Άρθρο 18
Διατάξεις για την αποτελεσματική εφαρμογή των διοικητικών κυρώσεων
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 13α ν. 2251/1994, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή προβαίνει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας καταναλωτή, σε γενικούς ή ειδικούς, επιτόπιους ή μη, δειγματοληπτικούς ή μη, ελέγχους για να διαπιστώσει παραβάσεις διατάξεων του παρόντος, των αποφάσεων που εκδίδονται με βάση το άρθρο 14 παρ. 2, των διατάξεων του ν. 3758/2009 (ΦΕΚ 68/Α), όπως ισχύει, του ν. 3816/2010 (ΦΕΚ 6 Α’), της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ν. 3869/2010 (ΦΕΚ 130 Α’) και άλλων διατάξεων για την προστασία του καταναλωτή για τις οποίες έχει την ευθύνη εφαρμογής. Οι έλεγχοι μπορούν να γίνονται σε οποιαδήποτε εγκατάσταση αυτών, παρουσία ή μη του προμηθευτή, της επιχείρησης ή κάποιου υπαλλήλου. Οι αιτήσεις, καταγγελίες ή οι αναφορές διαβιβάζονται στους υπόχρεους σε τήρηση των παραπάνω διατάξεων, με πρόσκληση για απάντηση, με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένης και της κοινοποίησης με ταχυδρομείο ή με ηλεκτρονική μορφή. Ο προμηθευτής, η επιχείρηση και γενικά ο υπόχρεος στην τήρηση των παραπάνω διατάξεων υποχρεούται να απαντά εγγράφως ή και ηλεκτρονικά, εφόσον ορίζεται στην πρόσκληση, εντός της προθεσμίας που τάσσεται από τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, η οποία αρχίζει από την κοινοποίηση της σχετικής πρόσκλησης και δεν μπορεί να μικρότερη των τριών εργάσιμων ημερών.»
2. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 13α ν. 2251/1994, όπως ισχύει, προστίθενται τα ακόλουθα:
«Κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ιδίως υπόψη και συνεκτιμώνται: α) η βαρύτητα της παράβασης, β) η συχνότητα αυτής, γ) η διάρκειά της, δ) οι ειδικές συνθήκες τέλεσης της, ε) η ύπαρξη υπαιτιότητας, στ) ο κύκλος εργασιών του παραβάτη και το κέρδος από την παράβαση, ζ) η υπότροπη συμπεριφορά και η) οι ανάγκες ειδικής και γενικής πρόληψης τέτοιων παραβάσεων.
3. Η παράγραφο 3 του άρθρου 13α ν. 2251/1994, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Σε βάρος του προμηθευτή ή υπόχρεου που δεν απαντά στα αιτήματα των αυτεπάγγελτων ελέγχων ή σε καταγγελίες καταναλωτών σύμφωνα με την παράγραφο 1, ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να προβεί σε: α) σύσταση για συμμόρφωση, εντός οριζόμενης προθεσμίας, β) επιβολή προστίμου από χίλια (1.000) ευρώ έως δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ, γ) επιβολή προστίμου από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ σε περίπτωση υποτροπής».
4. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 13α ν. 2251/1994, όπως ισχύει, προστίθενται τα ακόλουθα:
«Η απόφαση επιβολής προστίμου που επιβάλλεται για παραβίαση των διατάξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της. Σε περίπτωση που ασκηθεί προσφυγή κατά της απόφασης δεν επιτρέπεται η χορήγηση αναστολής για τμήμα του προστίμου που ανέρχεται σε ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του προστίμου αυτού. Το τμήμα του προστίμου για το οποίο δεν επιτρέπεται να χορηγηθεί αναστολή δεν μπορεί να υπερβαίνει κατ’ ανώτατο όριο τις εκατό χιλιάδες ευρώ».
5. Στην παράγραφος 6 του άρθρου 13α του ν. 2251/1994, όπως ισχύει, η φράση «προθεσμίας δύο (2) μηνών» αντικαθίσταται από τη φράση «προθεσμίας ενός μηνός».
6. Στο τέλος του άρθρου 13α του ν. 2251/1994, όπως ισχύει, προστίθενται οι παράγραφοι 7 έως 10 που έχουν ως ακολούθως:
«7. Οι εντεταλμένοι για τον έλεγχο των παραβάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και τη διαπίστωση αυτών υπάλληλοι της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή, και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 9 του Συντάγματος και της αρχής της αναλογικότητας έχουν τις εξουσίες του φορολογικού ελεγκτή και ιδίως την αρμοδιότητα α) να καλούν και να υποχρεώνουν τους προμηθευτές, τις επιχειρήσεις ή υπόχρεους στην τήρηση των διατάξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να παράσχουν έγγραφα και πληροφορίες, β) να έχουν πρόσβαση κατά τους ελέγχους σε έγγραφα και άλλα στοιχεία που τηρούνται σε οποιαδήποτε μορφή (έγγραφη, ηλεκτρονική, μαγνητική ή άλλη), στην επαγγελματική εγκατάστασή τους, περιλαμβανομένης και της εμπορικής αλληλογραφίας των επιχειρηματιών, εφόσον αυτά δεν εμπίπτουν κατά προφανή τρόπο σε επαγγελματικό ή άλλο απόρρητο, γ) να προβαίνουν σε δειγματοληψίες προϊόντων ή υπηρεσιών, δ) να ενεργούν έρευνες στους χώρους των επαγγελματικών εγκαταστάσεων των ελεγχομένων για τήρηση των διατάξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και να προβαίνουν σε κατασχέσεις επαγγελματικών εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων και των ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης, εφόσον τούτο επιβάλλεται για τον έλεγχο των παραβιάσεων, ε) να ζητούν πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και να λαμβάνουν, κατά την κρίση τους, ένορκες ή ανωμοτί καταθέσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στ) να έχουν πρόσβαση σε κάθε υπάρχουσα καταγραφή τηλεφωνικής συνδιάλεξης ή ανταλλαγής δεδομένων και να λαμβάνουν αντίγραφο αυτής. Ως έγγραφα εννοούνται ιδίως οι συμβάσεις, οι τιμοκατάλογοι και τα διαφημιστικά έντυπα κάθε είδους.
8. Με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να επιβάλλει σε όποιον αρνείται να παράσχει τα έγγραφα, στοιχεία ή δείγματα ή την αναγκαία συνδρομή για τη διενέργεια των πράξεων της προηγούμενης παραγράφου, το μέτρο και τα πρόστιμα που ορίζονται στην παράγραφο 3. Ο έλεγχος και η λήψη των παραπάνω στοιχείων μπορούν να πραγματοποιηθούν από τους εντεταλμένους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή ζητώντας και την παροχή σχετικής συνδρομής από τo Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τα σχετικώς προβλεπόμενα στην παράγραφο 8 του άρθρου 30 του ν. 3296/2004.
9. Για τους ελέγχους και τις έρευνες που έγιναν συντάσσεται από αυτούς που τις διεξήγαγαν έκθεση, αντίγραφο της οποίας κοινοποιείται στους ελεγχόμενους. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζονται οι ειδικότερες λεπτομέρειες σχετικά με τη διενέργεια ελέγχου από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, το περιεχόμενο και τη διαδικασία σύνταξης της παραπάνω έκθεσης, τη διαδικασία συλλογής, φύλαξης και επεξεργασίας ηλεκτρονικών αρχείων και αλληλογραφίας, που συλλέγονται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου.
10. Ο προμηθευτής, σε βάρος του οποίου επιβλήθηκε πρόστιμο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, υποχρεούται εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης επιβολής προστίμου, να γνωστοποιήσει στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, τις ενέργειες στις οποίες προέβη για την παράλειψη της παράνομης συμπεριφοράς ή τις ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί για την αποτροπή της στο μέλλον. Ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να επιβάλει σε όποιον παραβαίνει τη διάταξη αυτή το μέτρο και τα πρόστιμα που ορίζονται στην παράγραφο 3».