγνώριση των επαγγελματικών ασθενειών, η θεραπεία αυτών, τα προτεινόμενα μέτρα πρόληψης, η ενημέρωση των εργοδοτών και της πολιτείας επιδημιολογικές μελέτες, στατιστικές αναλύσεις κ.λπ. Η ταυτόχρονη άσκηση της ειδικότητας του κάθε ιατρού εργασίας σε όλη την επικράτεια, όπως προτείνεται από το σχέδιο νόμου, είναι αδύνατον να επιφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα στην πραγματοποίηση του έργου του και την ανάδειξη του ρόλου του. Λαμβάνοντας υπόψη τον ελάχιστο χρόνο απασχόλησης όπως ορίζεται από την κείμενη νομοθεσία (Π.Δ. 294/88 ν.3850/10 αρθρ.21) ειδικότερα για επιχειρήσεις – βιοτεχνίες, που απασχολούν από 20 εργαζόμενους ή και λιγότερους, καθώς και την Ελληνική πραγματικότητα για τους απασχολούμενους στο χώρο της βιοτεχνίας, αγροτικής παραγωγής, μεταποίησης, δευτερογενής και τριτογενής παραγωγικός κύκλος κ.λπ., η παρουσία του ιατρού εργασίας θα είναι απλά και μόνο τυπική - προς συμμόρφωση τήρησης του νόμου από τον εργοδότη - αλλά με ταυτόχρονη υποβάθμιση της άσκησης της ιατρικής της εργασίας καθιστώντας την άσκηση της ιατρικής της εργασίας πλανόδια και περιηγητική. Τουλάχιστον μέχρι σήμερα στις κλινικο– εργαστηριακές ειδικότητες η παροχή ιατρικών πράξεων δεν παρέχεται σε καθοριζόμενο χρονικό διάστημα από τον ιατρό και τον εξεταζόμενο και δεν του το επιβάλλει η πολιτεία ή η ιατρική δεοντολογία, όπως δυστυχώς συμβαίνει με την παροχή της ιατρικής της εργασίας. Η πολιτεία με νομοθετικές ρυθμίσεις (Π.Δ. 213/86, Π.Δ.132/87, Π.Δ. 415/94) καθορίζει σαφώς τον χρόνο ειδίκευσης ιατρών εργασίας και άλλων ειδικοτήτων για την απόκτηση της ειδικότητας. Συγκεκριμένα, ο χρόνος ειδίκευσης για την ιατρική της εργασίας ορίζεται σε 4 έτη βάσει και των Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι και της πρόσφατης 2005/36/ΕΚ, σύμφωνα με την οποία εναρμονίστηκε η χώρας μας με το Π.Δ. 38/2010. Συνάδελφοι, οι οποίοι δεν κατέχουν τον τίτλο της ειδικότητας, δεν μπορούν να ασκήσουν την ειδικότητα με την υπογραφή του ειδικού ιατρού εργασίας, όπως αυτός έχει αναγνωρισθεί από την πολιτεία. Για 25 ολόκληρα χρόνια μέχρι και πρότινος (ν. 3144/03, ν.3762/09), η πολιτεία προφασιζόμενη την έλλειψη ιατρών εργασίας, με νομοθετικά διατάγματα καθόριζε μεταβατικά στάδια για την άσκηση των καθηκόντων του ιατρού εργασίας με ανάθεση σε ιατρούς άλλων ειδικοτήτων ή και άνευ ειδικότητος. Όλη η εν λόγω διαδικασία, που συντηρείται μέχρι και σήμερα, γίνεται με την ανοχή και τη συμμετοχή αρμοδίων φορέων της πολιτείας, ιατρών, ιατρικών συλλόγων και του Υπουργείου Υγείας. Το αποτέλεσμα; Θα αναφερθώ μόνο στο Ελληνικό φαινόμενο της αναγνώρισης των επαγγελματικών ασθενειών στη χώρα μας. Το 2009 υπήρξαν 7 αναγνωρισμένες επαγγελματικές ασθένειες στην Ελλάδα (ΙΚΑ), 45 στο Λουξεμβούργο στοιχεία EURO STAT, EURO GIP. Δεν είναι ανάγκη να αναφερθώ σε άλλα κράτη στο θέμα, που αφορά τις τηρούμενες διαδικασίες για τις επαγγελματικές ασθένειες, όπως Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Πολωνία, Δανία, Σουηδία, Λιθουανία κ.λπ., γιατί η εικόνα γίνεται όλο και πιο θλιβερή για τη χώρα μας. Η εν λόγω κατάσταση σίγουρα ωφελεί ορισμένους και βλάπτει άλλους, που δεν είναι της παρούσης να αναφερθώ. Θα ήθελα να επισημάνω όμως, ότι στην εν λόγω διαδικασία εις βάρος μη διάγνωσης ή μη αναγνώρισης επαγγελματικής ασθένειας στη χώρα μας, έχουν μερίδιο ευθύνης επίσης, η δικαιοσύνη, οι ιατροί, οι συνδικαλιστικοί φορείς, οι ασφαλιστικοί φορείς και οι εργοδότες. Ταυτόχρονα, θα ήθελα να επισημάνω, ότι ο ισχύων κατάλογος αναγνώρισης των επαγγελματικών ασθενειών στην Ελλάδα είναι του έτους 1979 (άρθρο 40 του ΙΚΑ). Ο κοινός Ευρωπαϊκός κατάλογος δεν έχει γίνει ακόμη νόμος του κράτους. Εντελώς τυχαία (!) νομίζω, ότι είμαστε, τουλάχιστον 30 έτη πίσω από τα άλλα κράτη της Ε.Ε. Τη δεδομένη στιγμή, ο αριθμός των ειδικών ιατρών εργασίας, συνιστά μια επαρκή ομάδα επιστημόνων, που μπορούν να ανταποκριθούν σε ένα μεγάλο ποσοστό στις ανάγκες της πολιτείας. Εφόσον υπάρχουν ελλείψεις, στις ανάγκες της πολιτείας, κανένας δεν διαφωνεί να παρέχουν υπηρεσίες ιατρού εργασίας, ιατροί, οι οποίοι θα εκπαιδευτούν ανάλογα για την απόκτηση τίτλου ειδικότητας της ιατρικής της εργασίας, όπως έχει αποφασίσει το Υπουργείο Υγείας μετά από εισήγηση του ΚΕΣΥ. Η παραχώρηση άσκησης οποιασδήποτε ιατρικής ειδικότητας στη χώρα μας, αλλά και παγκοσμίως, είναι αρμοδιότητα του Υπουργείου Υγείας κατόπιν συγκεκριμένης και ειδικής εκπαίδευσης στα Πανεπιστημιακά και Νοσοκομειακά ιδρύματα και στις ιατρικές σχολές. Είναι εντελώς αδιανόητο να παραχωρείται άδεια άσκησης ιατρικής ειδικότητας και εκτέλεσης ιατρικών πράξεων από άλλο μη αρμόδιο φορέα και μάλιστα από το Υπουργείο Εργασίας σχετικά με θέματα, που αφορούν την σωματική και ψυχική υγεία και ευεξία των εργαζομένων της χώρας. Είναι και αυτό, μια άλλη παγκόσμια πρωτοτυπία αυτής της χώρας υπέρ του κοινωνικού συνόλου και της υγείας των πολιτών. Σκοπός της πολιτείας και των αρμόδιων ειδικών φορέων της, για την διασφάλιση της υγείας των εργαζομένων, είναι η επίβλεψη της υγείας των και η τήρηση κανόνων για την πρόληψη της υγείας τους κατά την απασχόλησή τους. Λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές της ιατρικής της εργασίας και τα ευρωπαϊκά και διεθνή δεδομένα, η υλοποίηση των σκοπών γίνεται με βάση τον ποιοτικό έλεγχο των πεπραγμένων των ιατρών εργασίας και όχι με την ενυπόγραφη παρουσία των ιατρών στους χώρους εργασίας. Ο ποιοτικός έλεγχος των πεπραγμένων των ιατρών εργασίας, δύναται να γίνει με την καθιέρωση εκ μέρους της πολιτείας του υποχρεωτικού περιοδικού κλινικο–εργαστηριακού ελέγχου για όλους τους εργαζομένους, ανάλογα με την έκθεση τους σε συγκεκριμένους βλαπτικούς παράγοντες στον εργασιακό χώρο και την ετήσια ή περιοδική έκθεση του ιατρού εργασίας, όπως μας υποδεικνύει και η ευρωπαϊκή εμπειρία. Η πολιτεία, αρμόδιοι φορείς, ειδικοί επιστήμονες - ιατροί εργασίας και άλλοι -, διαμέσου και της διεθνούς βιβλιογραφίας, μπορούν να καθορίζουν την περιοδικότητα του κλινικο–εργαστηριακού ελέγχου βάσει των βλαπτικών παραγόντων και των συντελεστών κινδύνου. Ο πίνακας ή οι πίνακες του κλινικο – εργαστηριακού ελέγχου και της περιοδικότητας, θα αναμορφώνονται τουλάχιστον ανά πέντε έτη, διότι ως γνωστό οι βλαπτικοί παράγοντες είναι δυνατόν να αλλάζουν ή να μεταβάλλονται. Η περιοδικότητα, αναλόγως τους συντελεστές κινδύνου, μπορεί να καθορίζεται είτε ανά μήνες, είτε ανά έτος, είτε ανά έτη, λαμβάνοντας υπόψη και τις υποχρεωτικές εκθέσεις του ιατρού εργασίας, σχετικά με τον πραγματοποιηθέντα περιοδικό κλινικο-εργαστηριακό έλεγχο και περιβαλλοντικό έλεγχο, ανά έτος ή περιοδικά, όπως αυτό καθορισθεί, που θα τις υποβάλλει προς τους αρμόδιους ειδικούς φορείς της πολιτείας. Ο ειδικός ιατρός εργασίας βάσει των στοιχείων που διαθέτει, των διεθνών δεδομένων για την ιατρική της εργασίας και της εκτίμησης του επαγγελματικού κινδύνου, που έχει πραγματοποιήσει, δύναται να μεταβάλλει ή να προσαρμόζει την περιοδικότητα και τον κλινικό-εργαστηριακό κατά την κρίση του. Σε κάθε περίπτωση η περιοδικότητα θα καθορίζεται και από τον ανάλογο περιβαλλοντικό έλεγχο, που θα πραγματοποιείται κατ’ αρχήν, σε περιπτώσεις αλλαγής της παραγωγικής διαδικασίας ή της αλλαγής οργάνωσης εργασίας. Κατά τον ίδιο τρόπο θα εκδίδεται και η βεβαίωση καταλληλότητας προς εργασία για κάθε εργαζόμενο ανάλογα της περιοδικότητας, αν δεν συντρέχουν άλλοι λόγοι να εκδοθεί πιο πριν. Τηρώντας αυτή τη διαδικασία επιτυγχάνεται η επίβλεψη της υγείας και η ουσιαστική συμμετοχή του ιατρού εργασίας και της πολιτείας στην επίβλεψη της υγείας των εργαζομένων, καθιστώντας περιττή τη γραφειοκρατία και οποιαδήποτε ενυπόγραφη παρουσία του ιατρού στο χώρο εργασίας, που είναι απλώς τυπική και χωρίς κανένα ουσιώδες αποτέλεσμα σχετικά με την πρόληψη και την επίβλεψη της υγείας. Η τηρούμενη θέση της πολιτείας, με νομοθετικά τερτίπια και μεταβατικές διατάξεις δεν έλυσε, ούτε λύνει, ούτε θα λύσει το υπαρκτό πρόβλημα της διασφάλισης της υγείας των εργαζομένων κατά την απασχόληση τους. Εσκεμμένα ή λόγω άγνοιας; Ως εκ τούτων το εν λόγω άρθρο πρέπει να αποσυρθεί και να δημιουργηθεί από την πολιτεία, και από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς (εργαζόμενους, εργοδότες, ασφαλιστικά ταμεία, Υπουργεία) και ειδικούς επιστήμονες, ιατρούς εργασίας και άλλους επιστήμονες, ομάδα εργασίας για τη ριζική αναδιαμόρφωση ή και κατάργηση άρθρων του ν.1568/85 των Π.Δ. 17/96, 16/96, 294/88 ή των επιμέρους άρθρων του ν.3850/10 που αφορούν την επίβλεψη της υγείας των εργαζομένων. Η κείμενη νομοθεσία και όλη η κατά καιρούς εφευρετική και κατά φαντασία θεραπεία, που αφορά την υγεία των εργαζομένων με νομοθετήματα, μετά από 26 έτη, δεν επέφερε κανένα ουσιώδες αποτέλεσμα προς όφελος της υγείας αυτών. Χαράλαμπος Αλεξόπουλος Ειδικός ιατρός εργασίας Τομεάρχης Ιατρικής της Εργασίας ΔΕΗ Α.Ε.