1. Η είσοδος νέων μελών επιτρέπεται μετά σχετική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μελών και σχετική τροποποίηση του καταστατικού. Τα νέα μέλη καταβάλλουν εισφορά αντίστοιχου ύψους προς αυτήν των παλαιών ή ύψους που ορίζεται από την Γενική Συνέλευση.
2. Η απώλεια της ιδιότητας του μέλους επέρχεται με την αποχώρηση, την αποβολή του μέλους ή τη μεταβίβαση της συνεταιριστικής του μερίδας και προκαλεί την τροποποίηση του καταστατικού. Τα μέλη έχουν δικαίωμα να αποχωρήσουν από την Κοιν.Σ.Επ.. Η αποχώρηση γνωστοποιείται εγγράφως στην Κοιν.Σ.Επ. τρεις (3) τουλάχιστον μήνες πριν από τη λήξη του λογιστικού έτους και ισχύει για το τέλος του. Η εισφορά του αποχωρούντος μέλους επιστρέφεται σε αυτόν κατά το άρθρο 2 παρ. 9 του Ν. 1667/1986 (ΦΕΚ Α 196), ενώ δια της επιστροφής εκκαθαρίζεται η σχέση της Κοιν.Σ.Επ. με το μέλος, χωρίς αυτό να έχει αξίωση επί της σχηματισθείσας περιουσίας. Η επιστροφής της εισφοράς δεν επηρεάζει την ολοκλήρωση της αποχώρησης και αυτή οδηγεί σε σχετική τροποποίηση του καταστατικού.
3. Η μεταβίβαση της συνεταιριστικής μερίδας μέλους γίνεται μόνο σε νέο μέλος. Είναι υποχρεωτική η έγκριση της μεταβίβασης από τη Διοικούσα Επιτροπή, ενώ η παράνομη ή καταχρηστική άρνηση της Διοικούσας Επιτροπής προσβάλλεται εντός προθεσμίας ενός (1) έτους ενώπιον του αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου που αποφασίζει με τη διαδικασία των άρθρων 682επ. ΚΠολΔ.
4. Η αποβολή μέλους επέρχεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Μελών, εφόσον το μέλος προέβη σε σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από το νόμο αυτό και το καταστατικό της Κοιν.Σ.Επ. και καθίσταται μη ανεκτή η παραμονή του στην Κοιν.Σ.Επ.. Το καταστατικό της Κοιν.Σ.Επ. μπορεί να εξειδικεύει τους λόγους αποβολής ενός μέλους. Η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης προσβάλλεται με τη διαδικασία των άρθρων 682επ. Κ.Πολ.Δ. ενώπιον του αρμόδιου κατά τόπον Μονομελούς Πρωτοδικείου, εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός έτους που αρχίζει από τη γνωστοποίηση στο μέλος της απόφασης αποβολής.
5. Σε περίπτωση που μέλος φυσικό πρόσωπο αποβιώσει, ή αν είναι νομικό πρόσωπο λυθεί και εκκαθαρισθεί, η εισφορά του μέλους αυτού αποκτάται από τον ειδικό ή καθολικό του διάδοχο.