Αρχική «Ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας: διατάξεις για την πρόληψη και αντιμετώπιση περιστατικών κακοποίησης και παραμέλησης ανηλίκων...»Άρθρο 07 Υποβολή δεδομένων στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Ε.Κ.Κ.Α.)Σχόλιο του χρήστη Νικολαΐδης Γιώργος | 3 Σεπτεμβρίου 2021, 15:20
Όπως ήδη γνωρίζετε ο φορέας μας, το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού (ερευνητικό ινστιτούτο του Υπουργείου Υγείας) ως επικεφαλής εταιρικών σχημάτων με συμμετοχή φορέων είτε ακαδημαϊκών είτε κυβερνητικών είτε μη-κυβερνητικών από πάνω από 8 διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες αλλά και εμπειρογνωμόνων με εξειδίκευση στο ιδιαίτερο θέμα της συλλογής και καταγραφής δεδομένων στην πεδίο της παιδικής προστασίας από πάνω από 25 διαφορετικές χώρες και με συντονιστή- εταίρο τον φορέα μας το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, στα πλαίσια των χρηματοδοτούμενων από την Γενική Διεύθυνση Δικαιοσύνης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έργων “Coordinated Response to Child Abuse and Neglect (CAN) via Minimum Data Set (MDS)” (DAPHNE, JUST/2011-2012/DAP/AG/3250) και “Coordinated Response to Child Abuse and Neglect (CAN) via Minimum Data Set (MDS)- CAN-MDS II” (REC-RDAP-GBV-AG-2017 SEP-210473437) έχει ήδη αναπτύξει ένα πρότυπο σύστημα διακλαδικής – διατομεακής καταγραφής δεδομένων αναφορικά με τα περιστατικά κακοποίησης – παραμέλησης που έρχονται σε γνώση όλων των φορέων των τομέων της πρόνοιας, υγείας και ψυχικής υγείας, δικαιοσύνης, προστασίας του πολίτη και εκπαίδευσης του κυβερνητικού και μη κυβερνητικού χώρου. Το προαναφερθέν σύστημα, ήτοι το CAN-MDS, έχει όχι μόνο σχεδιαστεί, αλλά και εφαρμοστεί και συνεχίζει να λειτουργεί σε μια σειρά από Ευρωπαϊκές χώρες καταγράφοντας πληροφορία για περιστατικά που διαχειρίζονται φορείς που ανήκουν σε άλλοτε άλλους τομείς, φιλοδοξώντας έτσι να συνεισφέρει στην ενοποίηση των καταγραφών, την διαθεσιμότητα αλλά και την συγκρισιμότητα των τηρούμενων στοιχείων ανά την Ευρώπη αλλά και εσωτερικά σε κάθε χώρα θέτοντας τέλος στην αποσπασματικότητα των καταγραφών και στην ασυμβατότητα των μεθοδολογιών καταγραφής που άλλοτε άλλοι φορείς, άλλοτε άλλων τομέων σε άλλοτε άλλες χώρες σήμερα εξακολουθούν να ακολουθούν δυστυχώς εισέτι. Το σύστημα επιδημιολογικής επιτήρησης CAN-MDS έτσι όπως έχει αναπτυχθεί στα χρόνια που πέρασαν έχει αναγνωρισθεί ως καλή πρακτική διεθνώς με θετικές αναφορές στην επιστημονική του αρτιότητα αλλά και συνακόλουθες εκκλήσεις στις κυβερνήσεις για την υιοθέτηση και εφαρμογή του σε κείμενα διακρατικών οργανισμών όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, η Επιτροπή για την εφαρμογή της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού του Ο.Η.Ε. κ.α., επιστημονικών εταιρειών όπως η ISPCAN κ.ά., γεγονός που αποδεικνύει την κοινωνική του ωφελιμότητα και την μεθοδολογική του επάρκεια. Το επιδημιολογικό σύστημα καταγραφής κρουσμάτων κακοποίησης – παραμέλησης παιδιών CAN-MDS διατίθεται προσαρμοσμένο και στα Ελληνικά δεδομένα και όσον αφορά στον σχεδιασμό και την δομή του, και στο λειτουργικό – πληροφορικό του και στα συνοδευτικά αναγκαία υλικά του (οδηγούς εκπαίδευσης χρηστών, manual λειτουργίας κ.λπ.) και είναι διαθέσιμα και διαδικτυακά στην διεύθυνση: http://www.can-via-mds.eu/ όπου κανείς μπορεί εκτός των υλικών κ.λπ. να χρησιμοποιήσει δοκιμαστικά και την ίδια την ψηφιακή εφαρμογή του συστήματος. Το σύστημα CAN-MDS ήδη λειτουργεί και σε αυτό καταγράφει περιστατικά ένας ολοένα και αυξανόμενος αριθμός φορέων και επαγγελματιών. Παράλληλα, διατίθεται σε ειδικά διαμορφωμένη διαδικτυακή εφαρμογή (https://canmds.talentlms.com/) πρόγραμμα ασύγχρονης εκπαίδευσης επαγγελματιών στην χρήση του εν λόγω συστήματος καταγραφής και επιδημιολογικής επιτήρησης κρουσμάτων, πρόγραμμα το οποίο έχουν ήδη παρακολουθήσει και ολοκληρώσει επιτυχώς πάνω από εκατό επαγγελματίες πάνω από 60 διαφορετικών φορέων των τομέων της πρόνοιας, της υγείας, της ψυχικής υγείας κ.ο.κ.). Για την έναρξη λειτουργίας του συστήματος CAN-MDS λειτουργεί Διατομεακή Εποπτική Επιτροπή για την Προώθηση της Επιδημιολογικής Επιτήρησης της Κακοποίησης-Παραμέλησης Παιδιών στην Ελλάδα με συμμετοχή όλων των μείζονων φορέων που εμπλέκονται στην διαχείριση περιστατικών κακοποίησης – παραμέλησης παιδιών στην χώρα μας, συμπεριλαμβανόμενου του Υπουργείου Εργασίας αλλά και του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης λόγω του εθνικής εμβέλειας θεσμικού του ρόλου. Στην τελευταία, δε, συνεδρίαση της εν λόγω Εποπτικής Επιτροπής διαπιστώθηκε η ομόθυμη πρόθεση όλων των μελών της για συνέχιση της λειτουργίας του συστήματος και επέκταση του αναφορικά με την σταδιακή προσχώρηση και επιπρόσθετων φορέων στο συλλογικό αυτό εγχείρημα. Δεδομένων, λοιπόν, όλων των ανωτέρω, με έκπληξη και εύλογο προβληματισμό πληροφορηθήκαμε ότι στο προαναφερθέν Σχέδιο Νόμου υπό δημόσια διαβούλευση που δόθηκε στην δημοσιότητα προ ολίγων ημερών περιλαμβάνεται άρθρο (Άρθρο 1) το οποίο προβλέπει την ab ovo δημιουργία μηχανισμού με την επωνυμία «Εθνικό Σύστημα Καταγραφής και Παρακολούθησης Αναφορών» του οποίου ο ορισμός αποσαφηνίζει πως είναι «ο συντονιστικός μηχανισμός, στον οποίο γίνεται καταγραφή, με τη μορφή ανωνυμοποιημένων δεδομένων, όλων των γνωστοποιήσεων περιστατικών κακοποίησης ανηλίκων που υποβάλλονται από τους Φορείς Παιδικής Προστασίας» αλλά και άρθρου (Άρθρο 7) στο οποίο καθίσταται σαφές ότι ο εν λόγω μηχανισμός ΘΑ αναπτυχθεί από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (παράγραφος 1) και το οποίο (παράγραφος 2) ΘΑ «λειτουργεί και διαχειρίζεται πληροφοριακό σύστημα, στο οποίο ειδικώς εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοί του και οι Υπεύθυνοι Προστασίας Ανηλίκων των Φορέων Παιδικής Προστασίας καταχωρούν δεδομένα, αναφορές περιστατικών κακοποίησης και στατιστικά στοιχεία, που αφορούν σε πολιτικές αντιμετώπισης της κακοποίησης ανηλίκων, με σκοπό τη δημιουργία βάσης δεδομένων, την εξαγωγή στατιστικών στοιχείων, την παρακολούθηση της εφαρμογής των σχετικών πολιτικών και την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των συναφών παρεμβάσεων». Οι απορίες και οι προβληματισμοί που δημιουργούν οι ως άνω προτεινόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις δεν είναι λίγες: • Ποια η σκοπιμότητα την στιγμή που εξελίσσεται μια προσπάθεια διακλαδικού – διατομεακού συντονισμού όλων των εμπλεκόμενων φορέων όλων των εμπλεκόμενων Υπουργείων σε ένα υπαρκτό, ήδη διαθέσιμο, επιστημονικά άρτιο και λειτουργικό σύστημα να επισπευστεί η εισαγωγή μιας νομοθετικής ρύθμισης που θα προβλέπει ότι ένας άλλος φορέας (επίσης του δημοσίου, όπως και το Ι.Υ.Π.) ΘΑ δημιουργήσει στο μέλλον ένα άλλο (καινούργιο;) σύστημα καταγραφής; • Ποια η σκοπιμότητα την στιγμή που γίνεται μια προσπάθεια να ενταχθούν όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς σε μια ενιαία πλατφόρμα και να υιοθετήσουν ενιαία μεθοδολογία καταγραφής και επεξεργασίας της πληροφορίας σχετικά με τα καταγραφόμενα κρούσματα, ένα και μόνο Υπουργείο να επιλέξει αίφνης να δημιουργήσει ένα δικό του, ξεχωριστό καταγραφικό σύστημα (το οποίο μάλιστα σπεύδει να ονομάσει «Εθνικό Σύστημα Καταγραφής και Παρακολούθησης Αναφορών» παρότι είναι δεδομένο ότι όποτε και αν τυχόν ένα τέτοιο επιμέρους σύστημα αναπτυχθεί θα μπορέσει να καταγράψει και παρακολουθεί μόνο μικρό μέρος των περιστατικών κακοποίησης – παραμέλησης παιδιών που γίνονται γνωστά στους διάφορους εμπλεκόμενους φορείς: οι φορείς ευθύνης και εποπτείας του Υπουργείου Εργασίας, ήτοι τα ιδρύματα, οι παιδικές κατασκηνώσεις, τα ΚΔΑΠ και οι βρεφονηπιακοί σταθμοί διαχειρίζονται μικρό μόνο μέρος των αναφορών ετησίως ενώ άλλοι πολύ σημαντικότεροι φορείς όσον αφορά στον όγκο των γνωστοποιούμενων σε αυτούς περιστατικών προφανώς δεν μπορούν να ενταχθούν στο «Εθνικό» αυτό σύστημα ανήκοντες στην ευθύνη άλλων Υπουργείων όπως π.χ. οι κοινωνικές υπηρεσίες των Ο.Τ.Α., οι Εισαγγελίες, η Ελληνική Αστυνομία ή οι υπηρεσίες σωματικής και ψυχικής υγείας για παιδιά και εφήβους ή στον χώρο της κοινωνίας των πολιτών όπως ΜΚΟ, η εθνική SOS τηλεφωνική γραμμή κ.ο.κ.); • Γιατί εν τέλει θα πρέπει να διαιωνίζεται να αναπαράγεται μια πρακτική αποσπασματικότητας στην δημόσια διοίκηση και άρνησης στην αναγκαία όσο ποτέ διακλαδική – διατομεακή συνεργασία; Σημειωτέο ότι και στην διεθνή εμπειρία έχει φανεί (πράγμα που αντικατοπτρίζεται και σε πλήθος ανασκοπήσεων και αναφορών διακρατικών οργανώσεων και οργανισμών) ότι στο πεδίο της συλλογής δεδομένων αναφορικά με τα κρούσματα κακοποίησης – παραμέλησης των παιδιών, η ανάπτυξη ξεχωριστών καταγραφικών συστημάτων, μεθοδολογιών και πρακτικών σε κάθε διακριτό τομέα ΟΥΔΟΛΩΣ διευκολύνει αλλά ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ ΔΥΣΧΕΡΑΙΝΕΙ την επιθυμητή ανάπτυξη ενός όντως «εθνικού» μηχανισμού καταγραφής, ήτοι ενός μηχανισμού που να μπορεί να συλλέγει και ανταλλάσσει πληροφορία για αναφερόμενα κρούσματα από το σύνολο των τόσο διαφορετικών μεταξύ τους φορέων σε όποιον τομέα κι αν ανήκουν αυτοί… Στην βάση όλων των προαναφερθέντων προβληματισμών αλλά και εμπιστευόμενοι την προσήλωσή σας στην διεύρυνση του πλαισίου προστασίας των παιδιών στην χώρα μας αλλά και στην ανάγκη εκσυγχρονισμού της ελληνικής δημόσιας διοίκησης με εισαγωγή σε αυτήν οριζόντιων και διακλαδικών – διατομεακών μηχανισμών και θεσμών, θεωρούμε ότι θα πρέπει το πνεύμα και το γράμμα των συγκεκριμένων ρυθμίσεων να γίνει αντικείμενο επανεξέτασης από πλευράς σας. Διατηρούμε, δε, την πεποίθηση πως οι εύλογοι προβληματισμοί και ανησυχίες για τα οποία οι σε δημόσια διαβούλευση συγκεκριμένες διατυπώσεις δίνουν έναυσμα θα μπορέσουν ίσως να αντιμετωπιστούν κριτικά στο βαθμό που όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουμε κοινές αφετηρίες και στοχεύσεις στο πεδίο του εκσυγχρονισμού της παιδικής προστασίας στην χώρα μας.