Αρχική Σχέδιο Νόμου «Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία και ανάπτυξη των φορέων της»Κεφάλαιο Α’ Προοίμιο – Άρθρο 1. ΣκοπόςΣχόλιο του χρήστη Κωνσταντίνος Σιμάκος | 23 Ιουλίου 2016, 19:44
Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για τη βελτίωση της λειτουργικότητάς του και για την ανάλυση της επισκεψιμότητάς του (Google Analytics).ΣυμφωνώΑποκλεισμός cookies τρίτωνΠολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies
|
Βασικές παρατηρήσεις της Active Hellas στα υπό συζήτηση άρθρα του νομοσχεδίου για τις Κοιν.Σ.ΕΠ. 1. Άρθρο 7 Παρ. 8: Τα μέλη της Κοιν.Σ.ΕΠ. μπορεί να είναι και εργαζόμενοι της με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Αμείβονται για την παρεχόμενη εργασία και έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία. Ακολουθεί απόφαση του Αρείου Πάγου για τον ορισμό …σχέση εξαρτημένης εργασίας. Άρειος Πάγος με την με αρ. 372/2014 απόφασή του αποφάνθηκε σε ποιες περιπτώσεις έχουμε τον χαρακτηρισμό της εργασίας ως εξαρτημένης και μάλιστα, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής της αμοιβής. Καθόρισε επίσης της προϋποθέσεις αυτής και τις μίσθωσης έργου και έλλειψη εξαρτήσεων από τον κύριο του έργου. Αν όμως ο εργαζόμενος είναι επιστήμονας και παρέχει π.χ. επιστημονικές υπηρεσίες επιλέγοντας ο ίδιος βασικούς όρους της απασχολήσεώς του χωρίς να ελέγχεται από τον εργοδότη, ως προς τον τρόπο και εν μέρει ως προς τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του στον καθορισμένο από τη σύμβαση και τη φύση των υπηρεσιών του τόπο, τότε αυτό δεν είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Συνεπώς οι απασχολούμενοι ελεύθερα οι οποίοι καθορίζουν βασικούς όρους της παροχής εργασίας χωρίς να ελέγχονται άμεσα από τον εργοδότη, μπορεί να θεωρηθούν ότι δεν έχουν εξαρτημένη σχέση. Όπως αναφέρεται στην απόφαση, από τον συνδυασμό των διατάξεων των σχετικών άρθρων του Αστικού Κώδικα (648 και 652 του ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943), προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας, και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται μόνον από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που χαρακτηρίζει την εξαρτημένη εργασία δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει, για τον υποβαλλόμενο σε αυτήν εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. Με βάση το κριτήριο αυτό γίνεται φανερό, ότι η σύμβαση παροχής επιστημονικών υπηρεσιών από εργαζόμενο επιστήμονα, που επιλέγει ο ίδιος βασικούς όρους της απασχολήσεώς του και δεν ελέγχεται από τον εργοδότη, ως προς τον τρόπο και εν μέρει ως προς τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του στον καθορισμένο από τη σύμβαση και τη φύση των υπηρεσιών του τόπο, δεν είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (Ολ.ΑΠ 28/2005) Πέρα απ' το ότι δεν νοείται σχέση εξαρτημένης εργασίας σε συνεταιρισμό δυναμιτίζει και τις σχέσεις μεταξύ των Συνεταιριστών. 2. Άρθρο 7 παρ. 9: “Απαγορεύεται η ανάθεση έργου που αφορά στον κύριο ή στους κύριους τομείς δραστηριότητας της Κοιν.Σ.Επ. σε τρίτους ή σε μέλη της από την Κοιν.Σ.Επ. Ο κύριος ή κύριοι τομείς δραστηριότητας προκύπτουν από το καταστατικό και τους ενεργούς κωδικούς αριθμούς δραστηριότητας.” ... παρ. 10: “Η παροχή υπηρεσιών προς εξυπηρέτηση του σκοπού της Κοιν.Σ.Επ. από μέλη της, τα οποία δεν βρίσκονται σε εργασιακή σχέση με αυτήν, είναι μη αμειβόμενη και γίνεται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 713 επ. Α.Κ. Η σύμβαση εντολής που συνάπτεται μεταξύ μελών και Κοιν.Σ.Επ. οφείλει να γίνεται εγγράφως, να περιγράφει με σαφήνεια την παρεχόμενη υπηρεσία και σε κάθε περίπτωση δε μπορεί να υπερβαίνει τις 16 ώρες εβδομαδιαίως. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες της εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.” Με το συνδυασμό αυτών των διατάξεων ουσιαστικά απαγορεύεται από το νόμο η σύναψη σύμβασης έργου για τις ανάγκες της Κοιν.Σ.ΕΠ. Επιτρέπεται μόνο η εθελοντική εργασία(!!!) από τα μέλη της για δύο 8ωρα εβδομαδιαίως δυνάμει σύμβασης εντολής. Δε διευκρινίζεται τι συμβαίνει αν μέλος της ΚοινΣΕπ είναι άλλο Νομικό Πρόσωπο, δηλαδή με ποιους όρους θα παρέχουν εθελοντική εργασία τα μέλη του. 3. Άρθρο 3 παρ. 2: Ο Φορέας Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, μετά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του και εφόσον από τον κύκλο οικονομικής του δραστηριότητας προκύπτουν έσοδα που καλύπτουν το κόστος μιας θέσης εργασίας πλήρους απασχόλησης, ή το ισοδύναμό της σε θέσεις μερικής απασχόλησης με βάση τον κατώτατο νομοθετημένο μισθό ή τον μισθό που ορίζει η αντίστοιχη συλλογική σύμβαση, υποχρεούται από το δεύτερο χρόνο λειτουργίας του και εφεξής να απασχολήσει τουλάχιστον έναν εργαζόμενο, ακόμη και μέλος του. Η διαπίστωση παράβασης της προαναφερθείσας υποχρέωσης, επιφέρει τη διαγραφή του νομικού προσώπου από το Μητρώο. Εδώ η ρύθμιση καθίσταται πια προβληματική. Ο νόμος υποχρεώνει ουσιαστικά την ΚοινΣΕπ να αναστείλει μερικά ή ολικά την παραγωγική της δραστηριότητα, να μην επενδύσει δηλαδή σε νέες δράσεις, προκειμένου να προβεί σε μία (τουλάχιστον) πρόσληψη. Καθίσταται περαιτέρω προβληματική, εφόσον κανείς δε διασφαλίζει στο σημερινό περιβάλλον της αγοράς, ότι οι αποδοχές του προσλαμβανόμενου θα είναι εξασφαλισμένες για ένα έτος, πόσο μάλλον στο διηνεκές (“εφεξής”). Δε διευκρινίζεται άλλωστε αν η υποχρέωση προκύπτει με μέτρο το 100% των κερδών ή το 35%. Αυτό καθώς στο άρθρο 11 παρ. 2 περ. β προβλέπεται πως “Τα μετά τη φορολόγηση κέρδη διατίθενται ετησίως κατά ποσοστό 5% για το σχηματισμό τακτικού αποθεματικού, κατά ποσοστό μέχρι 35% διανέμονται στους εργαζομένους της επιχείρησης, και το υπόλοιπο διατίθεται για δραστηριότητες της διευρυμένης παραγωγικής της ικανότητας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, καθώς και για δράσεις κοινωνικής ωφέλειας του άρθρου”. Οπότε ποιο είναι το μέτρο; το 100% των κερδών μετά το πρώτο έτος, το 35% που θα διατίθεται ως μισθός στον προσλαμβανόμενο εργαζόμενο από το επόμενο έτος, ή το 60% που διατίθεται μεταξύ άλλων και για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας; Επιπλέον, η ευχέρεια που δίνει ο νόμος να καταστεί μέλος της ΚοινΣΕπ εργαζόμενος, εκτός του ότι αλλάζει εκ των πραγμάτων τις εσωτερικές σχέσεις των μελών (στο βαθμό που για τους υπόλοιπους δεν προβλέπεται ούτε δυνατότητα ανάληψης έργου επ' αμοιβή, ούτε διανομή μερίσματος), νομιμοποιεί τη λογική ανάσχεσης της παραγωγικής δραστηριότητας στο βωμό της (εικονικής) μείωσης της ανεργίας. Μάλιστα, η παραπάνω ευχέρεια καθίσταται ουσιαστικά υποχρέωση, αν ληφθεί υπόψη η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 (“Ο αριθμός των εργαζομένων μη μελών δε μπορεί να υπερβαίνει σε ποσοστό το 40% του συνόλου των εργαζομένων της Κοιν.Σ.Επ.”). Έτσι λοιπόν, οι πρώτοι 2 εργαζόμενοι που θα προσληφθούν θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα και μέλη, (με ό,τι αυτό συνεπάγεται), προτού ανοίξει η δυνατότητα περαιτέρω πρόσληψης εργαζομένων. Ακόμα, η αναφορά του νόμου στη μερική απασχόληση παραμένει μετέωρη, εφόσον είναι γνωστό πως για την εφαρμογή οποιουδήποτε τύπου ελαστικής εργασίας απαιτείται κατά νόμο κάποιου τύπου συλλογική σύμβαση με εκπροσώπους των εργαζομένων. Σε όλες δηλαδή τις περιπτώσεις (μερική απασχόληση, εκ περιτροπής εργασία, διευθέτηση του χρόνου εργασίας) απαιτείται η απασχόληση τουλάχιστον πέντε (5) εργαζομένων. Η ανελαστική “ποινή” της διαγραφής από το Μητρώο σε περίπτωση παράβασης των ανωτέρω, που μένει να διευκρινιστεί αν εκτείνεται και σε οποιαδήποτε παράβαση του εργατικού δικαίου συνολικά (στην ευρεία του διατύπωση ο νόμος δεν αποκλείει κατ' αρχήν τέτοια ερμηνεία!) κινδυνεύει να οδηγήσει σε μαρασμό το θεσμό. Ιδιαίτερα εφόσον δε διευκρινίζεται αν η υποχρέωση της ΚοινΣΕπ εξαντλείται στον πρώτο εργαζόμενο, ή συνεχίζεται εφόσον προκύπτει επαρκές διαθέσιμο και τα επόμενα του πρώτου έτους λειτουργίας έτη. Από την άλλη, αν δεν εμφανιστούν ούτε και στο δεύτερο έτος επαρκή διαθέσιμα, αποσβήνεται η υποχρέωση της ΚοινΣΕπ; 4. Άρθρο 6 παρ. 9: “Κάθε Κοιν.Σ.Επ. υποχρεούται να αναρτά δημόσια σε ηλεκτρονική σελίδα κάθε πράξη, απόφαση και πρόσκληση σε συλλογικό όργανο που δεν είναι καταχωριστέα στο Γ.Ε.Μ.Η..” Χρειάζεται προσοχή η ρύθμιση αυτή που αφορά τη δημοσιότητα πρακτικά κάθε πράξης της ΚοινΣΕπ. Στην ουσία νομοθετείται η υποχρέωση διατήρησης προσωπικής ιστοσελίδας από κάθε ΚοινΣΕπ.. Σύντομος Σχολιασμός Είναι φανερό πως οι ανωτέρω διατάξεις εξισώνουν στην πραγματικότητα τις υγιείς και βιώσιμες ΚοινΣΕπ με τους Συνεταιρισμούς Εργαζομένων των άρθρων 15επ. του νομοσχεδίου. Η αντίφαση εδώ βρίσκεται στο γεγονός ότι οι Συνεταιρισμοί αυτοί δεν έχουν καμία οριοθέτηση ως προς το σκοπό τους και μου προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τους συμπεριλαμβάνουν με αυτό τον τρόπο στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Αντίθετα, οι Κοιν.Σ.ΕΠ. θεσμοθετήθηκαν ακριβώς για να δώσουν λύσεις “εκεί που η αγορά δεν θέλει ή αποτυγχάνει και το κράτος αδυνατεί”. Και διερωτώμαι πώς θα γίνει αυτό δυνατό, όταν το κέντρο βάρους ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ μετατίθεται από την επανεπένδυση στην πρόσληψη νέων εργαζομένων. Παράλληλα, και η ρύθμιση που απαγορεύει τις αναθέσεις έργων για την εξυπηρέτηση των κύριων σκοπών της ΚοινΣΕπ, σίγουρα θα οδηγήσει μεγάλη μερίδα τους σε συνολικό αδιέξοδο. Γνώμη μου είναι πως το νέο νομοσχέδιο επιχειρεί να περιορίσει το πεδίο των καταχρήσεων εισάγοντας ανελαστικές και αντιφατικές ρυθμίσεις. Εντούτοις ο ενδεδειγμένος τρόπος για την παρεμπόδιση των καταχρήσεων, είναι η επαρκέστερη εποπτεία. Αντίθετα, για λόγους που μάλλον άπτονται των διαθέσεων της Διοίκησης και του Υπουργείου Εργασίας, ακολουθείται η αντίστροφη πορεία, εμπλέκοντας το ΓΕΜΗ στη διαδικασία εποπτείας, καθιστώντας έτσι τον έλεγχο περισσότερο γραφειοκρατικό και τυπικό.