Άρθρο 15

Άρθρο 15

Τροποποίηση διατάξεων για τις ενώσεις καταναλωτών και τα συλλογικά μέσα προστασίας

1. Η παράγραφος 12 του άρθρου του 10 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή συνιστάται Επιτροπή Πιστοποίησης Ενώσεων Καταναλωτών, η οποία αποτελείται από α) τον Συνήγορο του Καταναλωτή ή τον υποδεικνυόμενο από αυτόν ως Αναπληρωτή του Βοηθό Συνηγόρου του Καταναλωτή ως Πρόεδρο, β) ένα μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που υποδεικνύεται από τον Πρόεδρο αυτού, γ) έναν Προϊστάμενο Διεύθυνσης της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή με τον αναπληρωτή του και δ) δύο εκπροσώπους των ενώσεων καταναλωτών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 13. Έργο της Επιτροπής είναι η πιστοποίηση της πραγματικής λειτουργίας των ενώσεων καταναλωτών και της τήρησης των παραγράφων 5, 6, 8 έως 11 και η κατάταξή τους σύμφωνα με όσα ορίζονται στην επόμενη παράγραφο. Προϋπόθεση για την πιστοποίηση είναι η πραγματική λειτουργία και δραστηριοποίηση της ένωσης καταναλωτών κατά το τελευταίο πριν την απόφαση της Επιτροπής έτος. Χρέη Γραμματέα της Επιτροπής εκτελεί υπάλληλος της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή. Η πιστοποίηση ανακαλείται σε περίπτωση που ενώσεις καταναλωτών οποιουδήποτε βαθμού δεν λειτουργούν και δεν υλοποιούν δράσεις για τουλάχιστον έξι μήνες ή δεν συμμορφώνονται με τα οριζόμενα στις παραγράφους 8 έως 11. Σε περίπτωση που ανακληθεί η πιστοποίηση αίτηση για νέα πιστοποίηση υποβάλλεται μετά την πάροδο ενός έτους. Η εξακολούθηση της συνδρομής των όρων πιστοποίησης ελέγχεται αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση, και σε κάθε περίπτωση κατά το τελευταίο εξάμηνο πριν τη λήξη της θητείας του Εθνικού Συμβουλίου Καταναλωτή και Αγοράς. Οι Ενώσεις υποχρεούνται να επιτρέπουν την πρόσβαση της Επιτροπής Πιστοποίησης στα βιβλία της παραγράφου 5 και να χορηγούν από αυτά αντίγραφα σε αυτήν».

2. Μετά την παράγραφο 12 του άρθρου του 10 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 12α που έχει ως ακολούθως:

«Οι ενώσεις καταναλωτών διακρίνονται στις ακόλουθες τρεις κατηγορίες:

α) Σε πανελλαδικές ενώσεις καταναλωτών που έχουν τουλάχιστον τρεις χιλιάδες μέλη, δραστηριοποιούνται πανελλαδικά και συγκεντρώνουν από τις συνδρομές των μελών τους ίδιους πόρους ύψους τουλάχιστον πενήντα χιλιάδων ευρώ ετησίως.

β) Σε περιφερειακές ενώσεις καταναλωτών που έχουν τουλάχιστον οκτακόσια μέλη, δραστηριοποιούνται σε επίπεδο περιφέρειας ή περιφερειών και συγκεντρώνουν από τις συνδρομές των μελών τους ίδιους πόρους ύψους τουλάχιστον δέκα πέντε χιλιάδων ευρώ ετησίως.

γ) σε ενώσεις καταναλωτών που δεν πληρούν τα κριτήρια για την ένταξή τους σε μία από τις παραπάνω κατηγορίες ή δραστηριοποιούνται για την προστασία ορισμένων ομάδων καταναλωτών ή θεματικών συναλλακτικών σχέσεων.

Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορούν να εξειδικεύονται όροι λειτουργίας και κριτήρια δράσης και να αναπροσαρμόζονται τα ελάχιστα όρια πόρων από συνδρομές και αριθμού μελών των πανελλαδικών και περιφερειακών ενώσεων καταναλωτών.

Κάθε πανελλαδική ένωση καταναλωτών συμμετέχει στο Εθνικό Συμβούλιο Καταναλωτών και Αγοράς με έξι εκπροσώπους, κάθε περιφερειακή ένωση καταναλωτών με τρεις εκπροσώπους και κάθε άλλη ένωση καταναλωτών με έναν εκπρόσωπο».

3. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 16 του άρθρου του 10 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει, η λέξη «τριάντα (30)» αντικαθίσταται από τη λέξη «δέκα (10)».

4. Η παράγραφος 18 του άρθρου του 10 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Η συλλογική αγωγή της περίπτωσης α της παραγράφου 16 ασκείται σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών και η συλλογική αγωγή των περιπτώσεων β και δ της ίδιας παραγράφου σε αποκλειστική προθεσμία τριών ετών από την τελευταία εκδήλωση της παράνομης συμπεριφοράς που αποτελεί τη βάση της. Οι απαιτήσεις της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 16 υπόκεινται στην εκάστοτε προβλεπόμενη από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα παραγραφή. Ο χρόνος παραγραφής παρατείνεται μέχρι δύο έτη από τότε που η απόφαση επί της συλλογικής αγωγής της περίπτ. δ΄ της παραγράφου 16 καταστεί αμετάκλητη».

5. Η παράγραφος 20 του άρθρου του 10 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Συλλογικές αγωγές των περιπτώσεων α’ , β΄ και δ΄ της παραγράφου 16 δικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στη συντομότερη δυνατή δικάσιμο. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης. Οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν από την απόφαση αυτή ισχύουν έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι. Εφόσον καταστεί αμετάκλητη η δικαστική απόφαση επί συλλογικής αγωγής της περίπτωσης δ΄, ο ζημιωθείς καταναλωτής, επιφυλασσομένης της δυνατότητάς του να ασκήσει αγωγή, μπορεί, με βάση την απόφαση αυτή, να γνωστοποιήσει εγγράφως στον προμηθευτή, κατά του οποίου εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, την απαίτησή του, αναφέροντας τα στοιχεία που την προσδιορίζουν. Μετά την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την έγγραφη γνωστοποίηση, ο καταναλωτής, εφόσον δεν ικανοποιηθεί, μπορεί να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής για την απαίτηση του από το δικαστήριο, εφόσον αυτή μπορεί να εκκαθαριστεί. Η απαίτηση αποδεικνύεται και με κάθε ιδιωτικό έγγραφο το οποίο, ως εκ του είδους ή της συνήθειας της συναλλαγής, χορηγείται ως απόδειξη στους καταναλωτές».
6. Στο άρθρο 10 του ν. 2251/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του ν. 3587/2007 (Α’ 152), οι παράγραφοι 25 έως 29 αναριθμούνται σε 26 έως 30 και προστίθεται παράγραφος 25 που έχει ως εξής:
«25. α. Σε περίπτωση παράβασης, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 16, η οποία διαπράχθηκε στην Ελληνική επικράτεια, κάθε νομιμοποιούμενος φορέας από άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν θίγονται τα συμφέροντα τα οποία προστατεύει, μπορεί να ασκεί τη συλλογική αγωγή των περιπτώσεων α΄ και γ΄ της παραγράφου 16 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει. Οι διατάξεις των παραγράφων 17 και 20 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει, εφαρμόζονται αναλόγως.
β. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων για την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων του π.δ/τος 100/2000 (ΦΕΚ Α΄ 98) κάθε ημεδαπή ένωση που πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 16 του άρθρου 10 του ν.2251/1994, όπως ισχύει, καθώς και κάθε νομιμοποιούμενος φορέας από άλλο κράτος μέλος, όταν θίγονται τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών, τα οποία προστατεύει, δικαιούται να υποβάλλει καταγγελία και να ζητήσει να επιβληθούν οι διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 12 και 15 παρ.3 του ν.2644/98 (ΦΕΚ Α΄ 233). Δικαιούται επίσης να υποβάλλει αίτηση επανόρθωσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 του Π.Δ.100/2000.
γ. Για την άσκηση της συλλογικής αγωγής ή την υποβολή καταγγελίας ή αίτησης επανόρθωσης, ο νομιμοποιούμενος φορέας επιδεικνύει τον σχετικό κατάλογο που καταρτίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κα δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ «περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα προστασίας των καταναλωτών». Τα δικαστήρια και οι αρμόδιες αρχές δέχονται τον κατάλογο αυτό ως απόδειξη της νομιμοποίησης των φορέων προς έγερση της συλλογικής αγωγής ή υποβολής καταγγελίας ή αίτησης επανόρθωσης με την επιφύλαξη του δικαιώματός τους να εξετάσουν κατά πόσον ο σκοπός του φορέα δικαιολογεί την έγερση αγωγής ή την υποβολή καταγγελίας στη συγκεκριμένη περίπτωση.»
7. Καταργείται το Π.Δ. 301/2002 (Α’ 267) «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της οδηγίας 98/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 1998 “περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών” (ΕΕ αριθ.L 166 της 11/6/1998, σ. 51-55) και τροποποίηση του Νόμου 2251/1994 για την «Προστασία των καταναλωτών» (Α’ 191).

  • 30 Ιουλίου 2011, 19:43 | ΕΚΠΟΙΖΩ

    Άρθρο 15

    – Στις παρ. 6 και 22 περ. α) και β) του α. 10 του ν. 2251/94 προτείνεται η τροποποίηση του ποσοστού 35% σε 65% και στην παρ. 22 περ. β) η αντικατάσταση της φράσης «στις ενώσεις καταναλωτών δεύτερου βαθμού» σε «στη δευτεροβάθμια ένωση καταναλωτών που συμμετέχει η ενάγουσα». Προτείνεται τέλος η απαλοιφή της περ. γ της παρ. 22.

    – Στην παρ. 7 εδ. α προτείνεται να προστεθεί στο τέλος «……πέραν της πάγιας κρατικής επιχορήγησης».

    Αιτιολόγηση

    Σχετικά με την επιχορήγηση των ενώσεων καταναλωτών πρέπει:

    o να υπάρχει ρητή δέσμευση για την χρηματοδότηση των ενώσεων καταναλωτών
    o να θεσπιστούν κριτήρια, με νόμο ή με προεδρικό διάταγμα, με βάση τα οποία θα γίνεται η χρηματοδότηση
    o να ανατεθεί η χρηματοδότηση σε ανεξάρτητο όργανο.

    – Στην παρ. 11 προτείνονται τα εξής:

    1. Στο εδ. β προτείνεται η προσθήκη της φράσης «υπό την ιδιότητά τους αυτή» μετά την πρώτη περίοδο της παραγράφου ώστε αυτή να διατυπωθεί ως εξής:

    «Τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των Ενώσεων Καταναλωτών όλων των βαθμών δεν επιτρέπεται να λαμβάνουν από αυτές, οιασδήποτε μορφής αποζημίωση για τις υπηρεσίες που παρέχουν υπό την ιδιότητά τους αυτή, με εξαίρεση τα ποσά που καλύπτουν δαπάνες για την εξυπηρέτηση των σκοπών των Ενώσεων, εφ’ όσον αποδεικνύονται με αντίστοιχα παραστατικά.»

    Αιτιολόγηση

    Η διάταξη αυτή:
     εκφράζει δυσπιστία προς τα συλλογικά όργανα των ενώσεων καταναλωτών
     παρεμβαίνει ανεπίτρεπτα στην εσωτερική τους λειτουργία,
     παραβλέπει προκλητικά το γεγονός ότι ο βαθμός της κοινωνικής αναγνώρισης της ένωσης εκφράζει την ορθότητα των επιλογών της και ωφελιμότητα του έργου της
     είναι παράλογη και αντιφατική, διότι:
    • δεν απαντάται ούτε και στα ΔΣ επιχειρήσεων
    • στερεί την ένωση από την παροχή υπηρεσιών από άτομα της εμπιστοσύνης της με ήδη σημαντική εθελοντική προσφορά και αφοσίωση σε αυτήν, τα οποία ωστόσο μπορούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους όπου αλλού!
    • δεν λαμβάνει υπ’ όψη της τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητές της, που δεν επιτρέπουν την πρόσληψη ατόμων με την απαιτούμενη εμπειρία και γνώση.

    2. Προτείνεται επίσης να προστεθεί νέο εδάφιο ως εξής:

    «Απαγορεύεται να μετέχουν στο Διοικητικό Συμβούλιο ένωσης καταναλωτών όλων των βαθμών υποψήφιοι ή εκλεγμένοι σε βουλευτικές , νομαρχιακές ή και δημοτικές εκλογές, καθώς και όσοι μετέχουν σε όργανα διοίκησης πολιτικών ή δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων».

    – Στην παρ. 12 προτείνονται τα εξής:

    1. Η περ. α) του ν. 2251/94 προτείνουμε να αντικατασταθεί ως εξής: «α) Ανώτατο Δικαστικό Λειτουργό»,
    2. Να απαλειφθεί η περ. δ) που προβλέπει τη συμμετοχή δύο εκπροσώπων των ενώσεων καταναλωτών στην Επιτροπή,
    3. Να προβλεφθεί τριετής θητεία της Επιτροπής και ο διορισμός της,
    4. Να απαλειφθεί από το εδ. ζ η φράση «και να χορηγούν από αυτά αντίγραφα σε αυτήν» και
    5. Να παραμείνει το υφιστάμενο τελευταίο εδάφιο.

    Αιτιολόγηση

    Θεωρούμε ότι η επιτροπή πιστοποίησης πρέπει να αποτελείται από άτομα εγνωσμένου κύρους, τα οποία αμερόληπτα και αντικειμενικά θα πιστοποιούν τις ενώσεις καταναλωτών. Δεν νοείται η συμμετοχή εκπροσώπων των καταναλωτών αφού δεν νοείται ο ελεγχόμενος να είναι ταυτόχρονα και ελεγκτής. Σαφώς θεωρούμε ότι θα πρέπει να υφίσταται απόλυτο κώλυμα στη συμμετοχή στην Επιτροπή Πιστοποίησης εκπροσώπου ενώσεως καταναλωτών της οποίας η πιστοποίηση εξετάζεται και αποφασίζεται.
    Δεν είναι αποδεκτό εκπρόσωπος μίας ένωσης καταναλωτών να έχει πρόσβαση στα αρχεία και στα βιβλια άλλης ενώσεως καταναλωτών, πολλώ δε μάλλον διότι ορισμένα από τα στοιχεία αυτά συνιστούν απόρρητα και ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, η δυνατότητα δε πρόσβασης σε αυτά θα συνιστούσε ευθεία παραβίαση των νόμως περί προστασίας των προσωπικών δεδομένου, επισύροντας και τις σχετικές κυρώσεις. Δεν είναι δυνατόν να δοθεί η δυνατότητα άσκησης ελέγχου και εποπτείας σε ορισμένες ενώσεις καταναλωτών που θα έχουν εκπροσώπους στην Επιτροπή ενώ αυτός είναι ο ρόλος μίας εντελώς ανεξάρτητης Επιτροπής. Ενώ σκοπός του νόμου είναι η διαφάνεια και ο έλεγχος της πραγματικής λειτουργίας, με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις ως έχουν, αυτός δεν θα εξυπηρετηθεί, αντιθέτως μπορεί να δώσει δυνατότητα κατάχρησης αρμοδιοτήτων από τις ενώσεις. Υπάρχει κίνδυνος να γίνει αθέμιτη ή παράνομη χρήση των στοιχείων και δεδομένων αυτών από τις ενώσεις και τους διοικούντες ή συμμετέχοντες σε αυτές, αφού δεν προβλέπεται ούτε διαδικασία η οποία να διασφαλίζει τη διαφύλαξη του απορρήτου, ούτε εχέγγυα, ούτε κυρώσεις.
    Κρίνουμε αναγκαίο να παραμείνει η πρόβλεψη ότι οι αδρανείς ενώσεις δεν δικαιούνται κρατικής επιχορήγησης ή από οτα πρώτου ή δεύτεριου βαθμού.
    Ως προς το εδ ζ, με όποια σύνθεση και να έχει η Επιτροπή δεν πρέπει να επιβληθεί η χορήγηση αντιγράφων από τα βιβλία των ενώσεων καθότι αυτό προσκρούει ευθέως στις διατάξεις του νόμου για τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Μόνος ο επιτόπιος έλεγχος των βιβλίων και επίδειξη αυτών αρκεί για την εξυπηρέτηση των στόχων του νόμου.
    Η «πραγματική λειτουργία» πρέπει να εξειδικευθεί και να συμπληρωθεί ότι αυτή θα αποδεικνύεται με αναλυτικό απολογισμό δράσης και υλικό τεκμηρίωσης αυτής (π.χ. δημοσιεύματα, προγράμματα ημερίδων κλπ).

    – Στην παρ. 12α κατηγ. γ) προτείνεται να προστεθούν τα εξής: «…και έχουν τουλάχιστον 200 μέλη και συγκεντρώνουν από τις συνδρομές των μελών τους ίδιους πόρους ύψους τουλάχιστον τριών χιλιάδων ευρώ ετησίως.»

    Αιτιολόγηση
    Θεωρούμε σωστή τη προσέγγιση της σύνδεσης του αριθμού των μελών της ένωσης με τους ελάχιστους πόρους από τις συνδρομές των μελών γιατί με τον τρόπο διασφαλίζεται η πραγματική συμμετοχή των καταναλωτών ως μελών των ενώσεων καταναλωτών και η σύνδεση της ένωσης με την κοινωνία αλλά και η πραγματική της λειτουργία. Εξάλλου τα κριτήρια αυτά (αριθμός μελών, πόροι) είναι απολύτως αντικειμενικά και μετρήσιμα και ανεπίδεκτα αμφισβητήσεως.
    Θεωρούμε αναγκαίο να υπάρχουν κριτήρια και για αυτές, ήτοι 200 μέλη και 3.000 ευρώ πόροι.

    – Ως προς το τελευταίο εδάφιο της παρ. 12 α, σχετικά με το ΕΣΚΑ, οι απόψεις μας είναι οι εξής:

    Θεωρούμε ότι ένα τόσο πολυμελές όργανο δεν θα είναι αποτελεσματικό, αφού θα είναι πρακτικώς αδύνατο στις δύο συνεδριάσεις κατ’ έτος να γίνει ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων, συζήτηση και τελικώς λήψη αποφάσεων.
    Εξάλλου δεν συνάδει η δημιουργία τέτοιων δυσκίνητων και αναποτελεσματικών οργάνων με την σύγχρονη ανάγκη για ευέλικτο και αποτελεσματικό κρατικό μηχανισμό και ενίσχυση των ΜΚΟ, που αποτελούν την κοινωνία των πολιτών.
    – Θεωρούμε ότι η Εκτελεστική Επιτροπή, όπως αναπτύσσουμε στο σχετικό άρθρο, θα πρέπει να είναι πλέον ένα ευέλικτο αντιπροσωπευτικό όργανο και να έχει ενισχυμένο ρόλο, αποφασιστικό χαρακτήρα και αυξημένες σε σχέση με σήμερα αρμοδιότητες.

  • Υπό το «φόβο» να «τιμωρηθώ», κατά την αρχαία μας παράδοση, γιατί θα σας θυμίσω «οικεία κακά», δεν μπορώ να μην σχολιάσω το γεγονός ότι αρνείστε εν τοις πράγμασι να κατοχυρώσετε νομοθετικά το δικαίωμα των καταναλωτών να εγείρουν αγωγές αποζημίωσης κατά των επιχειρήσεων που παραβιάζουν την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία.

    Καθιστώ γνωστό, σε όσους δεν το γνωρίζουν, ότι από το 2010, επί υπουργίας της κας Κατσέλη, όχι μόνο είχε ανακοινωθεί η (κυβερνητική;) πρόθεση να συμπεριληφθούν στο σχετικό νομοσχέδιο διατάξεις για τον ανταγωνισμό, αλλά μάλιστα είχαν δημοσιοποιηθεί και οι επίμαχες νομοθετικές διατάξεις, οι οποίες υπό την πίεση παρασκηνιακών διαβουλεύσεων «εξαφανίσθηκαν» μαζί με το ίδιο το νομοσχέδιο, με αποτέλεσμα τον Ιανουάριο του 2011 να ασχοληθεί μέχρι και η Δικαιοσύνη (όπως έχει καταγγελθεί επισήμως μέσα στη Βουλή), διατάσσοντας κατεπείγουσα προκαταρκτική εξέταση για το εξαφανισμένο νομοσχέδιο και τις εν λόγω διατάξεις του!

    Τελικά, το νομοσχέδιο «βρέθηκε», αλλά –Ω του θαύματος- έχουν εξαφανισθεί οι επίμαχες διατάξεις…!!!

    Η παράλειψή σας να συμπεριλάβετε στο παρόν νομοσχέδιο ρυθμίσεις για τον ανταγωνισμό είναι προβληματική τόσο πολιτικά και οικονομικά όσο και νομικά και ηθικά.

    Πολιτικά, η παράλειψή σας αξιολογείται από τους πολίτες αυτής της χώρας ως αποτέλεσμα συμβιβασμού και αδυναμίας σας να εγγυηθείτε ως κρατική εξουσία ότι οι θιγόμενοι των παράνομων αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών θα δύνανται να αποζημιωθούν συλλογικά για την απώλεια της ευημερίας τους.

    Ειδικά, δε, αν λάβουμε υπόψη μας και το προηγούμενο επιτυχές παράδειγμα της δράσης των καταναλωτικών οργανώσεων κατά των καταχρηστικών συμπεριφορών των Τραπεζών, η πολιτική σας ευθύνη μεγαλώνει.

    Βέβαια, σε επίπεδο πολιτικού κόστους, οι προβλέψεις σας για απώλειες ψήφων μπορεί να μην σας αποθαρρύνουν να εμμένετε στην παράλειψή σας, καθώς γνωρίζετε ότι ο πολύς κόσμος αγνοεί τα οφέλη που στερείται από την παράλειψή σας να διευκολύνετε τις αποζημιώσεις κατά των επιχειρήσεων που παραβιάζουν την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία (αυτές σίγουρα γνωρίζουν τι δεν χάνουν!), αλλά σε επίπεδο εθνικής ευθύνης, η απαξία της παράλειψής σας είναι δεδομένη.

    Αλίμονο, όμως, αν επιμένετε ακόμα να υλοποιείτε πολιτικές επιλογές που λογαριάζουν μόνο το πολιτικό κόστος και έχουν οδηγήσει το κομματο-κεντρικό σας σύστημα σε Μνημειώδη αποτυχία.

    Οικονομικά, τα αποτελέσματα της παράλειψής σας να ενισχύσετε την αποτροπή των αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών είναι τραγικά, μιας και έχουν αναλυθεί από διακεκριμένους οικονομολόγους. Υπενθυμίζω μόνο ότι η αγορά για να μπορεί να εγγυάται πάντοτε ότι η τιμή ενός αγαθού ή υπηρεσίας συμπυκνώνει όλη την υπάρχουσα πληροφόρηση σε μια κοινωνία (σε σχέση με τη σπανιότητα, την επάρκεια, τις προτιμήσεις κλπ) προϋποθέτει πολιτικές που ενισχύουν τον ανταγωνισμό των επιχειρήσεων, όπως είναι αυτή που σεις παραλείπετε να προωθήσετε με το παρόν νομοθέτημά σας.

    Πέραν τούτου, ο φόβος καταβολής υψηλών αποζημιώσεων από τις παρανομούσες επιχειρήσεις δεν θα αποτελέσει μοχλό πίεσης αποπληθωρισμού των τιμών στις προβληματικές αγορές;

    Διερωτώμαι αν οι υγιείς επιχειρήσεις καταλαμβάνουν καθόλου χώρο στην πολιτική σας σκέψη και, κυρίως, δράση, οι οποίες αναγκάζονται να ανταγωνίζονται υπό δυσμενέστατους γι’ αυτές όρους, εξαιτίας των παράνομων πρακτικών των ανταγωνιστριών τους.

    Μήπως, τελικά, νομοθετείτε υπό καθεστώς εκβιασμού από κάποια επιχειρηματικά συμφέροντα που σας κουνούν το δάχτυλο ότι αν τολμήσετε και ενισχύσετε την εφαρμογή των αντιμονοπωλιακών κανόνων με ιδιωτική συλλογική πρωτοβουλία, θα πάρουνε το μονοπώλιό τους και θα πάνε λ.χ. στα Βαλκάνια;

    Κι έτσι να είναι τα πράγματα, η «προσφορά» στην Ελλάδα δεν θα αναπληρωθεί από άλλες επιχειρήσεις, υγιείς, οι οποίες θα αντιπαλεύουν με γνώμονα την προσφορά καλύτερων και φθηνότερων προϊόντων και υπηρεσιών προς τον καταναλωτή;

    Νομικά, η ως άνω παράλειψή σας είναι μεταξύ άλλων ελεγκτέα ως παραβαίνουσα την αμέσου εφαρμογής ευρωπαϊκή αντιμονοπωλιακή νομοθεσία, ως αντιβαίνουσα στην ενωσιακή νομολογία και ως παραβιάζουσα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών.

    Γνωρίζετε άριστα ότι οι διατάξεις των άρθρων 101 επ. της ΣΛΕΕ είναι αμέσου εφαρμογής και υπαγορεύουν την πρακτική αποτελεσματικότητά τους στα κράτη μέλη, η οποία όπως έχει κριθεί «θα διακυβευόταν εάν δεν μπορούσε κάθε υποκείμενο δικαίου να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που του προξένησε συμπεριφορά δυνάμενη να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό».

    Γνωρίζετε άριστα τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ένωσης Courage (C-453/99) και Manfredi (C-295/04 έως C-298/04), οι οποίες έχουν κρίνει ότι «οι αγωγές αποζημιώσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στη διατήρηση της αποτελεσματικότητας του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας» και ότι «κάθε υποκείμενο δικαίου δικαιούται να ζητήσει αποκατάσταση τη ζημίας που υπέστη, όταν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της εν λόγω ζημίας και απαγορευόμενης από το άρθρο 81 ΕΚ συμπράξεως ή πρακτικής».

    Γνωρίζετε, επίσης, άριστα ότι το ελληνικό Υπουργείο Δικαιοσύνης σε πρόσφατη απάντησή του στη διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το μηχανισμό συλλογικής έννομης προστασίας των καταναλωτών (collective redress) τόνιζε τα εξής «It would be more appropriate if any possible EU initiative could focus on specific policy fields, such as competition, consumer protection and environment».

    Η άρνηση της δυνατότητας πρόσβασης των καταναλωτών στη δικαιοσύνη προκειμένου να άρουν την περιουσιακή απώλεια την οποία υφίστανται από τις επιχειρήσεις που παραβιάζουν το δίκαιο του ανταγωνισμού, συνιστά κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων της «πραγματικής προσφυγής» (άρθρα 13 ΕΣΔΑ και 47 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης), καθώς και των υπερνομοθετικά και συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας και οικονομικής ελευθερίας.

    Και στην τυχόν ένστασή σας ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο οφείλουμε ως χώρα να αναμένουμε τυχόν εναρμόνιση με επικείμενη ευρωπαϊκή νομοθεσία για τις συλλογικές αγωγές (collective redress), σας απαντώ ότι, όπως καλώς γνωρίζετε, η χώρα μας ως κράτος μέλος διαθέτει τη δικονομική αυτονομία να ορίσει τα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα και να ρυθμίσει τις δικονομικές προϋποθέσεις ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία τα υποκείμενα δικαίου αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο.

    Πολλές ευρωπαϊκές χώρες το έχουν ήδη πράξει.

    Ούτε ηθικά είναι δυνατό να δικαιολογηθεί η εξαφάνιση των επίμαχων διατάξεων που προστατεύουν τον καταναλωτή έναντι των, κατά το κοινώς λεγόμενον, καρτέλ. Έχει γίνει πολύς ντόρος και στη Βουλή για το παρόν νομοσχέδιο, από το οποίο οι επίμαχες αντιμονοπωλιακές διατάξεις «μπαινόβγαιναν», κάνοντας το νομοσχέδιο να μοιάζει με φύλλο τράπουλας στα χέρια παπατζή, ο οποίος σε εμπαίζει «με το εδώ παπάς εκεί παπάς»…

    Ελπίζω, τελικά, «να βρεθεί ο παπάς» και να θάψει μόνο τον πολιτικό σας αμοραλισμό και κυνισμό, που αρνείται πεισματικά να παραδεχτεί ότι έχει ήδη πεθάνει στην ελληνική και ευρωπαϊκή μας συνείδηση.

    ΤΕΜΠΕΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
    MSc ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
    http://www.competition-observatory.eu/

  • · Στο άρθρο 10, η παράγραφος 2 του νόμου με την παράγραφο 12α, που προστίθεται, τώρα, δημιουργείται σύγχυση, ως προς τις κατηγορίες των Ενώσεων Καταναλωτών. Ποιος είναι ο ρόλος των Ενώσεων δευτέρου βαθμού, αφού προτείνονται πανελλαδικές και περιφερειακές οργανώσεις. Οι δευτέρου βαθμού, όπως, ήδη προβλέπονται, από τον υφιστάμενο νόμο, που θα υπαχθούν;
    · Στην τροποποιημένη παράγραφο, του άρθρου 10, η πιστοποίηση της πραγματικής λειτουργίας των Ενώσεων Καταναλωτών, πρέπει να γίνεται, με βάση τις παραγράφους 5,6,8 έως 11 και 13.
    · Στην ίδια παράγραφο, η ανάκληση της πιστοποίησης, πρέπει να γίνεται, και όταν οι Ενώσεις δε συμμορφώνονται με τα οριζόμενα στις παραγράφους 5,6,8 έως 11 και 13. Δεν κατανοούμε, για ποιο λόγο δε δίνεται η δυνατότητα ανάκλησης, σε περίπτωση, που η Ένωση Καταναλωτών δεν τηρεί το ιδιαίτερα σοβαρό θέμα των πηγών των οικονομικών της πόρων. Δε θα αποτελεί λόγο ανάκλησης, η αποδοχή χορηγίας, από εταιρία;
    · Στο τέλος της ίδιας παραγράφου, οι Ενώσεις υποχρεούνται να επιτρέπουν την πρόσβαση της Επιτροπής Πιστοποίησης, όχι μόνο στα βιβλία της παραγράφου 5 αλλά και σε κάθε έγγραφο, που δικαιολογεί τις σχετικές εγγραφές (π.χ. πρωτόκολλο ψηφοφορίας, αιτήσεις εγγραφής μελών, αποδείξεις είσπραξης συνδρομών, δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν από συλλογικές αγωγές κ.λπ.). Ένωση, που δεν επιτρέπει τον έλεγχο δεν πιστοποιείται ή εάν είναι πιστοποιημένη διαγράφεται, από το Μητρώο των πιστοποιημένων Ενώσεων.
    · Διαφωνούμε με τη νέα παράγραφο 12α του άρθρου 10 και πιστεύουμε ότι:
    Οι Ενώσεις Καταναλωτών διακρίνονται σε:

    I. Πρωτοβάθμιες Ενώσεις
    II. Δευτεροβάθμιες Ενώσεις
    III. Τριτοβάθμιες Ενώσεις

    · Οι πρωτοβάθμιες ενώσεις διακρίνονται σε Πανελλαδικές, Τοπικές και θεματικές.
    · Για να χαρακτηριστεί μια Ένωση, ως πρωτοβάθμια πανελλαδική, πρέπει να ασχολείται με όλα τα θέματα των καταναλωτών, να έχει τουλάχιστον 1.500 ταμιακά ενήμερα μέλη (αποδεδειγμένα) και να συγκεντρώνει έσοδα, από τις συνδρομές των μελών της, τουλάχιστον 30.000 ευρώ.
    · Για να χαρακτηριστεί μια Ένωση, ως πρωτοβάθμια τοπική, πρέπει να ασχολείται με όλα τα θέματα των καταναλωτών, να έχει τουλάχιστον 100 ταμιακά ενήμερα μέλη και να συγκεντρώνει έσοδα, από τις συνδρομές των μελών, τουλάχιστον 1.500 ευρώ.
    · Για να χαρακτηριστεί μια Ένωση, ως πρωτοβάθμια θεματική, πρέπει να εξειδικεύεται σε κάποιο αντικείμενο, που σχετίζεται με τα δικαιώματα των καταναλωτών, να έχει τουλάχιστον 100 ταμιακά ενήμερα μέλη και να συγκεντρώνει έσοδα, από τις συνδρομές μελών τουλάχιστον 1.500 ευρώ.
    · Για να χαρακτηριστεί μια Ένωση, ως δευτεροβάθμια απαιτούνται τουλάχιστον πέντε πρωτοβάθμιες πιστοποιημένες οργανώσεις.
    · Για να χαρακτηριστεί μια Ένωση ως τριτοβάθμια, απαιτούνται τουλάχιστον δύο δευτεροβάθμιες οργανώσεις.
    · Η οργάνωση των Ενώσεων, σε περιφερειακές, περιττεύει, γιατί η εκπροσώπηση των καταναλωτών, σε περιφερειακό επίπεδο, έχει μεταφερθεί στους Δήμους, (π.χ. Επιτροπές Φιλικού Διακανονισμού), επομένως, απαιτούνται τοπικές ενώσεις, για να καλύπτουν τις ανάγκες της εκπροσώπησης.
    Κάθε Ένωση, για να είναι ανεξάρτητη και να έχει κάποια στοιχειώδη λειτουργία, πρέπει να διαθέτει, διαχρονικά, ικανό αριθμό μελών, ώστε να διασφαλίζει τη βιωσιμότητά της.
    · Είμαστε αντίθετοι στον όρο: «Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορούν να εξειδικεύονται όροι λειτουργίας και κριτήρια δράσης και να αναπροσαρμόζονται τα ελάχιστα όρια πόρων από συνδρομές και αριθμούς μελών των πανελλαδικών και περιφερειακών ενώσεων καταναλωτών». Δεν είναι δυνατόν να αφήνεται, στον εκάστοτε Υπουργό, η δυνατότητα να αναπροσαρμόζει τα κριτήρια πιστοποίησης και τους όρους λειτουργίας Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων. Οι όροι λειτουργίας αποτελούν αντικείμενο, που καθορίζεται, από τις γενικές συνελεύσεις, τα καταστατικά και τα εκλεγμένα διοικητικά συμβούλια και σε καμιά περίπτωση Υπουργός ή οποιοδήποτε πολιτικό πρόσωπο δεν μπορεί να υπεισέλθει, στη λειτουργία των Ενώσεων Καταναλωτών. Τα κριτήρια πιστοποίησης πρέπει να προβλέπονται, από το νόμο και να είναι σταθερά και δεδομένα. Αναμόρφωσή τους μπορεί να γίνει, μόνο μετά από διαβούλευση, για τροποποίηση του νόμου και όχι με Υπουργικές Αποφάσεις.
    · Η συλλογική αγωγή πρέπει να μπορεί να κατατεθεί, όταν θίγονται τα συμφέροντα τουλάχιστον 50 καταναλωτών. Η μείωση του αριθμού των θιγόμενων καταναλωτών μπορεί να προκαλέσει βιομηχανία αγωγών, απαξιώνοντας τη διαδικασία και επιβαρύνοντας τα δικαστήρια. Άλλωστε, με 10 καταναλωτές, πώς θα αντιμετωπιστούν τα έξοδα μιας τέτοιας διαδικασίας;
    · Η σύνθεση του Ε.Σ.Κ.Α., όπως προτείνεται, στη νέα παράγραφο 12α, δημιουργεί ένα σώμα απροσδιορίστου αριθμού, ο οποίος, με τη σημερινή κατάσταση, ανέρχεται, σε τουλάχιστον 100 μέλη. Επειδή, όμως, το σώμα αυτό είναι καθοριστικό, για τις εκπροσωπήσεις των καταναλωτών, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, θα προκαλέσει, βέβαια υποβάθμιση των εκπροσωπήσεων και μη δημοκρατική εκπροσώπηση. Μία Ένωση, από τις λοιπές, όπως προβλέπεται στο εδάφιο γ της παραγράφου 12α, με 10 ενεργά μέλη θα έχει μια ψήφο και μια Ένωση, με 3.000 μέλη θα έχει 6 ψήφους δηλαδή 1 ψήφο, για κάθε 500 μέλη. Αυτό αποτελεί νόθευση δημοκρατικής αντιπροσώπευσης. Στις διαβουλεύσεις, χρήσιμοι είναι οι πάντες. Αλλά, σε ψηφοφορίες και μάλιστα τέτοιες, που μπορεί να προκαλέσουν ζημία τόσο στους καταναλωτές, όσο και στη χώρα, η δημοκρατική αντιπροσώπευση πρέπει να είναι το πρώτο και βασικότερο κριτήριο σύνθεσης των οργάνων. Το Ε.Σ.Κ.Α. πρέπει να έχει μικρό και συγκεκριμένο αριθμό μελών, για να μπορεί να λειτουργεί, πραγματικά.

    Νικόλαος Τσεμπερλίδης, Πρόεδρος ΚΕ.Π.ΚΑ., Μέλος Ο.Κ.Ε.

    Ευαγγελία Κεκελέκη, Γεν. Γραμματέας ΚΕ.Π.ΚΑ., Αντιπρόεδρος Παρατηρητηρίου Εσωτερικής Αγοράς, Μέλος Ε.Ο.Κ.Ε. και Μέλος Ε.Σ.Ο.Κ.

  • Η παρακάτω πρόταση περί των αποζημιώσεων των επιχειρήσεων από τα καρτέλ δεν αποτελεί προϊόν σκέψης του καταθέτοντος αυτήν. Θεωρώ υποχρέωση μου όμως να την δημοσιοποιήσω στην παρούσα διαβούλευση διότι αφορά ένα πολύ σημαντικό κομμάτι στην μάχη κατά των καρτέλ που δυστυχώς ισχυρά συμφέροντα το μάχονται με νύχια και με δόντια. Εύχομαι το αρμόδιο υπουργείο να σκεφτεί το συμφέρον του ελληνικού λαού και να νομοθετήσει άμεσα το σχετικό ζήτημα.

    ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ

    Μετά το άρθρο 10 του ν 2251/1994 «προστασία των Καταναλωτών» όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του Ν3587/2007 προστίθεται άρθρα 10α και 10β που έχουν ως εξής:

    Άρθρο 10α Υποχρέωση αποζημίωσης σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων του ανταγωνισμού

    1. Επιχείρηση που ζημιώνει άλλον, παραβιάζοντας υπαίτια τα άρθρα 1 και 2 του Ν3959/2011 ή τα άρθρα 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού που δεν υπόκειται πλέον σε προσβολή, με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των παραπάνω άρθρων ή καθίστανται υποχρεωτικές προσφερθείσες από την επιχείρηση δεσμεύσεις, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Όταν επιβαρύνεται η τιμή προϊόντων ή υπηρεσίας λόγω παραβίασης των διατάξεων του προηγουμένου εδαφίου, η ζημιά δεν αποκλείεται επειδή το προϊόν ή η υπηρεσία μεταβιβάστηκε περαιτέρω.
    2. Κατά τον προσδιορισμό της έκτασης της ζημιάς κατά τα άρθρα 297 και 298 ΑΚ το δικαστήριο μπορεί να λαμβάνει υπόψη το οικονομικό όφελος που αποκόμισε ο παραβάτης. Ο κατά την προηγούμενη παράγραφο ζημιωθείς έχει δικαίωμα να απαιτήσει και νόμιμους τόκους χρηματικής οφειλής αφότου επήλθε η ζημία.
    3. όταν ένας διάδικος έχει προσκομίσει ευλόγως διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία επαρκής προς στήριξη των ισχυρισμών του περί παράβασης κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ενώ παράλληλα επικαλείται συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται υπό τον έλεγχο του αντιδίκου, το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του διαδίκου, μπορεί να διατάξει την προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων από τον αντίδικο. Όποιος αδικαιολόγητα παραβεί διαταγή του δικαστηρίου κατά το προηγούμενο εδάφιο καταδικάζεται εκτός από τα δικαστικά έξοδα και σε χρηματική ποινή ύψους πενήντα χιλιάδων (50.000) έως εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, που περιέρχεται στο δημόσιο ταμείο. Η αδικαιολόγητη μη συμμόρφωση του διαδίκου που κλήθηκε να προσκομίσει έγγραφα, εκτιμάται ελεύθερα. Έγγραφα τα οποία συντάσσονται από επιχειρήσεις και κατατίθενται στην Επιτροπή Ανταγωνισμού ή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο και για σκοπό ένταξης σε σχετικό πρόγραμμα επιείκειας είναι εμπιστευτικά και δεν μπορούν να επιδειχθούν στον αντίδικο ή σε τρίτους χωρίς την άδεια του συντάκτη τους.
    4. Τα πολιτικά δικαστήρια κατά την εκδίκαση αγωγών αποζημίωσης κατά την παράγραφο 1 δεσμεύονται, ως προς το ζήτημα της παραβίασης των κανόνων ανταγωνισμού, από αποφάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ευρωπαϊκής Αρχής Ανταγωνισμού ή δικαστηρίου που ενεργεί ως αρχή ανταγωνισμού σε άλλα κράτη μέλη με τις οποίες διαπιστώνεται παραβίαση των άρθρων 1 και 2 του Ν3959/2011 ή τα άρθρα 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον οι ανωτέρω αποφάσεις δεν μπορούν να προσβληθούν. Η ίδια δέσμευση απορρέει από αμετάκλητες αποφάσεις δικαστηρίων που εκδίδονται επί προσφυγών για την ακύρωση των αποφάσεων του προηγούμενου εδαφίου. Η παραπάνω υποχρέωση δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των δικαστηρίων δυνάμει του άρθρου 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην 234 ΣΕΚ) κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 16 παράγραφος 1 εδ. 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης.
    5. σε περίπτωση διαρκούς ή κατ’ εξακολούθηση παράβασης, η προθεσμία παραγραφής της απαίτησης για αποζημίωση κατά την παράγραφο 1 δεν αρχίζει πριν την ημέρα παύσης της παράβασης. Αφ’ης στιγμής καταστεί απρόσβλητη απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή άλλης Εθνικής Αρχής Ανταγωνισμού του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ανταγωνισμού, με την οποία διαπιστώνεται παραβίαση των άρθρων 1 και 2 του Ν3959/2011 ή τα άρθρα 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ξεκινά νέα προθεσμία παραγραφής της απαίτησης για αποζημίωση κατά την παράγραφο 1 διαρκείας δύο ετών. Σε κάθε περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι (20) ετών από την παύση της παράβασης.

    Άρθρο 10β

    Αγωγή παραλείψεως σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων ανταγωνισμού
    1. Επιχείρηση η οποία παραβιάζει τα άρθρα 1 και 2 του Ν3959/2011 ή τα άρθρα 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού που δεν υπόκειται πλέον σε προσβολή, με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των παραπάνω άρθρων ή καθίστανται υποχρεωτικές προσφερθείσες από την επιχείρηση δεσμεύσεις, μπορεί να εναχθεί για άρση της παραβίασης και για παράλειψη αυτής στο μέλλον. Η αξίωση για παράλειψη γεννάται και επί επικείμενου για πρώτη φορά κινδύνου παραβίασης.
    2. Οι αξιώσεις κατά την παράγραφο 1 μπορούν να ασκηθούν (α) από κάθε ανταγωνιστή, (β) από άλλο συμμετέχοντα στην αγορά ο οποίος θίγεται από την παράβαση, (γ) από ενώσεις καταναλωτών, οι οποίες πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 16 του άρθρου 10 του ν.2251/1994 και (δ) από εμπορικά και βιομηχανικά, βιοτεχνικά και επαγγελματικά επιμελητήρια εάν τα μέλη τους παράγουν η εμπορεύονται όμοια ή συγγενή προϊόντα ή υπηρεσίες και η παραβίαση θίγει τα συμφέροντα των μελών τους. Στην περίπτωση της άσκησης της αγωγής από ενώσεις καταναλωτών και επιμελητήρια εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 17, 19 και 20 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 όπως ισχύει.

    Φλωράς Γιώργος
    Δεληγιώργη 55 Αθήνα
    τηλ. 2105232621
    http://www.adagonismos.gr

  • 15 Ιουλίου 2011, 14:30 | ΦΛΩΡΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

    Είναι προφανές ότι το Υπουργείο Εργασίας, συνεχίζοντας την πολιτική της προκατόχου του σημερινού Υπουργού, εξαφάνισε όλες τις προβλεπόμενες διατάξεις για τις αποζημιώσεις των επιχειρησεων από τα καρτέλ. Ενω έχουν ανακοινωθεί 7 φορές από τον περασμένο Μάιο (από την κ. Κατσέλη ως Υπουργός Οικονομίας και μετά ως Υπουργός Εργασίας), με δεδομένες τις παρεμβασεις των ισχυρών εταιρειών στην πολιτική ηγεσία, απεσύρθησαν τελείως επιτρέποντας στα καρτέλ να συνεχίσουν να καταληστευουν τους εργαζόμενους και τις μικρομεσαίες επιχειρησεις.
    Ντροπή.