Αρχική Μέτρα Προώθησης Αναδοχής και ΥιοθεσίαςΆρθρο 25 – Διάταξη για τις κοινωνικές υπηρεσίεςΣχόλιο του χρήστη Νικολαΐδης Γιώργος | 13 Δεκεμβρίου 2017, 13:08
Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για τη βελτίωση της λειτουργικότητάς του και για την ανάλυση της επισκεψιμότητάς του (Google Analytics).ΣυμφωνώΑποκλεισμός cookies τρίτωνΠολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies
|
Η πρόβλεψη πάλι στο Άρθρο 25, παράγραφος 1 της δυνατότητας η αρμοδιότητα της εποπτείας να ανατίθεται από τους λίγους, συγκεντρωτικούς φορείς του Άρθρου 13 π.χ. στις κοινωνικές υπηρεσίες των ΟΤΑ Α βαθμού δεν λύνει καθόλου το πρόβλημα και έρχεται μάλλον προς επίρρωση του προβληματισμού του κριτικού σημείου του ανά χείρας εγγράφου αμέσως παραπάνω. Αν δηλαδή όντως υπάρχει η αναγνώριση ότι η ανάθεση σε τόσους λίγους δεν επαρκεί (και φυσικά πώς να επαρκέσει όταν με τις προβλέψεις του Άρθρου 13) τότε γιατί ο νομοθέτης δεν έχει την τόλμη να προβλέψει το αυτονόητο, ήτοι να επεκτείνει την αρμοδιότητα της εποπτείας της αναδοχής στις κοινωνικές υπηρεσίες των ΟΤΑ Α βαθμού; Στην πραγματικότητα η επέκταση όφειλε μάλλον να συμπεριλάβει πολύ περισσότερες από τις υφιστάμενες κοινωνικές υπηρεσίες του στενότερου και ευρύτερου δημοσίου τομέα. Οι δε πρόνοιες της παραγράφου 1 του Άρθρου 25 δημιουργούν την υπόνοια πως μάλλον οι συντάκτες του παρόντος Σ/Ν είχαν υπόψη τους την πραγματικότητα και την αναπαραγωγή των προβλημάτων που συντηρεί το Άρθρο 13 και επιχείρησαν τοιουτοτρόπως να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις ή να αποφύγουν αντί αντιμετωπίσουν τα προβλήματα. Ποιοι θα είναι αυτοί οι «ιδιώτες κοινωνικοί λειτουργοί» μένει αδιευκρίνιστο. Και εν πάση περιπτώσει μένει ακατανόητο γιατί υφιστάμενες κοινωνικές υπηρεσίες του δημοσίου τομέα με μόνιμα στελέχη κοινωνικούς λειτουργούς κρίνονται πως δεν πρέπει να συμπεριληφθούν στους αρμόδιους του Άρθρου 13 ενόσω «ιδιώτες» εγγεγραμμένοι σε κάποιο «ειδικό κατάλογο» του επαγγελματικού τους συλλόγου κρίνονται ικανοί. Επεκτείνοντας αυτό τον συλλογισμό θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν τυχόν κοινωνικοί λειτουργοί με πολύχρονη εμπειρία και πιστοποιημένες σχετικές δεξιότητες που υπηρετούν σε δημόσιους φορείς άλλους των προνοιών του Άρθρου 13 θα μπορούσαν να ζητήσουν σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Σ/Ν να συμπεριληφθούν και αυτοί στον «ειδικό κατάλογο» του ΣΚΛΕ και με ποιο σκεπτικό θα αποκλείονται από αυτό το δικαίωμα. Πέραν αυτών όμως, η ανάθεση σε ιδιώτες δημιουργεί μια σειρά προβληματισμούς από πλευράς τεχνικής-σχεδιαστικής αλλά και προσανατολισμού της ασκούμενης κοινωνικής πολιτικής. Τεχνικά είναι πρόδηλη η ανεπάρκεια οποιουδήποτε σχετικού μηχανισμού να ελέγξει την ποιότητα των δεξιοτήτων των προς εγγραφή στον όποιο «ειδικό κατάλογο». Ως εκ τούτου οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι απεριόριστοι και οι δυνατότητες ελέγχου ενός τέτοιου «συστήματος» πρακτικά ανύπαρκτες με ρεαλιστικούς όρους. Σημειωτέον ότι η τοποθέτηση ενός παιδιού σε ανάδοχο δεν μπορεί να νοείται ως διαδικασία η οποία επιδέχεται μόνο εκ των υστέρων κατασταλτικό έλεγχο ή δίωξη των όσων την πιστοποίησαν: η φύση της εν λόγω ενέργειας καθιστά απαραίτητη την ύπαρξη και λειτουργία διαρκών συστημάτων ελέγχου και με αρμοδιότητα παρέμβασης. Από πλευράς κοινωνικής πολιτικής η πρόνοια αυτή ως ιδιωτικοποίηση της λειτουργίας της κοινωνικής έρευνας και περιορισμό των δημοσίων κοινωνικών υπηρεσιών σε ένα ρόλο «κράτους-στρατηγείου» που απλώς επιβλέπει αναθέσεις σε ιδιώτες είναι προβλέψιμο πως θα επιφέρει αφενός την επέκταση παρόμοιων αναθέσεων και σε άλλες περιπτώσεις κοινωνικής έρευνας ή παρέμβασης και αφετέρου πως θα συντελέσει (ομού με τις παρατεταμένες συνθήκες λιτότητας στον δημόσιο τομέα) στο να απορφανιστεί έτι περαιτέρω ο κοινωνικός τομέας από στελεχιακό δυναμικό. Νικολαΐδης Γιώργος, Ψυχίατρος, Δ/ντης της Δ/νσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας, Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού