Αρχική Σχέδιο Νόμου «Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία και ανάπτυξη των φορέων της»Κεφάλαιο Β’ Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας – Άρθρο 3 Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας ΟικονομίαςΣχόλιο του χρήστη Δίκτυο ΚοινΣΕπ Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης | 22 Ιουλίου 2016, 11:52
Πέραν του κόστους (σε ανθρωποώρες και συνδρομητικά τέλη) που συνεπάγεται η εγγραφή στο ΓΕΜΗ, δεν φαίνεται να επιλύονται με το νέο θεσμικό πλαίσιο και άλλα πάγια αιτήματα των ΚοινΣΕπ μέχρι σήμερα, όπως η υποχρέωση εξαρτημένης εργασίας για τους απασχολούμενους/συνεργάτες καθώς και η υποχρέωση καταβολής τέλους επιτηδεύματος, ενώ δε δίνεται και σαφής λύση για το καθεστώς εθελοντικής εργασίας των μελών της Δ.Ε. (απέναντι σε σχετικές αρχές, όπως επιθεώρηση εργασίας κτλ.), το οποίο παραπέμπει σε κάποια μέλλουσα Υπουργική Απόφαση. Η υποχρέωση εξαρτημένης εργασίας, αν και κατανοούμε πλήρως τους λόγους της, θεωρούμε πως δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις σύγχρονες εργασιακές συνθήκες και ανάγκες, αφού υπάρχουν μέλη/εργαζόμενοι των ΚοινΣΕπ που λόγω της φορολογικής βαναυσότητας και περιορισμών, δεν επιθυμούν τη συγκεκριμένη μορφή εργασίας, δημιουργώντας έτσι προβλήματα συνεργασίας και λειτουργίας. Επίσης, η συγκεκριμένη επιλογή δημιουργεί επιπρόσθετα έξοδα στις ΚοινΣΕπ (π.χ. λογιστές χρεώνουν επιπλέον για τη συγκεκριμένη υπηρεσία). Επιπρόσθετα, υπάρχουν αντικείμενα που, ενώ περιέχονται στους κωδικούς έναρξης των ΚοινΣΕπ, υπάρχει ανάγκη αυτά να υλοποιηθούν (ίσως για λόγους του έκτακτου της υπηρεσίας ή της ποιότητας της παρεχόμενης υπηρεσίας) από εξωτερικούς συνεργάτες. Ενώ και πάλι αντιλαμβανόμαστε τους λόγους της σχετικής απαγόρευσης και συνηγορούμε στο να δίνεται προτεραιότητα στην εξαρτημένη εργασιακή σχέση, θεωρούμε τη ρητή απαγόρευση ιδιαίτερα αυστηρή και δημιουργεί προβλήματα στην ανάπτυξη των ΚοινΣΕπ, καθώς εκτός των άλλων είναι και περισσότερο δαπανηρή. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η υποχρέωση πρόσληψης προσωπικού, εφόσον τα έσοδα το επιτρέπουν, μετά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας. Βρίσκουμε τη συγκεκριμένη πρόβλεψη αρκετά αόριστη, με κίνδυνο την καταστρατήγηση. Από την εμπειρία μας, διαπιστώνουμε πως οι ΚοινΣΕπ –ακριβώς λόγω της σύνθετης φύσης τους- αργούν να αναπτυχθούν σε σχέση με τις κοινές επιχειρήσεις, βρίσκουν προσκόμματα θεσμικά-κοινωνικά-πολιτικά-επενδυτικά-τραπεζικά, τα οποία δεν φαίνεται να επιλύονται άμεσα από το παρόν θεσμικό πλαίσιο. Οι ΚοινΣΕπ, ενώ θέλουν να απασχολήσουν προσωπικό (και για τις περισσότερες αποτελεί αυτοσκοπό), το κόστος είναι πολύ μεγάλο και αναγκάζονται στα πρώτα χρόνια λειτουργίας τους να βασιστούν στο ανθρώπινο κεφάλαιο των μελών τους, ανταποκρινόμενες στα πάγια έξοδα λειτουργίας τους κατά κύριο λόγο. Φυσικά, αν μετά από εύλογο διάστημα (τουλάχιστον 3 χρόνια) οι ΚοινΣΕπ κρίνονται μη βιώσιμες για αντικειμενικούς λόγους, η λειτουργία τους δεν θα πρέπει να ενθαρρύνεται, καθώς θα δημιουργηθεί στρεβλός ανταγωνισμός. Η υποχρέωση, λοιπόν, του άρθου 3 παρ. γ2 κρίνεται γενικόλογη, καθώς είναι δύσκολο να οριστεί σχετικό πλαφόν βιωσιμότητας.