Αρχική Μέτρα Προώθησης Αναδοχής και ΥιοθεσίαςΆρθρο 27 – Έναρξη ισχύος-Καταργούμενες ΔιατάξειςΣχόλιο του χρήστη Νικολαΐδης Γιώργος | 13 Δεκεμβρίου 2017, 13:53
Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για τη βελτίωση της λειτουργικότητάς του και για την ανάλυση της επισκεψιμότητάς του (Google Analytics).ΣυμφωνώΑποκλεισμός cookies τρίτωνΠολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies
|
Βασικότερα Προβλήματα - Σχόλια επί του Σ/Ν geornikolaidis@hotmail.com Νικολαΐδης Γιώργος, Ψυχίατρος, Δ/ντης της Δ/νσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας, Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού Διατηρείται ο παρωχημένος και μεροληπτικός όρος «Υιοθεσία» έναντι του «Παιδοθεσία» ή «Τεκνοθεσία» που αν μη τι άλλο θα αποκαθιστούσε μια στοιχειώδη δικαιοσύνη ως προς την ισότητα των δυο φύλων στο κείμενο της νομοθεσίας. Η πρόβλεψη του Εθνικού Συμβουλίου Αναδοχής – Υιοθεσίας που προβλέπεται στα Άρθρα 1 ως 4 του Σ/Ν παραμένει ένα επιτελικό όργανο που μολονότι χρήσιμο δεν είναι σαφές αν θα έχει εν τέλει κάποια και αν ναι ποια αρμοδιότητα ή δραστηριότητα ούτε την δυνατότητα και τους ανθρώπινους και υλικούς πόρους να υλοποιήσει οιαδήποτε καινοτομία κοινωνικής πολιτικής. Κινδυνεύει δηλαδή ως τέτοιο να αποδειχθεί μια ακόμα «Εθνική Επιτροπή» που θα συνεδριάζει μια-δυο φορές τον χρόνο χωρίς πρακτικό αντίκρισμα στην καθημερινή εφαρμογή των ενεργειών παιδικής προστασίας (αναδοχή κλπ). Επιλέγεται η ονομασία «Εθνικό Μητρώο Ανηλίκων» στο Άρθρο 6 του Σ/Ν χωρίς να προσδιορίζεται με απαραίτητους περιορισμούς όπως «Ανηλίκων σε Κίνδυνο» ή «Ανηλίκων σε Φροντίδα» κ.ο.κ. Η ονομασία «Εθνικό Μητρώο Ανηλίκων» δημιουργεί λανθασμένες εντυπώσεις. Η διατύπωση του εδαφίου β της παραγράφου 2 του Άρθρου 8 του παρόντος Σ/Ν, ήτοι το ότι προϋποτίθεται πως «Οι ανάδοχοι γονείς και οι συνοικούντες με αυτούς έχουν καλή ψυχική, διανοητική και σωματική υγεία, ιδίως μάλιστα δεν πάσχουν από χρόνια μεταδοτικά νοσήματα», είναι λίαν προβληματική ιδιαίτερα δεδομένου του τι δεν να συγκεκριμενοποιείται τι εννοείται με το «σωματική υγεία» και το «ψυχική υγεία», πρόνοια που αν μείνει ως έχει θα διατηρήσει και αναπαράγει ένα καθεστώς αναίτιων και αναχρονιστικών διακρίσεων σε βάρος ατόμων που απλώς πάσχουν από κάποια νόσο που ωστόσο δεν δημιουργεί καμία επικινδυνότητα για τα τυχόν θετά παιδιά που μπορεί να ήθελαν οι ίδιοι ή οι συνοικούντες τους. Η διατύπωση του εδαφίου δ της παραγράφου 1 του Άρθρου 9 του παρόντος Σ/Ν, που έρχεται σε συνέχεια της διατύπωσης του εδαφίου β της παραγράφου 2 του Άρθρου 8 του παρόντος Σ/Ν κάνει μια εφάπαξ πιστοποίηση να είναι επαρκή για μια εξακολουθητική πράξη διάρκειας 3 ετών. Αυτό είναι εν γένει προβληματικό ούτως ή άλλως αλλά αφορά πολύ περισσότερο την ίδια την γονεϊκή καταλληλότητα (απλώς ισχύει ωσαύτως και για τα πιστοποιητικά σωματικής υγείας κλπ). Η διατύπωση της παραγράφου 3 του Άρθρου 9 του παρόντος Σ/Ν είναι λίαν προβληματική: υπονοεί πως η αναδοχή δεν γίνεται με την ευθύνη και την συνεχιζόμενη παρακολούθηση και υποστήριξη κάποιας υπηρεσία αλλά καθίσταται ένα τεχνικό ζήτημα που απλώς προϋποθέτει την προσκόμιση από τους εμπλεκόμενους κάποιων πιστοποιητικών εφάπαξ ανά τριετία (ως εάν τα λοιπά να μπορούν να «τρέξουν» αυτόματα…). Από αυτή την θεμελιώδη αστοχία του κειμένου του παρόντος Σ/Ν απορρέουν πλείστες άλλες αδυναμίες του καθώς η ανάδοχη τοποθέτηση αντιμετωπίζεται ως εάν να μη απαιτεί διαρκή διαθεσιμότητα φροντίδας από κάποια σχετική υπηρεσία, ως εάν το «ταίριασμα» παιδιών και αναδόχων να μπορεί να γίνει περίπου αυτόματα, ως εάν ανάδοχοι να μην χρειάζονται στήριξη (πέραν της επιδοματικής) κατά την άσκηση του ρόλου τους, ως εάν άνθρωποι εντός μιας τριετίας να μην αλλάζουν θετικά ή αρνητικά ως προς την ικανότητά τους να επιτελούν τον ρόλο τους ως ανάδοχοι. Η αντικατάσταση της υπηρεσίας που έχει στην ευθύνη της την εκπαίδευση, τοποθέτηση, εποπτεία, παρακολούθηση, υποστήριξη των αναδόχων από μια απλή διοικητική εγγραφή σε ένα ηλεκτρονικό σύστημα εφάπαξ ανά τριετία εγκυμονεί εκτός των άλλων σοβαρούς κινδύνους για τα παιδιά που θα τίθενται με τέτοιους όρους σε ανάδοχες τοποθετήσεις. Το περιεχόμενο της παραγράφου 1 του Άρθρου 13 περί φορέων εποπτείας της αναδοχής δυστυχώς αναπαράγει τη λίαν προβληματική παρούσα κατάσταση με την αρμοδιότητα αυτή να περιορίζεται σε λιγότερο του 5% των κοινωνικών λειτουργών που υπηρετούν σε δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες ανά την επικράτεια. Στην πραγματικότητα η μόνη επέκταση αφορά τη συμπερίληψη όχι μόνο των συγκεκριμένων ιδρυμάτων που σήμερα έχουν την αρμοδιότητα αυτή στο σύνολο των ΚΚΠΠ της χώρας, τα δημοτικά βρεφοκομεία (που σύμφωνα με την σχετική παγκόσμια οδηγία του ΟΗΕ από 10ετίας θα έπρεπε να έχουν καταργηθεί αφού κανένα βρέφος δεν θα έπρεπε να διαμένει σε ίδρυμα!) και τις ΕΠΑΑ. Με ρεαλιστικούς όρους αυτό σημαίνει ότι η αρμοδιότητα αυτή που σήμερα αναγνωρίζεται σε λιγότερους των 40 κοινωνικών λειτουργών ανά την επικράτεια με τις προβλέψεις του παρόντος Σ/Ν επεκτείνεται σε επιπλέον 10-15 κοινωνικούς λειτουργούς, πράγμα που φανερώνει ατολμία και αναντιστοιχία με τις πραγματικές ανάγκες. Πόσο μάλλον που με τέτοιες αναλογίες είναι πρόδηλο πως επί της ουσίας ο θεσμός της αναδοχής στη χώρα μας δεν πρόκειται να επεκταθεί ποσοτικά ούτε να αναβαθμιστεί ποιοτικά. Σημειωτέον πως αυτή η συγκεντρωτική αντίληψη για την αρμοδιότητα της αναδοχής σε ελάχιστες υπηρεσίες και σε τέτοια ελάχιστα ποσοστά του όλου συστήματος κοινωνικών υπηρεσιών δεν υπάρχει πλέον εξ όσων γνωρίζουμε σε καμία ανεπτυγμένη χώρα (στην πραγματικότητα ακόμα και αυτές οι πλείστες των ευρωπαϊκών χωρών που υπολείπονται σαφώς της χώρας μας σε δείκτες κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης έχουν πολύ καλύτερη τέτοια αναλογία). Αυτή η επιφύλαξη για την επέκταση στον βασικό κορμό των δημοσίων κοινωνικών υπηρεσιών της χώρας που είναι οι ΟΤΑ Α’ βαθμού είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή (οι σήμερα υπηρετούντες κοινωνικοί λειτουργοί στους ΟΤΑ Α’ βαθμού ή σε φορείς ευθύνης του Υπουργείου Υγείας είναι για καθεμιά από τις περιπτώσεις αυτές υπετετραπλάσιοι των σήμερα υπηρετούντων κοινωνικών λειτουργών στα ΚΚΠΠ, στις ΕΠΑ, στα βρεφοκομεία και στους ΟΤΑ Β’ βαθμού ομού!). Οπότε αν όντως το Σ/Ν επιχειρεί να διευρύνει τον θεσμό της αναδοχής με δεδομένο την σημερινή υποστελέχωση των υπηρεσιών καθίσταται ακατανόητη αυτή η συστολή στο να συμπεριληφθούν ως προς την διεύρυνση των αρμοδιοτήτων τους οι δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες που απασχολούν ακόμα σήμερα το πλείστο των κοινωνικών λειτουργών του δημοσίου και η εμμονή σε μια συγκεντρωτική αντίληψη ολίγων μόνο «αρμοδίων». Η πρόβλεψη πάλι στο Άρθρο 25, παράγραφος 1 της δυνατότητας η αρμοδιότητα της εποπτείας να ανατίθεται από τους λίγους, συγκεντρωτικούς φορείς του Άρθρου 13 π.χ. στις κοινωνικές υπηρεσίες των ΟΤΑ Α βαθμού δεν λύνει καθόλου το πρόβλημα και έρχεται μάλλον προς επίρρωση του προβληματισμού του κριτικού σημείου του ανά χείρας εγγράφου αμέσως παραπάνω. Αν δηλαδή όντως υπάρχει η αναγνώριση ότι η ανάθεση σε τόσους λίγους δεν επαρκεί (και φυσικά πώς να επαρκέσει όταν με τις προβλέψεις του Άρθρου 13) τότε γιατί ο νομοθέτης δεν έχει την τόλμη να προβλέψει το αυτονόητο, ήτοι να επεκτείνει την αρμοδιότητα της εποπτείας της αναδοχής στις κοινωνικές υπηρεσίες των ΟΤΑ Α βαθμού; Στην πραγματικότητα η επέκταση όφειλε μάλλον να συμπεριλάβει πολύ περισσότερες από τις υφιστάμενες κοινωνικές υπηρεσίες του στενότερου και ευρύτερου δημοσίου τομέα. Οι δε πρόνοιες της παραγράφου 1 του Άρθρου 25 δημιουργούν την υπόνοια πως μάλλον οι συντάκτες του παρόντος Σ/Ν είχαν υπόψη τους την πραγματικότητα και την αναπαραγωγή των προβλημάτων που συντηρεί το Άρθρο 13 και επιχείρησαν τοιουτοτρόπως να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις ή να αποφύγουν αντί αντιμετωπίσουν τα προβλήματα. Ποιοι θα είναι αυτοί οι «ιδιώτες κοινωνικοί λειτουργοί» μένει αδιευκρίνιστο. Και εν πάση περιπτώσει μένει ακατανόητο γιατί υφιστάμενες κοινωνικές υπηρεσίες του δημοσίου τομέα με μόνιμα στελέχη κοινωνικούς λειτουργούς κρίνονται πως δεν πρέπει να συμπεριληφθούν στους αρμόδιους του Άρθρου 13 ενόσω «ιδιώτες» εγγεγραμμένοι σε κάποιο «ειδικό κατάλογο» του επαγγελματικού τους συλλόγου κρίνονται ικανοί. Επεκτείνοντας αυτό τον συλλογισμό θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν τυχόν κοινωνικοί λειτουργοί με πολύχρονη εμπειρία και πιστοποιημένες σχετικές δεξιότητες που υπηρετούν σε δημόσιους φορείς άλλους των προνοιών του Άρθρου 13 θα μπορούσαν να ζητήσουν σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Σ/Ν να συμπεριληφθούν και αυτοί στον «ειδικό κατάλογο» του ΣΚΛΕ και με ποιο σκεπτικό θα αποκλείονται από αυτό το δικαίωμα. Πέραν αυτών όμως, η ανάθεση σε ιδιώτες δημιουργεί μια σειρά προβληματισμούς από πλευράς τεχνικής-σχεδιαστικής αλλά και προσανατολισμού της ασκούμενης κοινωνικής πολιτικής. Τεχνικά είναι πρόδηλη η ανεπάρκεια οποιουδήποτε σχετικού μηχανισμού να ελέγξει την ποιότητα των δεξιοτήτων των προς εγγραφή στον όποιο «ειδικό κατάλογο». Ως εκ τούτου οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι απεριόριστοι και οι δυνατότητες ελέγχου ενός τέτοιου «συστήματος» πρακτικά ανύπαρκτες με ρεαλιστικούς όρους. Σημειωτέον ότι η τοποθέτηση ενός παιδιού σε ανάδοχο δεν μπορεί να νοείται ως διαδικασία η οποία επιδέχεται μόνο εκ των υστέρων κατασταλτικό έλεγχο ή δίωξη των όσων την πιστοποίησαν: η φύση της εν λόγω ενέργειας καθιστά απαραίτητη την ύπαρξη και λειτουργία διαρκών συστημάτων ελέγχου και με αρμοδιότητα παρέμβασης. Από πλευράς κοινωνικής πολιτικής η πρόνοια αυτή ως ιδιωτικοποίηση της λειτουργίας της κοινωνικής έρευνας και περιορισμό των δημοσίων κοινωνικών υπηρεσιών σε ένα ρόλο «κράτους-στρατηγείου» που απλώς επιβλέπει αναθέσεις σε ιδιώτες είναι προβλέψιμο πως θα επιφέρει αφενός την επέκταση παρόμοιων αναθέσεων και σε άλλες περιπτώσεις κοινωνικής έρευνας ή παρέμβασης και αφετέρου πως θα συντελέσει (ομού με τις παρατεταμένες συνθήκες λιτότητας στον δημόσιο τομέα) στο να απορφανιστεί έτι περαιτέρω ο κοινωνικός τομέας από στελεχιακό δυναμικό.