Αρχική Δουλειές Ξανά:Αναδιοργάνωση Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης και ψηφιοποίηση των υπηρεσιών της, αναβάθμιση δεξιοτήτων εργατικού δυναμικού και διάγνωσης των αναγκών εργασίας και άλλες διατάξειςΆρθρο 38 Πλαίσιο αξιολόγησης και λογοδοσίας επιλέξιμων παρόχων επιδοτούμενης συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισηςΣχόλιο του χρήστη ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ | 29 Μαρτίου 2022, 14:26
Η επιλεξιμότητα των παρόχων κατάρτισης και το μητρώο επιλέξιμων παρόχων Σύμφωνα με το ισχύον νομικό πλαίσιο, ως προς τις εισροές τους τα ΚΔΒΜ αξιολογούνται για τις κτιριακές και τεχνολογικές υποδομές τους, για τους εκπαιδευτές που επιλέγουν, για τα προγράμματα που σχεδιάζουν σε αντιστοίχιση με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας σε δεξιότητες, αλλά και τις εκπαιδευτικές ανάγκες των συμμετεχόντων, για την ποιότητα και επάρκεια υποδομών οργάνωσης και παρακολούθησης των σχετικών δράσεων και επιμέρους δραστηριοτήτων, ως προς τη χρήση κατάλληλων μεθόδων και τεχνικών εκπαίδευσης ενηλίκων. Περαιτέρω, ως προς τις εκροές των ΚΔΒΜ αξιολογούνται τα προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα των καταρτισθέντων και τα αποτελέσματα πιστοποίησής τους. Ειδικότερα ως προς τη συμβουλευτική και τον επαγγελματικό προσανατολισμό, εισροές αποτελούν, η παρουσίαση ειδικοτήτων και δεξιοτήτων για τις οποίες εκδηλώνονται συγκεκριμένες ανάγκες της αγοράς εργασίας, σε σύνδεση με τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα /έργα που συμμετέχουν, η σύνδεση των αναγκών με μαθησιακούς στόχους και προσόντα που δύνανται να αποκτήσουν από τη συμμετοχή τους σε αυτά, καθώς και η διαδικασία υποστήριξης στη λήψη αποφάσεων σχετικά με την επιλογή εξειδικευμένων τεχνικών δεξιοτήτων ή οριζόντιων, αναλόγως του είδους των διαθέσιμων προγραμμάτων και του ατομικού σχεδίου δράσης τους, με σκοπό την απασχόληση ή την σταδιοδρομία. Επίσης, αξιολογούνται οι επιλογές ως προς τα προγράμματα που συμμετέχουν και η απόδοσή τους σε επίπεδο μαθησιακών αποτελεσμάτων, σε σύνδεση με το ατομικό σχέδιο δράσης και τις επιμέρους δραστηριότητές τους για απασχόληση και καριέρα. Η δε εξεύρεση απασχόλησης των καταρτισθέντων, παρά το ότι συνιστά παράμετρο κρίσιμη για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των δράσεων ΣΕΚ, είναι υπηρεσία εκτός του ισχύοντος νομικού και θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των ΚΔΒΜ, άρα δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο επιλογής ενός παρόχου για την συμμετοχή του σε δράσεις ΣΕΚ. Εξάλλου, το συγκεκριμένο κριτήριο –ορόσημο δεν ανάγεται καθόλου και ούτε κατά αντικειμενικό τρόπο στην αποκλειστική ευθύνη ενός παρόχου κατάρτισης, καθόσον συναρτάται με εξωγενείς, εκτός της σφαίρας επιρροής των παρόχων παράγοντες, όπως η αποτελεσματική διάγνωση αναγκών της αγοράς εργασίας, σε συνάρτηση με την πρωτογενή πληροφορία που πρέπει να παρέχουν οι ίδιοι οι εργοδότες στο σύστημα, ο καθορισμός των αντικειμένων και ο ενγένει σχεδιασμός των προγραμμάτων, η κατάσταση της οικονομίας σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, κ.α. Ωστόσο, αυτό που χρειάζεται να επισημανθεί, είναι ότι η επίτευξη των μαθησιακών αποτελεσμάτων σχετίζεται με την απασχολησιμότητα, δηλαδή με την απόκτηση γνώσεων και προσόντων που επιτρέπουν την προσαρμογή των καταρτισθέντων στις ανάγκες της αγοράς εργασίας, αυξάνοντας τις πιθανότητές τους να βρουν δουλειά. Όμως η δικτύωση των καταρτισθέντων με επιχειρήσεις και εργοδότες, με σκοπό και αποτέλεσμα την πρόσληψη, είναι μια εντελώς διαφορετική υπηρεσία που παρέχεται ή οφείλει να παρέχεται – όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες της Ε.Ε – από τις Δημόσιες Αρχές Απασχόλησης, όπως είναι για την Ελλάδα ο ΟΑΕΔ/Δ.ΥΠ.Α. Στις δε περιπτώσεις διαμεσολάβησης, χωρίς τη συμμετοχή Δημόσιας Αρχής, αλλά με την εποπτεία της, σχετική αδειοδότηση και αρμοδιότητα έχουν Ιδιωτικές εταιρείες υπηρεσιών ευρέσεως εργασίας που δραστηριοποιούνται, με βάση το οικείο θεσμικό πλαίσιο, με προκαθορισμένες ενέργειες και αμοιβές για κάθε τοποθέτηση – πρόσληψη, με έξοδα των ενδιαφερομένων μερών ή ακόμα και του ΟΑΕΔ/Δ.ΥΠ.Α. ως κατεξοχήν αρμόδιου φορέα, για το σχετικό προσδιορισμό του είδους, του περιεχομένου και του αποτελέσματος αυτής της Υπηρεσίας. Αναφορικά δε με το ορόσημο του εδαφίου α της παρ. 2 του άρθρου 38, που αφορά στην εξεύρεση εργασίας από πλευράς των εργαζομένων, είναι εντελώς εκτός της λογικής και της σκοπιμότητας της ΣΕΚ αναφορικά για τους εργαζόμενους. Ως εκ των ανωτέρω, το σχετικό ορόσημο πρέπει να απαλειφθεί, καθώς ο στόχος της ΣΕΚ εργαζομένων δεν είναι η εύρεση νέας εργασίας, αλλά: • Η κατάρτιση στα αντικείμενα εργασίας τους για την αναβάθμιση ή προσαρμογή των δεξιοτήτων τους στις τρέχουσες και μελλοντικές ανάγκες της αγοράς εργασίας, προκειμένου να μην απειληθούν με ανεργία • Η κατάρτιση στα αντικείμενα εργασίας που συνδέονται με την εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους και ενδεχόμενη αλλαγή θέσης εργασίας εντός ή εκτός επιχείρησης, στο πλαίσιο της ειδικότητας που απασχολούνται • Η κατάρτιση σε διαφορετικά θεματικά αντικείμενα, με στόχο την επανειδίκευση και αλλαγή θέσης εργασίας εντός ή εκτός επιχείρησης που απασχολούνται • Η κατάρτιση σε οριζόντιες δεξιότητες που απαιτούνται εντός ή εκτός επιχείρησης στη θέση εργασίας που απασχολούνται ή πρόκειται να απασχοληθούν • Η κατάρτιση που συνδέεται με νέα καθήκοντα στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της επιχείρησης στην οποία απασχολούνται ή και την αναβάθμιση της θέσης εργασίας • Η κατάρτιση σε νέες εξειδικευμένες ή οριζόντιες δεξιότητες που προωθούν την κινητικότητά τους εκτός επιχείρησης στην οποία απασχολούνται και ανακατευθύνουν τη σταδιοδρομία τους. Με βάση τα παραπάνω, ορόσημο επιδόσεων από τη συμμετοχή εργαζομένων στη ΣΕΚ, θα πρέπει να αποτελεί η ποιοτική κατάρτιση και η επίτευξη των μαθησιακών στόχων – αποτελεσμάτων εκάστου προγράμματος ή έργου ΣΕΚ που εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες επαγγελματικών και εργασιακών στόχων των εργαζομένων καταρτιζομένων και συμβάλλει στην επίτευξή τους. Επιπροσθέτως, οι προϋποθέσεις αναφορικά με την θετική αξιολόγηση από τουλάχιστον το ογδόντα τοις εκατό (80%) των καταρτισθέντων και αντίστοιχα την πιστοποίηση τουλάχιστον του ογδόντα τοις εκατό (80%) των καταρτισθέντων που έχουν περαιώσει την παρακολούθηση του προγράμματος, καταρχήν συναρτώνται άμεσα με τις υπηρεσίες που παρέχουν τα ΚΔΒΜ. Ωστόσο, στη μεν πρώτη περίπτωση, αυτή της αξιολόγησης βάσει της άποψης των καταρτισθέντων, είναι προφανές ότι το κριτήριο που τίθεται πάσχει αντικειμενικότητας, είναι υποκειμενικό και δημιουργεί γόνιμο έδαφος για εξαρτήσεις, καταχρηστικές συμπεριφορές και από τις δύο πλευρές, χωρίς τελικά να εκπληρώνει τον επιδιωκόμενο σκοπό για τον οποίο τίθεται. Παρόλο που επιδίωξη της Πολιτείας αποτελεί η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποσύνδεση του εκπαιδευτικού επιδόματος από κίνητρο συμμετοχής στη ΣΕΚ, στη χώρα μας μια τέτοια κουλτούρα δεν έχει ακόμα εμπεδωθεί, όπως αποδεικνύεται από πληθώρα σχετικών μελετών, που καταδεικνύουν την περιορισμένη συμμετοχή των πολιτών σε ανάλογες δράσεις. Ωστόσο, η εμπειρία έχει καταδείξει ότι οι ενήλικοι προσέρχονται στην κατάρτιση με διαφορετικές προσδοκίες και στόχους, που πολλές φορές δεν περιλαμβάνουν τα μαθησιακά αποτελέσματα. Επομένως σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όσο πιο χαλαρές είναι οι διαδικασίες εμπλοκής τους στις μαθησιακές δραστηριότητες, τόσο πιο εύκολα εξυπηρετείται η παραμονή τους στα προγράμματα, χωρίς ιδιαίτερες υποχρεώσεις και καθήκοντα. Επομένως γίνεται κατανοητό ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, ο βαθμός αξιολόγησης του Παρόχου είναι αντιστρόφως ανάλογος με το ενδιαφέρον, τις προβλεπόμενες δραστηριότητες που υιοθετεί, το πλαίσιο λειτουργίας και οργάνωσης που στο πλαίσιο ποιοτικών εκπαιδευτικών υπηρεσιών οδηγούν στην επίτευξη των μαθησιακών στόχων. Συνεπώς, για να υπάρξει ένα ασφαλές και αξιόπιστο αποτέλεσμα αξιολόγησης του παρόχου από τον καταρτιζόμενο, θα πρέπει με κάποιο τρόπο, αυτό να συνδεθεί με την αξιολόγηση της συμμετοχής του στο πρόγραμμα και το βαθμό επίτευξης μαθησιακών αποτελεσμάτων, όπως αυτά αξιολογούνται από τους εκπαιδευτές κατά την εξέλιξη της εκπαιδευτικής διεργασίας, αλλά και από τα αποτελέσματά τους στις εξετάσεις πιστοποίησης. Με βάση τα παραπάνω, το κριτήριο επίδοσης θα μπορούσε να διαμορφωθεί με προϋποθέσεις που αφορούν: α) στον ελάχιστο δείκτη μέσου όρου του επιπέδου ικανοποιητικής αξιολόγησης από 80% σε 50% β) στη συσχέτιση της αξιολόγησης του παρόχου, με επιπλέον κριτήρια αξιολόγησης του σχεδιασμού, υλοποίησης και παρακολούθησης του προγράμματος, που βαθμολογούνται από καταρτιζόμενους και εκπαιδευτές, γ) με τις επιδόσεις τους στη διάρκεια του προγράμματος, αλλά και των αποτελεσμάτων πιστοποίησης. Σε κάθε όμως περίπτωση, το συγκεκριμένο κριτήριο δεν δύναται να συνιστά κριτήριο on- off για την είσοδο ενός παρόχου σε μια διαδικασία επιλογής, ει μη μόνον ως κριτήριο αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας του παρόχου στα πλαίσια μιας διαδικασίας βελτίωσης της ποιότητας στη ΣΕΚ. Θεωρούμε, άλλωστε, ότι η ένταξη των κριτηρίων με τη μορφή που προτείνουμε, στο πλαίσιο αξιολόγησης, και όχι κατ’ ουσίαν εκ νέου αδειοδότησης, έχει υιοθετηθεί με επιτυχία στο παρελθόν. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η Κοινή Απόφαση Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με αρ. 111384/2003 περί του Συστήματος Παρακολούθησης & Αξιολόγησης των Κ.Ε.Κ. (νυν ΚΔΒΜ), ως ένα ολοκληρωμένο σύστημα μεθόδων, διαδικασιών, κριτηρίων και ενεργειών που αποσκοπούν στον έλεγχο της τήρησης των κριτηρίων, των όρων και των στοιχείων πιστοποίησης, καθώς και στην παρακολούθηση και αξιολόγηση της λειτουργίας των Κ.Ε.Κ. και της αποτελεσματικότητας των υλοποιούμενων δράσεων τους. Στη δε δεύτερη περίπτωση, δηλαδή του κριτηρίου που άπτεται του ποσοστού- και μάλιστα υψηλού (80%) των πιστοποιηθέντων, παρά το ότι αποτελεί έναν δείκτη αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων ΣΕΚ, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι κριτήριο επιλογής (άρα on-οff) και μάλιστα σε τόσο υψηλό ποσοστό (80%) ενός παρόχου, διότι η επιτυχία στις εξετάσεις πιστοποίησης συναρτάται έμμεσα με το περιεχόμενο του εκπαιδευτικού προγράμματος, το οποίο μάλιστα στην πλειονότητα των περιπτώσεων είναι προκαθορισμένο από τους Φορείς Ανάθεσης των προγραμμάτων κατάρτισης, και κυρίως αυτόν καθαυτόν τον φορέα κατάρτισης, αλλά κυρίως αποτελεί άμεση συνάρτηση και άλλων παραγόντων, εξατομικευμένων ανά συμμετέχοντα, όπως ο βαθμός ικανότητας ενός εκάστου εξεταζόμενου. Ωστόσο, σε διεθνές επίπεδο και ανάλογα με τις προϋποθέσεις κάθε σχήματος πιστοποίησης σε γνώσεις και ικανότητες, υπάρχει και διαφορετικός βαθμός δυσκολίας στις εξετάσεις που συνήθως συνδέεται με το βαθμό δυσκολίας του περιεχομένου και του επιπέδου Πιστοποίησης προσόντων, π.χ. βασικό, ενδιάμεσο, υψηλό κλπ. Γι’ αυτό και από τους περισσότερους Διεθνείς πιστοποιητικούς φορείς, γίνεται αναφορά σε προαπαιτούμενα, για να επιτευχθεί επιτυχία στις εξετάσεις. Επομένως ο δείκτης επίτευξης αποτελεσμάτων και επιδόσεων των παρόχων στην πιστοποίηση με ελάχιστο ποσοστό επιτυχίας το 80% είναι απολύτως υπερβολικός και μη ρεαλιστικός στόχος, ιδιαίτερα όσον αφορά στον πάροχο και όχι ευθέως στον καταρτιζόμενο που προσέρχεται στις εξετάσεις, με το δικό του απόθεμα δεξιοτήτων που προϋποθέτει η συγκεκριμένη πιστοποίηση (προηγούμενη σχετική εμπειρία και ικανότητα), με το δικό του βαθμό εμπλοκής στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες ατομικού και ομαδικού χαρακτήρα, με τη δική του προσωπική αξία και ικανότητα που κρίνει το τελικό αποτέλεσμα των προσπαθειών του. Άλλωστε αυτό το υψηλό ποσοστό βάσης για την Πιστοποίηση Προσώπων (80% min) αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για την επιλογή σημαντικών αλλά απαιτητικών πιστοποιητικών που θα μπορούσαν να έχουν θετική συμβολή στην απασχόληση και σταδιοδρομία των καταρτιζομένων. Αντίθετα μπορεί να οδηγήσει στη διαμόρφωση και έγκριση σχημάτων χαμηλών επιδόσεων, εκπαιδευτικών υπηρεσιών χαμηλής προστιθέμενης αξίας και κυρίως πιστοποιήσεων περιορισμένου αντικρίσματος στην αγορά εργασίας για τον καταρτισθέντα. Με βάση τα παραπάνω, προτείνουμε την αναπροσαρμογή του κριτηρίου επίδοσης ως προς την πιστοποίηση προσώπων, με μειωμένο συντελεστή βάσης στο 30%, που θα αντιστοιχεί σε ικανοποιητικό επίπεδο αποτελέσματος, ενώ οι λοιπές διαβαθμίσεις να έχουν ως εξής: 31%-50% Καλό επίπεδο 51%-80% Πολύ καλό επίπεδο 80% και άνω Άριστο επίπεδο. Σε κάθε δε περίπτωση, επισημαίνεται εκ νέου ότι όλα τα προαναφερθέντα κριτήρια δεν δύνανται να αποτελούν κριτήριο εισόδου, με όρους αντίστοιχους της αδειοδότησης των φορέων, που δύνανται να οδηγούν στην διακοπή της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, σε περίπτωση βαθμολογίας κάτω του 3, αλλά κριτήριο ποιοτικής αξιολόγησης και μόνον. Επιπλέον, οι ως άνω προβλέψεις βρίσκονται σε αντιδιαστολή με τις προβλέψεις του Κεφαλαίου Θ του ν. 4763/2020, αναφορικά με το πλαίσιο αδειοδότησης και ελέγχου των ΚΔΒΜ, αυτό καθαυτό, αλλά και εγείρουν ζητήματα συμβατότητας με το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού. Τούτο, διότι, ακυρώνουν εν τοις πράγμασι την αρμοδιότητα του Υπουργείου Παιδείας για την ελάχιστη προϋπόθεση συμμετοχής (αδειοδότηση), συγχέοντας το δικαίωμα συμμετοχής του αδειοδοτημένου ΚΔΒΜ στο Μητρώο, με τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής, τα οποία προφανώς ο εκάστοτε Δικαιούχος δύναται να ορίζει, τόσο στα πλαίσια μιας δημόσιας σύμβασης, όσο και άλλων διαδικασιών, με στόχο την συμμετοχή των περισσότερο «κατάλληλων» παρόχων κατάρτισης για την αποτελεσματικότερη και ποιοτικότερη εκτέλεση της υπό ανάθεση υπηρεσίας. Εξάλλου, δημιουργούνται πλείστα όσα ζητήματα αξιοκρατίας και νόθευσης του ανταγωνισμού, στο μέτρο που η προβλεπόμενη αξιολόγηση ως κριτήριο συμμετοχής στο Μητρώο, θέτει κριτήρια που δεν συνδέονται με την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας, αλλά με ορόσημα άσχετα με τη φύση, το σκοπό και τη λειτουργία των Κ.Δ.Β.Μ., παραβιάζει την αρχή της αξιοκρατίας και της σταδιοδρομίας του καθενός, ως ειδικότερη έκφανση της προσωπικής του αξίας και ικανότητας (άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντάγματος) και δημιουργεί όρους υπέρμετρου περιορισμού του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων. Ακόμα δε, στην περίπτωση που η επίμαχη πρόβλεψη του άρθρου 36 παρ.2β σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 38, δύναται να θεωρηθεί ως μια ιδιότυπη κατηγορία «κριτηρίων επιλογής», εγείρονται σοβαρότατα νομικά ζητήματα σε σχέση με τις ισχύουσες εθνικές και ενωσιακές διατάξεις του ν. 4412/2016, περί δημοσίων συμβάσεων και επικουρικά με τις προβλέψεις της Εγκυκλίου για το Πλαίσιο Ποιοτικών Προδιαγραφών Προγραμμάτων ΣΕΚ. Ειδικότερα: Στο άρθρο 75 παρ.1 του Ν. 4412/2016 (άρθρο 58 της Οδηγίας 2014/24 ΕΕ), ως ισχύει, προβλέπεται ότι: «1. Τα κριτήρια επιλογής μπορεί να αφορούν: α) την καταλληλότητα για την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας, β) την οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια, γ) την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να επιβάλλουν στους οικονομικούς φορείς ως απαιτήσεις συμμετοχής μόνο τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4. Οι αναθέτουσες αρχές περιορίζουν τις όποιες απαιτήσεις συμμετοχής σε εκείνες που είναι απαραίτητες, ώστε να διασφαλίζεται ότι ο υποψήφιος ή ο προσφέρων διαθέτει τις εκ του νόμου απαιτούμενες προϋποθέσεις, τις χρηματοοικονομικές δυνατότητες, καθώς και τις τεχνικές και επαγγελματικές ικανότητες για την εκτέλεση της υπό ανάθεση σύμβασης. Όλες οι απαιτήσεις σχετίζονται και είναι ανάλογες με το αντικείμενο της σύμβασης». Στο πλαίσιο του ως άνω άρθρου, γίνεται δεκτό ότι οι Αναθέτουσες Αρχές περιορίζουν τις απαιτήσεις συμμετοχής σε εκείνες που είναι απαραίτητες ώστε να διασφαλίζεται ότι ο υποψήφιος οικονομικός φορέας διαθέτει τις εκ του νόμου απαιτούμενες προϋποθέσεις, τις χρηματοοικονομικές δυνατότητες, καθώς και τις τεχνικές και επαγγελματικές ικανότητες για την εκτέλεση της υπό ανάθεση σύμβασης. Όλες οι απαιτήσεις πρέπει να σχετίζονται και να είναι ανάλογες με το αντικείμενο της σύμβασης. Βάσει των ανωτέρω, οι όροι επιλογής πρέπει απαραιτήτως να αναφέρονται εκ των προτέρων και με σαφήνεια στην εκάστοτε πρόσκληση/διακήρυξη, να βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια που εξασφαλίζουν την τήρηση των αρχών της διαφάνειας, της αποφυγής άμεσων ή έμμεσων διακρίσεων και της ίσης μεταχείρισης, να εγγυώνται την τήρηση συνθήκης πραγματικού ανταγωνισμού, να συνέχονται με το συμβατικό αντικείμενο και να μην είναι ιδιαίτερα επαχθείς και δυσανάλογοι, ώστε να έχουν ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση του ανταγωνισμού (ΔΕΕ, απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 1989, C-3/88, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκ. 8 και απόφαση της 3ης Ιουνίου 1992, C-360/89, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκ. 11). Tα παραπάνω τελούν σε απόλυτη συνάρτηση με τη γενική ρήτρα της αναλογικότητας, ως πάγια αρχή του ενωσιακού δικαίου. Παράλληλα, λαμβάνονται υπόψη με γνώμονα την αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού, η οποία εντός του πλαισίου του ενωσιακού δικαίου (π.χ. άρθρο 101 Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ) συνιστά πρωταρχικό πυλώνα της ασκούμενης διά των δημοσίων συμβάσεων οικονομικής δραστηριότητας (Πυργάκης, Δημόσιες Συμβάσεις-Ν. 4412-2016, σελ. 288). Συνεπώς, η θέσπιση των επίμαχων όρων συμμετοχής σε Μητρώο Παρόχων, οι οποίοι, όπως εκτέθηκε αναλυτικά παραπάνω, συναρτώνται άμεσα με λειτουργία η οποία δεν περιλαμβάνεται στις διαχειριστικές υποχρεώσεις των παρόχων, βάσει του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, όπως είναι η εύρεση εργασίας των καταρτισθέντων εντός 12 μηνών και μάλιστα στο εξαιρετικά υψηλό ποσοστό του 50%, αλλά και οι περαιτέρω εντελώς υποκειμενικές προβλέψεις, βασιζόμενες όχι άμεσα στην υπηρεσία που εκτελεί ο εκάστοτε πάροχος και δυνάμενες να προσλάβουν βαθμολογούμενες τιμές, πάσχουν νομιμότητας, είναι μη αντικειμενικές, νοθεύουν τον ανταγωνισμό και αντιβαίνουν στο εθνικό και ενωσιακό δίκαιο, στην αρχή της αναλογικότητας, καθώς και στο σύνολο του διαχειριστικού και εφαρμοστικού πλαισίου του ΕΣΠΑ, των Επιχειρησιακών αυτού Προγραμμάτων, καθώς και των στο πλαίσιο αυτών, εκδιδόμενων Προσκλήσεων. Συμπληρωματικά, δέον όπως τονιστεί ότι η πρόβλεψη του άρθρου 37 για τη συγκρότηση ενός μοναδικού ενιαίου μητρώου «επιλέξιμων» παρόχων μόνο σε ένα φορέα, όπως η Δ.ΥΠ.Α., είναι εκτός βασικών και θεμελιωδών κανόνων του ισχύοντος νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου του ΕΣΠΑ, των προβλέψεων του ν. 4412/2016, αλλά και του Πλαισίου Ποιοτικών Προδιαγραφών ΣΕΚ, δεδομένου ότι: ο εκάστοτε Δικαιούχος δημιουργεί ξεχωριστό και αυτοτελές μητρώο επιλέξιμων παρόχων, στο πλαίσιο της εκάστοτε Πρόσκλησης/Διακήρυξης που εκδίδει, αφού υποχρεούται να συμμορφωθεί με τους όρους της ad hoc απόφασης ένταξης, η οποία προφανώς είναι ξεχωριστή ανά συγχρηματοδοτούμενη πράξη. Κατ’ ακολουθίαν, εκάστη διαδικασία επιλογής παρόχων κατάρτισης είναι αυτοτελής, είτε διενεργείται με τη μεθοδολογία των επιταγών κατάρτισης, είτε με βάση τις διατάξεις του ν. 4412/2016. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της δημόσιας σύμβασης, η διακήρυξη αποτελεί το δεσμευτικό πλαίσιο για όλους τους εμπλεκόμενους, που ορίζει, με συγκεκριμένο και σαφή τρόπο, όλους τους απαιτούμενους όρους για τη συμμετοχή και ανάθεση της συγκεκριμένης κάθε φορά υπηρεσίας, στο πλαίσιο της αυτοτέλειας των διαγωνιστικών διαδικασιών. Επιπλέον, στο πλαίσιο ποιοτικών προδιαγραφών για τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα ΣΕΚ, και δη στην ενότητα Α2, ορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο πρόσκλησης και διαδικασία ανάδειξης Αναδόχων ή κατάρτισης μητρώου δυνητικών Παρόχων ΣΕΚ. , όπου αναφέρεται επί λέξει ότι: […] «Ο δικαιούχος, μετά από έγκριση της εκάστοτε διαχειριστικής αρχής, απευθύνει πρόσκληση σε υποψήφιους δυνητικούς παρόχους κατάρτισης, στην οποία προσδιορίζονται μεταξύ άλλων: «1. Τα θεματικά αντικείμενα (οικονομικοί κλάδοι) της κατάρτισης και οι εξειδικεύσεις αυτών (επιμέρους προγράμματα ΣΕΚ), η συνολική χρονική διάρκεια (ώρες κατάρτισης) κάθε προγράμματος και η κατανομή των ωρών θεωρίας και πρακτικής άσκησης, καθώς και ο συνολικός αριθμός ωφελουμένων της πράξης. Ο δικαιούχος δύναται να καθορίζει έναν ελάχιστο αριθμό ωφελουμένων ανά θεματικό αντικείμενο ή και ανά επαγγελματική εξειδίκευση. 1. Ο συνολικός προϋπολογισμός της πράξης, το κόστος της ανθρωποώρας θεωρητικής κατάρτισης και το κόστος της ανθρωποώρας πρακτικής άσκησης (αμοιβή παρόχου). Ο δικαιούχος δύναται να διαφοροποιεί το κόστος ανθρωποώρας θεωρητικής κατάρτισης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Κεφάλαιο Δ του παρόντος. 2. Η διαδικασία και τα κριτήρια επιλογής καταρτιζομένων σύμφωνα με τα οριζόμενα στο κεφάλαιο Α.3 κατωτέρω. 3. Η διαδικασία και τα κριτήρια επιλογής των δυνητικών παρόχων κατάρτισης, οι βασικοί όροι ορθής υλοποίησης του έργου που θα αναλάβουν οι πάροχοι κατάρτισης, καθώς και τα μέτρα που θα λαμβάνει ο Δικαιούχος στις περιπτώσεις που αυτό δεν υλοποιείται σύμφωνα με τους όρους αυτούς. 4. Ο τρόπος και οι όροι πληρωμής των παρόχων κατάρτισης. Ο δικαιούχος δύναται να προσδιορίζει έναν μέγιστο αριθμό ανθρωποωρών κατάρτισης ανά πάροχο ή και ανά θεματικό αντικείμενο». Ενώ ως προς την παρακολούθηση και επίβλεψη παρόχων κατάρτισης, στο πλαίσιο εφαρμογής των θεμελιωδών κανόνων διαχείρισης, παρακολούθησης και ελέγχου του ΕΣΠΑ, καθώς και του Συστήματος Διαχείρισης και Ελέγχου (ΣΔΕ), στην ίδια εγκύκλιο αναφέρεται ότι: «Στην πρόσκληση/προκήρυξη που δημοσιεύει ο Δικαιούχος θα πρέπει επιπροσθέτως να περιγράφεται με σαφήνεια η διαδικασία παρακολούθησης, ελέγχου και εποπτείας των παρόχων ΣΕΚ από τον Δικαιούχο. Στο πλαίσιο αυτό, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να περιγράφονται αναλυτικά: α) τα έντυπα και δικαιολογητικά έγγραφα ή τα ψηφιακά τους ισοδύναμα που ο πάροχος θα πρέπει να υποβάλει στον δικαιούχο, καθώς και ο χρόνος υποβολής τους, προκειμένου να επαληθεύεται η έναρξη, ο χρόνος και ο τόπος υλοποίησης των προγραμμάτων κατάρτισης και β) η διαδικασία της διοικητικής επαλήθευσης από τον Δικαιούχο, καθώς και τα μέτρα που θα λαμβάνει προκειμένου να διασφαλίσει την ορθή υλοποίηση των προγραμμάτων, ειδικά στις περιπτώσεις που αυτά δεν υλοποιούνται σύμφωνα με τους όρους της πρόσκλησης/προκήρυξης. Ο Δικαιούχος διενεργεί στους παρόχους διοικητικούς ή και επιτόπιους ελέγχους τόσο κατά τη διάρκεια του θεωρητικού μέρους όσο και σε αυτήν της πρακτικής άσκησης των προγραμμάτων ΣΕΚ. Ο επιτόπιος έλεγχος δύναται να πραγματοποιείται και προ της έναρξης της κατάρτισης για ενέργειες που θεωρούνται προπαρασκευαστικές. Για την υλοποίηση προγραμμάτων τηλεκατάρτισης, ο πάροχος υποχρεούται από την πρόσκληση/προκήρυξη του Δικαιούχου και της Δ.Α να παρέχει δικαιώματα χρηστών του Ο.Σ.Τ.Κ. στα στελέχη του Δικαιούχου, ώστε αυτά να μπορούν να διενεργούν επαληθεύσεις εξ αποστάσεως. Σημειώνεται ότι, στην περίπτωση που η υλοποίηση της κατάρτισης διενεργείται από τον δικαιούχο με ίδια μέσα, η παρακολούθηση και επαλήθευση των προγραμμάτων κατάρτισης διενεργείται από την αρμόδια διαχειριστική αρχή βάσει του “Συστήματος Διαχείρισης και Ελέγχου 2014–2020”». Είναι, επομένως, προφανές ότι η πρόβλεψη του άρθρου 36 παρ. 4 σε συνδυασμό με την πρόβλεψη του άρθρου 37 για το Μητρώο επιλέξιμων παρόχων που περιλαμβάνει διευρυμένες αρμοδιότητες αξιολόγησης, ελέγχου, αποκλεισμού, διαγραφής παρόχων μόνο σε ένα φορέα για όλα τα προγράμματα ΣΕΚ, παραβιάζει κατάφωρα τις διατάξεις του εφαρμοστικού νόμου του ΕΣΠΑ (τόσο για το ισχύον ΕΣΠΑ 2014-2020 όσο και του αντίστοιχου πρόσφατου νομοθετήματος για τη νέα ΠΠ), περί αυτοτέλειας εκάστης πράξης, αρμοδιότητας Δικαιούχου, αρμοδιότητας διαχείρισης, παρακολούθησης και ελέγχου συγχρηματοδοτούμενης πράξης, καθώς και της ειδικότερης εγκυκλίου για τη ΣΕΚ, αλλά και την ενωσιακή νομοθεσία περί δημοσίων συμβάσεων. Ιδίως σε ό,τι αφορά στο ζήτημα του ελέγχου, εύλογα διερωτάται κανείς με ποια νομιμοποίηση και διαδικασία η Δ.ΥΠ.Α. θα είναι αρμόδια για τον έλεγχο των προγραμμάτων ΣΕΚ όλης της χώρας, τα οποία υλοποιούνται από πληθώρα ετερόκλητων, ως προς τη νομική φύση και τα χαρακτηριστικά τους, Δικαιούχων.