Αρχική Διαδικασία επίλυσης συλλογικών διαφορώνΆρθρο 3Σχόλιο του χρήστη ΣΕΤΕ - Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων | 1 Δεκεμβρίου 2010, 16:28
Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για τη βελτίωση της λειτουργικότητάς του και για την ανάλυση της επισκεψιμότητάς του (Google Analytics).ΣυμφωνώΑποκλεισμός cookies τρίτωνΠολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies
|
Στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 που αφορά την τροποποίηση του άρθρου 16 του Ν.1876/1990 ορίζεται πως : «Είναι δυνατή η προσφυγή στη διαιτησία μονομερώς στις εξής περιπτώσεις:...β) από οποιοδήποτε μέρος μετά την υποβολή της πρότασης μεσολάβησης, εφόσον και τα δύο μέρη προσήλθαν και συμμετείχαν στη διαδικασία μεσολάβησης». Όπως κατ΄επανάληψη σας έχουμε δηλώσει η θέση μας ήταν και παραμένει πως θα πρέπει να ενισχυθεί ο θεσμός της Μεσολάβησης, ο οποίος θα πρέπει να προαχθεί σε κυρίαρχο θεσμό του Ο.Μ.Ε.Δ.. Τούτο μπορεί να επιτευχθεί μόνο εφόσον καταργηθεί η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία, πλην ακραίων περιπτώσεων, που εξαιρετικοί λόγοι δικαιολογούν τούτο (βλ. σχετ. και απόψεις της Επιτροπής Συνδικαλιστικών Ελευθεριών του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας κατά τη σύνοδο του Νοεμβρίου 2003) και διασφαλισθεί πως πράγματι οι προτάσεις των μεσολαβητών θα στοχεύουν στη σύγκληση των απόψεων των μερών (και δεν θα αποτελούν απλώς σκαλοπάτι για προσφυγή στη διαιτησία) και θα είναι επαρκώς αιτιολογημένες με συγκεκριμένα οικονομικά στοιχεία. Η συγκεκριμένη ρύθμιση, λοιπόν, όπως αυτή διατυπώνεται και με τη γενικότητα που παρουσιάζει μας βρίσκει κάθετα αντίθετους. Ομοίως στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 που αφορά την τροποποίηση του άρθρου 16 του Ν.1876/1990 ορίζεται πως: «Ειδικά για τις ομοιοεπαγγελματικές και τις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας η προσφυγή στη διαιτησία περιορίζεται στον καθορισμό βασικού ημερομισθίου ή/και βασικού μισθού. Για τα λοιπά θέματα μπορεί να συνεχιστεί οποτεδήποτε η συλλογική διαπραγμάτευση προκειμένου να συναφθεί συλλογική σύμβαση εργασίας.» Οι ρυθμίσεις που προβλέπονται σε κάθε σ.σ.ε. πάντα επηρεάζουν η μια την άλλη. Για παράδειγμα πολλές φορές προβλέπονται σε μια σ.σ.ε. χαμηλότερες αποδοχές, οι οποίες όμως συνδυάζονται με άλλου είδους παροχές ή και το αντίστροφο. Επομένως δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε το περιεχόμενο της σ.σ.ε., ούτε και πρέπει να το πράξουμε αυτό. Εξάλλου αν τυχόν υιοθετηθεί μια τέτοια ρύθμιση θα προκύψουν πλείστα όσα πρακτικά προβλήματα, καθώς υπάρχει το ενδεχόμενο για την ίδια χρονική περίοδο να διέπει τις ίδιες σχέσεις εργασίας μια δ.α. και μια σ.σ.ε., δύο δηλαδή συλλογικές ρυθμίσεις οι οποίες θα πρέπει να ερμηνεύονται συνδυαστικά, να συνεκτιμώνται για την εξεύρεση των αποδοχών κ.λ.π. Πέραν των ανωτέρω ειλικρινά δεν μπορούμε να αντιληφθούμε για ποιό λόγο γίνεται αναφορά στη συγκεκριμένη διάταξη μόνο για ομοιοεπαγγελματικές και επιχειρησιακές σ.σ.ε. και όχι και για κλαδικές. Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά; Αν θεωρούμε πως ο καθορισμός του βασικού μισθού είναι ένα ζήτημα τέτοιας σπουδαιότητας που δικαιολογεί τη μονομερή προσφυγή στη διαιτησία τούτο ασφαλώς ισχύει και για τα 3 είδη των σ.σ.ε.. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 που αφορά την τροποποίηση του άρθρου 16 του Ν.1876/1990 ορίζεται πως: «...στην περίπτωση μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, σύμφωνα με την παράγραφο 2 αυτού του άρθρου, είναι δυνατόν να ζητηθεί από ένα εκ των μερών η συγκρότηση τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας...». Θα πρέπει σχετικά να διευκρινιστεί αν είναι υποχρεωτική η συγκρότηση της συγκεκριμένης επιτροπής αν τούτο ζητηθεί και αν κατά την κλήρωση των διαιτητών, σε περίπτωση που επιλαμβάνεται η συγκεκριμένη Επιτροπή, το δικαίωμα εξαίρεσης μπορεί να ασκηθεί μια ή τρεις φορές; Στην παράγραφο 7 του άρθρου 3 που αφορά την τροποποίηση του άρθρου 16 του Ν.1876/1990 ορίζεται πως: «Οι διαφορές για το κύρος των διαιτητικών αποφάσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου...» Θα πρέπει να προσδιοριστεί η έκταση του ελέγχου των αρμοδίων Δικαστηρίων (θα αφορά και εκτίμηση της ουσιαστικής ορθότητας της απόφασης ή όχι ;) Στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου μνημονεύονται ρητά τρεις (3) συγκεκριμένες εργοδοτικές οργανώσεις οι οποίες συμμετέχουν στη Διοίκηση του Ο.Μ.Ε.Δ. (άρθρο 4 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου-άρθρο 17 του Ν.1876/1990) και στη λήψη των σχετικών αποφάσεων. Πλην των άλλων δε στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 που αφορά την τροποποίηση του άρθρου 16 του Ν.1876/1990 ορίζεται πως: «Μετά την παρέλευση 8 ετών από την ισχύ του παρόντος επανεξετάζεται η ρύθμιση της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. και οι εκπρόσωποι των κοινωνικών εταίρων, που συμβάλλονται στην κατάρτιση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) ήτοι οι: η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ), ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ) και η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), εισηγούνται την διατήρησή της ή την κατάργησή της.», καθορίζεται δηλαδή εκ των προτέρων πως και στο μέλλον οι 4 αυτές οργανώσεις θα είναι οι μόνες που θα έχουν λόγο σχετικά. Σχετικά θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε πως, όπως έχει ήδη κριθεί και από την Επιτροπή Προστασίας Συνδικαλιστικών Ελευθεριών της Δ.Ο.Ε., (υπόθεση Νο 2334), η εσωτερική νομοθεσία κάθε κράτους θα πρέπει να διαλαμβάνει κριτήρια αντιπροσωπευτικότητας με βάση τα οποία και μόνο θα κρίνεται κάθε φορά ποια ή ποιες οργανώσεις είναι οι πλέον αντιπροσωπευτικές και μπορούν να κάνουν χρήση των τυχόν καθοριζομένων προνομίων (συμμετοχή σε επιτροπές κ.λ.π.), και όχι να κατονομάζει συγκεκριμένες οργανώσεις ως τις πλέον αντιπροσωπευτικές και δικαιούχους των προνομίων αυτών. Εν προκειμένω λοιπόν παρανόμως ορίζεται ευθέως εκ των κείμενων διατάξεων η συμμετοχή των συγκεκριμένων εργοδοτικών οργανώσεων στις διάφορες επιτροπές κ.λ.π..