Αρχική Αντιμετώπιση της παραβατικότηταςΆρθρο 36: Ρυθμίσεις για την υγεία και ασφάλεια στην εργασίαΣχόλιο του χρήστη ΝΟΜΙΚΟΥ ΜΑΡΙΑΝΤΖΕΛΑ, ΙΕ | 19 Φεβρουαρίου 2013, 21:05
Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για τη βελτίωση της λειτουργικότητάς του και για την ανάλυση της επισκεψιμότητάς του (Google Analytics).ΣυμφωνώΑποκλεισμός cookies τρίτωνΠολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies
|
Άρθρο 36 Έρχεται κι αυτός ο μεθοδευμένος ευτελισμός (μέσω νομοθετικού πλαισίου)της ιατρικής μας επαγγελματικής υπόστασης για να συμπληρώσει τον ευτελισμό της δουλειάς μας: Όταν κάνουμε υποδείξεις προς τον εργοδότη ελεγχόμαστε άμεσα όταν πρόκειται για απευθείας σύμβαση κι έμμεσα όταν πρόκειται για σύμβαση μέσω ΕΞΥΠΠ, αν είναι αποδεκτό ή όχι αυτό που γράφουμε, αν εξυπηρετεί ή όχι τον εργοδότη και κανείς δεν ενδιαφέρεται αν οι υποδείξεις είναι χρήσιμες επί της ουσίας, επειδή προάγουν την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων. Εξάλλου, η έλλειψη υγειονομικών επιθεωρητών ιατρών οδηγεί τις όποιες προσπάθειες να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας σε «κενό γράμμα». Οι «εσκεμμένες και πονηρές» ελλείψεις της νομοθεσίας χρήζουν διευκρινήσεων αν ο ιατρός εργασίας έχει απλά συμβουλευτικό ή/και ελεγκτικό ρόλο (επί των υποδείξεών του) στην επιχείρηση, λόγω του «νεφελώδους» κλίματος που επικρατεί. Η διαρκής νομοθέτηση, χωρίς την υλοποίηση των νομοθετούμενων, και οι ατέρμονες διευκρινιστικές εγκύκλιοι, που δίνουν ατελείωτη δουλειά στους υπαλλήλους επιθεωρητές που προσπαθούν διαρκώς να εφαρμόσουν μια νέα "παραλλαγή" που δε λύνει το πρόβλημα, διότι το πρόβλημα βρίσκεται στην ανεπαρκή υλοποίηση των νομοθετούμενων (πχ που είναι επιτέλους αυτές οι λίστες των ιατρών εργασίας, και όχι μόνο). ΄ Στο υπό διαβούλευση άρθρο, όπως συνήθως συμβαίνει, πριν προλάβει να υλοποιηθεί ένας ουσιαστικός νόμος που προσπαθεί να δώσει λύσεις σε αδιέξοδα, βγαίνει ένας άλλος, που στην προκειμένη περίπτωση όχι μόνο λύσεις δε δίνει, αλλά διαφαίνεται μια μεθοδευμένη προσπάθεια ευτελισμού της ιατρικής επαγγελματικής μας υπόστασης: Οι κυρώσεις επί του ωραρίου και όχι επί της ουσίας του έργου δεν έχουν καμία σχέση με την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος, όπως τη διδαχτήκαμε και όπως την ασκούμε. Παρουσιάζει ενδιαφέρον να σκεφτούμε πως θα είναι όταν κάποιος βρεθεί ως επείγον περιστατικό σε μια εφημερία που έχει τελειώσει η βάρδια του ιατρού, και σας απαντήσει ότι "...λυπάμαι, αλλά το ωράριό μου έχει τελειώσει...", που έχει το τυπικό εργασιακό δικαίωμα να το κάνει, αλλά δεν έχει το ιατρικό (όπως επιβάλλεται εκ του κώδικα της ιατρικής δεοντολογίας). Αναλόγως, ο ιατρός εργασίας θα χρειαστεί να ασχοληθεί κι εκτός του ωραρίου του, είτε διότι υπάρχει κάτι έκτακτο, είτε διότι απλά ενίοτε κι αιφνιδιαστικά δε βολεύει το προγραμματισμένο ωράριο του (πχ αιφνιδιαστική ασθένεια εργαζομένων προς εξέταση που αναγκάζει τον ιατρό σε τροποποίηση, προκειμένου να είναι ουσιαστικός κι όχι απλά τυπικός στην άσκηση των καθηκόντων του) , είτε για επιπρόσθετες εργασίες που προκύπτουν, χωρίς να είναι στα καθήκοντά του και χωρίς να πληρώνεται επιπρόσθετα, είτε για άλλους λόγους. Προφανώς, η αποκλειστική τήρηση του ωραρίου ως μόνο παρατηρήσιμο μέγεθος εις βάρος της ουσιαστικής και ποιοτικής αποτελεσματικότητας του έργου των ιατρών εργασίας θα οδηγήσει στην επιπρόσθετη υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών και στη δημιουργία συνθηκών «εργασιακού μεσαίωνα», βολεύοντας τους εργοδότες, τις δημόσιες σχέσεις και τον ανταγωνισμό των ΕΞΥΠΠ και την εκ νέου ανάδειξη της «μνημονιακής» μονοδιάστατης δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας, στο όνομα της δήθεν ακριβοδίκαιης τήρησης ωραρίου, μέσω της ισοπέδωσης των κριτηρίων αξιολόγησης. Αλλά αν τελικά, και «… λόγω ανωτέρας βίας…» εφαρμοστεί ο συγκεκριμένος νόμος, που παρεμβαίνει στην άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος όχι επί της ουσίας, αλλά επί του ωραρίου, να βάζει το πρόστιμο αυτό μόνο ιατρός επιθεωρητής, ο οποίος γνωρίζει τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας, αν κρίνει ότι μπορεί να εφαρμόσει κάτι τέτοιο, όπως του το υπαγορεύει η ιατρική του συνείδηση και αφού βέβαια δοθεί ιδιαίτερη μέριμνα στην προπαρασκευαστική νομική συμφωνία των δύο πλαισίων (ιατρικού και τυπικού δημοσιοϋπαλληλικού).