Η παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ Α’ 48), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 61 του ν. 3518/2006 (ΦΕΚ Α’ 272), τη συμπλήρωσή του με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 53 του ν. 3518/2006 και την προσθήκη του άρθρου 140 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ Α’ 58), αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Γονείς και αδελφοί/ές ατόμων άγαμων και ανίκανων για κάθε βιοποριστική εργασία, με ποσοστό 67% και άνω, που δεν νοσηλεύονται σε ιδρύματα με δαπάνη ασφαλιστικού ή άλλου δημόσιου φορέα, καθώς και σύζυγοι αναπήρων με ποσοστό 80% και άνω, εφόσον έχουν διανύσει τουλάχιστον δεκαετή έγγαμο βίο, ασφαλισμένοι σε φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με τη συμπλήρωση 7.500 ημερών εργασίας ή 25 ετών πραγματικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας και ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση. Για τη συμπλήρωση του ανωτέρω προσδιοριζόμενου χρόνου λαμβάνεται υπόψη μόνο ο χρόνος στρατιωτικής θητείας που αναγνωρίζεται κατόπιν εξαγοράς κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1358/1983 (ΦΕΚ Α’ 64), ο χρόνος γονικής άδειας ανατροφής παιδιών του άρθρου 6 του ν. 1483/1984 (ΦΕΚ Α’ 153) που αναγνωρίζεται κατόπιν εξαγοράς κατά τα οριζόμενα στην παρ. 18 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ Α’ 115) καθώς και ο προβλεπόμενος από την ΕΓΣΣΕ χρόνος απουσίας από την εργασία λόγω κύησης και λοχείας, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 7 του παρόντος άρθρου ως προς τους αναγνωριζόμενους χρόνους των ασφαλισμένων του ΟΓΑ.
Το δικαίωμα συνταξιοδότησης ασκείται διαζευκτικά από τον ένα γονέα ή, στην περίπτωση των αδελφών, από έναν αδελφό/ή σε ένα φορέα κύριας και σε έναν φορέα επικουρικής ασφάλισης, υπό τους όρους και προϋποθέσεις των επόμενων παραγράφων και δεν ισχύει για χορήγηση δεύτερης σύνταξης.
2. Για την άσκηση του δικαιώματος από το γονέα του αναπήρου τέκνου, πρέπει, κατά την ημερομηνία της αιτήσεως για συνταξιοδότηση, ο έτερος γονέας να μην λαμβάνει ή να μη δικαιούται σύνταξη από οποιοδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή το δημόσιο, να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 3600 ημέρες ή 12 έτη πραγματικής ασφάλισης εκ των οποίων 600 ημέρες ή 2 έτη τα τελευταία 4 χρόνια, σε φορείς κύριας ασφάλισης ή/και το Δημόσιο και να εργάζεται.
Αν ο γάμος λυθεί, το δικαίωμα ασκείται από το γονέα που έχει την επιμέλεια του ανάπηρου παιδιού με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Αν το παιδί είναι ενήλικο, το δικαίωμα ασκείται από το γονέα που είχε την επιμέλεια όσο ήταν ανήλικο. Αν η ενηλικότητα επήλθε πριν τη λύση του γάμου, το δικαίωμα ασκείται από έναν από τους δύο γονείς με τις προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου.
Σε περίπτωση που το ανάπηρο παιδί έχει τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το δικαίωμα ασκείται από το γονέα που έχει ορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης.
3. Για την άσκηση του δικαιώματος από τον αδελφό/ή πρέπει για τουλάχιστον μία πενταετία πριν την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως για συνταξιοδότηση : α) να έχει οριστεί δικαστικός συμπαραστάτης του ανίκανου για κάθε βιοποριστική εργασία αδελφού/ής με ποσοστό 67% και άνω με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας ή β) ο ανίκανος για κάθε βιοποριστική εργασία με ποσοστό 67% και άνω αδελφός/ή να συνοικεί αποδεδειγμένα και να τον βαρύνει και κατά την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης οι δύο αδελφοί να είναι ορφανοί και από τους δύο γονείς ή ο εν ζωή γονέας να είναι ανάπηρος με ποσοστό 67% και άνω .
Σε περίπτωση παύσης της δικαστικής συμπαράστασης ή διακοπής της συνοίκησης , η σύνταξη διακόπτεται από την ημερομηνία της παύσης ή της διακοπής αντίστοιχα και επαναχορηγείται εφόσον συντρέξουν εκ νέου οι προϋποθέσεις του παρόντος.
4. Για την άσκηση του δικαιώματος απαιτείται η υποβολή εκ μέρους του ετέρου ασφαλισμένου γονέα υπεύθυνης δήλωσης προς τον οικείο ασφαλιστικό του φορέα ή τους φορείς, αν συντρέχει ασφάλιση σε περισσότερους του ενός, ότι δεν έχει και δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα συνταξιοδότησης που τους παρέχει η παρούσα διάταξη.
5. Το καταβαλλόμενο ποσό σύνταξης δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το πλήρες κατώτατο όριο σύνταξης λόγω γήρατος, που καταβάλλεται κάθε φορά από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα.
6. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για αιτήσεις συνταξιοδότησης για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του άρθρου αυτού οριστική απόφαση συνταξιοδότησης.
7. Προκειμένου για τους ασφαλισμένους του ΟΓΑ, απαιτούνται 20 έτη πραγματικής ασφάλισης στον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης Αγροτών. Για τη συμπλήρωση του χρόνου αυτού λαμβάνεται υπόψη μόνο ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας που αναγνωρίζεται κατόπιν εξαγοράς κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1358/83 (ΦΕΚ Α’ 64). Οι αναφερόμενες χρονικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης ισχύουν, εφόσον ο θεμελιωτικός χρόνος της 25ετίας δεν συμπληρώνεται με διαδοχικό χρόνο ασφάλισης σε ημεδαπό φορέα ή και με συνυπολογισμού χρόνου ασφάλισης που έχει διανυθεί σε φορείς κοινωνικής ασφάλισης χωρών – μελών της Ε.Ε. ή χωρών με τις οποίες έχει υπογραφεί και ισχύει διμερής σύμβαση κοινωνικής ασφάλειας ή/και με χρόνο στρατιωτικής υπηρεσίας. Στη χορηγούμενη σύνταξη προστίθεται και η συνταξιοδοτική παροχή που προβλέπεται από το άρθρο 4 του ν. 4169/1961 (ΦΕΚ Α’ 81), όπως ισχύει, επιφυλασσομένων των διατάξεων του εδαφίου δ’ της παρ. 1 του άρθρου αυτού, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ Α’ 15).»