Αρχική Αναμόρφωση Σώματος ΕπιθεώρησηςΆρθρο 29 Ρυθμίσεις για Ιατρούς Εργασίας και Σύμβουλους Ασφάλειας της ΕργασίαςΣχόλιο του χρήστη ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΜΕΛΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΞΥΠΠ | 7 Απριλίου 2011, 21:41
Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για τη βελτίωση της λειτουργικότητάς του και για την ανάλυση της επισκεψιμότητάς του (Google Analytics).ΣυμφωνώΑποκλεισμός cookies τρίτωνΠολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies
|
1. Διοικητικές κυρώσεις σε Ιατρούς Εργασίας, Συμβούλους Ασφάλειας, ΕΞ.Υ.Π.Π. Το ζήτημα αυτό εισάγεται για πρώτη φορά στην εργατική νομοθεσία ασφάλειας και υγείας με το άρθρο 29 του Σχεδίου Νόμου και αφορά στη μη τήρηση του προγράμματος επισκέψεων των Ιατρών Εργασίας και των Συμβούλων Ασφαλείας (η μετονομασία αυτή του θεσμού του Τεχνικού Ασφάλειας μας βρίσκει σύμφωνους γιατί αντικατοπτρίζει ακριβώς το ρόλο του μέσα στην επιχείρηση) στις επιχειρήσεις που αυτοί παρέχουν σχετικές υπηρεσίες. Υποθέτουμε ότι το αίτιο εισαγωγής της πρότασης αυτής είναι η διαπίστωση των Επιθεωρητών Εργασίας ότι πρόσωπα ή ΕΞ.Υ.Π.Π. ενώ παραβιάζουν συστηματικά τα προγράμματα επισκέψεων, εν αγνοία ή και με τη σύμφωνη γνώμη του εργοδότη προς τον οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες, δεν τιμωρούνται με κάποιον τρόπο για την παραβατική αυτή συμπεριφορά τους. Βέβαια σήμερα αν διαπιστωθεί σχετική παράβαση, μπορεί να τιμωρείται με επιβολή ποινής μόνον η επιχείρηση προς την οποία παρέχεται η υπηρεσία, δεδομένου ότι με βάση την ισχύουσα νομοθεσία ασφάλειας και υγείας «Οι υποχρεώσεις του τεχνικού ασφάλειας και του γιατρού εργασίας και των εκπροσώπων των εργαζομένων, δεν θίγουν την αρχή της ευθύνης του εργοδότη» στα θέματα ασφάλειας και υγείας. Η πρόταση του Σχεδίου για επιβολή ποινής στα εν λόγω άτομα και στις ΕΞ.Υ.Π.Π. δεν πρέπει να αμβλύνει κατά κανένα τρόπο την παραπάνω αρχή, που αποτελεί βασικό στοιχείο του ελληνικού αλλά και του κοινοτικού δικαίου. Ο Σύνδεσμος των ΕΞ.Υ.Π.Π. είναι καταρχήν υπέρ μιας πρότασης επιβολής ποινών προς ασυνεπείς επαγγελματίες (άτομα ή ΕΞ.Υ.Π.Π.) σε ότι αφορά στη μη τήρηση των προγραμμάτων επίσκεψης. Όμως για την ίδια παράβαση θα πρέπει να τιμωρείται συγχρόνως και η επιχείρηση προς την οποία παρέχεται η υπηρεσία, όπως ισχύει μέχρι σήμερα, διαφορετικά παραβιάζεται η βασική αρχή της ευθύνης του εργοδότη και εισάγονται στοιχεία αποφυγής της μέσω τρίτων προσώπων. Το δεύτερο σημείο που επιθυμούμε να επισημάνουμε σχετίζεται με το ύψος και το είδος των ποινών. Η πρόταση του Σχεδίου περιορίζεται «στην προσωρινή ή οριστική παύση της δυνατότητας παροχής υπηρεσιών προστασίας και πρόληψης». Θεωρούμε ότι η ποινή αυτή μπορεί να αποδειχθεί εξοντωτική για ορισμένους επαγγελματίες (π.χ. γιατρούς εργασίας που δεν έχουν εναλλακτικούς τρόπους απασχόλησης) σε σχέση και με τη σοβαρότητα της παράβασης, η οποία κατά τη γνώμη μας δεν είναι μεγάλη, αν δεν γίνεται συστηματικά και σε ευρεία κλίμακα παραβίαση προγράμματος επισκέψεων. Σημειώνουμε με έμφαση ότι διακοπή λειτουργίας επιχείρησης, για γενικές παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας, με βάση το ίδιο το Σχέδιο (άρθρα 23 – 24), γίνεται για ιδιαίτερα σοβαρούς λόγους, οι οποίοι απαριθμούνται στο Σχέδιο Νόμου. Για τους λόγους αυτούς προτείνουμε την εναλλακτική λύση επιβολής και προστίμων στους εν λόγω παραβάτες. Σε τελευταία ανάλυση το αντικείμενο της εν λόγω παράβασης είναι καταρχήν καθαρά οικονομικό και μπορεί να αντιμετωπισθεί ως τέτοιο με χρηματικά πρόστιμα και με τις διαδικασίες που προβλέπονται για αυτά. «Η προσωρινή ή οριστική παύση της δυνατότητας παροχής υπηρεσιών προστασίας και πρόληψης» ως διοικητική ποινή πρέπει κατά τη γνώμη μας αφενός μεν να αναλυθεί υπό ποιες προϋποθέσεις επιβάλλεται, αφετέρου δε δεν πρέπει να επιβληθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που παρατίθεται στο Σχέδιο Νόμου. Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό ότι η οποιαδήποτε ποινή δεν μπορεί να αφίσταται, σε ότι αφορά στο ύψος της και στις διαδικασίες επιβολής της από τις γενικές προβλέψεις διακοπής εργασιών που προβλέπει το Σχέδιο Νόμου και οι οποίες για διακοπή έως 3 μέρες επιβάλλεται από την αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, για περισσότερες μέρες με Απόφαση του Υπουργού Εργασίας. Δεν κατανοούμε γιατί θα πρέπει να αλλάξει η γενική αυτή πρόβλεψη και οι σχετικές δικονομικές διαδικασίες, για τις εν λόγω παραβάσεις, εφόσον κατά τα άλλα θεωρείται ότι εντάσσεται σε μια επιχειρηματική δραστηριότητα. Τέλος θέλουμε να υπενθυμίσουμε ότι για τις ΕΞ.Υ.Π.Π. υπάρχει ειδική διαδικασία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας τους (άρθρο 10 του Π.Δ/τος 95/1999), η οποία δεν κατανοούμε γιατί πρέπει να τροποποιηθεί. Συγκεντρωτικά οι προτάσεις μας για το εν λόγω θέμα είναι, ότι συμφωνούμε επί της αρχής που εισάγεται με τις εξής προϋποθέσεις: · Διοικητική ποινή να επιβάλλεται συγχρόνως και στην επιχείρηση όπου παρέχονται οι υπηρεσίες για να μην αλλοιωθεί η αρχή της ευθύνης του εργοδότη · Να προβλέπονται χρηματικά πρόστιμα για την εν λόγω παράβαση · Να αναλυθούν οι προϋποθέσεις όπου θα επιβάλλονται ποινές προσωρινής ή οριστικής διακοπής παροχής υπηρεσιών · Οι διοικητικές διαδικασίες για τις επιβολές των εν λόγω ποινών πρέπει να είναι εκείνες που προβλέπονται και για τις άλλες παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας και περιγράφονται στο Σχέδιο · Η ανάκληση της άδειας ΕΞ.Υ.Π.Π. να γίνεται σύμφωνα με τις διαδικασίες του Π.Δ/τος 95/1999. 2. Παροχή υπηρεσιών Ιατρού Εργασίας. Η παροχή υπηρεσιών Ιατρού Εργασίας στις επιχειρήσεις από το 1985, οπότε καθιερώθηκε ως θεσμός, μέχρι και σήμερα ταλανίζεται δυστυχώς από τα ίδια προβλήματα. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα έχει καθιερωθεί μια ιδιαίτερα χρονοβόρα και γραφειοκρατική διαδικασία για την παροχή υπηρεσιών ιατρού εργασίας στις επιχειρήσεις, που δεν βοηθά καθόλου στη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχονται, αλλά ταλαιπωρεί άσκοπα όλους τους εμπλεκόμενους – επιχειρήσεις, ΚΕΠΕΚ κ.α.. Από μελέτες του ΕΛΙΝΥΑΕ οι ανάγκες τις χώρας μας σε ιατρούς εργασίας ανέρχεται σε 1000-1500 περίπου. Με βάση στοιχεία που υπάρχουν τα τελευταία χρόνια και με δεδομένη την έλλειψη ειδικευμένων ιατρών εργασίας, είχαν δραστηριοποιηθεί στο εν λόγω αντικείμενο 500 – 600 ιατροί διαφόρων ειδικοτήτων συμπεριλαμβανομένων και 100 περίπου ιατρών εργασίας με σχετική ειδικότητα. Κατά τη γνώμη μας οι ρυθμίσεις, που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια ειδικότερα μάλιστα μετά την 9η Αυγούστου 2005 οπότε απαγορεύτηκε σε ιατρούς άλλων ειδικοτήτων που δεν ασκούσαν την εν λόγω ημερομηνία τα σχετικά καθήκοντα σε επιχειρήσεις, είχαν στόχο βασικά τη διασφάλιση της απασχόλησης των ειδικευμένων ιατρών εργασίας. Αν και κατανοούμε την εν λόγω ανάγκη, όμως στην πράξη αυτό μεταφράζεται σε δημιουργία του πλέον κλειστού επαγγέλματος στη χώρα μας σε μία περίοδο που όλοι αναγνωρίζουν τα ποιοτικά και ποσοτικά οφέλη από το άνοιγμα των λεγόμενων κλειστών επαγγελμάτων, και σε πραγματική αδυναμία εξυπηρέτησης των επιχειρήσεων, οι οποίες όμως είναι υποχρεωμένες να εφαρμόζουν το νόμο σε ότι αφορά στη λήψη των σχετικών υπηρεσιών. Αν ζητηθούν στοιχεία από τις Επιθεωρήσεις Εργασίας θα διαπιστωθεί ότι πολλοί νομοί της χώρας, ιδιαίτερα μάλιστα οι περιφερειακοί, όχι μόνον δεν έχουν ειδικευμένους ιατρούς εργασίας, αλλά ακόμη και άλλους γιατρούς με τα σχετικά προσόντα που προαναφέρθηκαν. Οι ανάγκες των επιχειρήσεων ή καλύπτονται από γειτονικούς νομούς (με αυξημένο κόστος) ή δεν καλύπτονται καθόλου. Σημειώνουμε μάλιστα ότι ο αριθμός των ιατρών χωρίς την ειδικότητα, αλλά με δυνατότητα άσκησης καθηκόντων ιατρού εργασίας, βαίνει συνεχώς μειούμενος, λόγω της παύσης ενασχόλησης των εν λόγω ιατρών με το αντικείμενο αυτό εξαιτίας συνταξιοδότησης, απασχόλησης στο ΕΣΥ ή άλλους λόγους, χωρίς όμως να υπάρχει η απαιτούμενη αναπλήρωση, δεδομένου ότι οι γιατροί που αποκτούν την ειδικότητα ιατρικής της εργασίας είναι το πολύ 2-3 κάθε χρόνο. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν λύνουν το πρόβλημα και εξακολουθούν να το αντιμετωπίζουν με όρους κλειστού επαγγέλματος. Κατά τη γνώμη μας πρέπει να αρθεί ο χρονικός περιορισμός της 9ης Αυγούστου 2005 για ενασχόληση ιατρών άλλων ειδικοτήτων με το αντικείμενο του ιατρού εργασίας, ώστε να μπορούν νέοι γιατροί με άλλη ειδικότητα εκτός της ιατρικής της εργασίας, οι οποίοι μάλιστα μπορεί να είναι άνεργοι, να αναζητήσουν τη δυνατότητα απασχόλησης στον τομέα αυτόν. Με τον τρόπο αυτό και οι επιχειρήσεις θα βρουν εναλλακτικές λύσεις οι οποίες αυτή τη στιγμή απλά δεν υπάρχουν και είναι βέβαιο ότι οι συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού που θα δημιουργηθούν θα βελτιώσουν το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών. Χρήστος Καλέας Πρόεδρος ΠΑΣΥΜΕΠ ΕΞΥΠΠ