Άρθρο 15
Τροποποίηση διατάξεων για τις ενώσεις καταναλωτών και τα συλλογικά μέσα προστασίας
1. Η παράγραφος 12 του άρθρου του 10 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή συνιστάται Επιτροπή Πιστοποίησης Ενώσεων Καταναλωτών, η οποία αποτελείται από α) τον Συνήγορο του Καταναλωτή ή τον υποδεικνυόμενο από αυτόν ως Αναπληρωτή του Βοηθό Συνηγόρου του Καταναλωτή ως Πρόεδρο, β) ένα μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που υποδεικνύεται από τον Πρόεδρο αυτού, γ) έναν Προϊστάμενο Διεύθυνσης της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή με τον αναπληρωτή του και δ) δύο εκπροσώπους των ενώσεων καταναλωτών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 13. Έργο της Επιτροπής είναι η πιστοποίηση της πραγματικής λειτουργίας των ενώσεων καταναλωτών και της τήρησης των παραγράφων 5, 6, 8 έως 11 και η κατάταξή τους σύμφωνα με όσα ορίζονται στην επόμενη παράγραφο. Προϋπόθεση για την πιστοποίηση είναι η πραγματική λειτουργία και δραστηριοποίηση της ένωσης καταναλωτών κατά το τελευταίο πριν την απόφαση της Επιτροπής έτος. Χρέη Γραμματέα της Επιτροπής εκτελεί υπάλληλος της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή. Η πιστοποίηση ανακαλείται σε περίπτωση που ενώσεις καταναλωτών οποιουδήποτε βαθμού δεν λειτουργούν και δεν υλοποιούν δράσεις για τουλάχιστον έξι μήνες ή δεν συμμορφώνονται με τα οριζόμενα στις παραγράφους 8 έως 11. Σε περίπτωση που ανακληθεί η πιστοποίηση αίτηση για νέα πιστοποίηση υποβάλλεται μετά την πάροδο ενός έτους. Η εξακολούθηση της συνδρομής των όρων πιστοποίησης ελέγχεται αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση, και σε κάθε περίπτωση κατά το τελευταίο εξάμηνο πριν τη λήξη της θητείας του Εθνικού Συμβουλίου Καταναλωτή και Αγοράς. Οι Ενώσεις υποχρεούνται να επιτρέπουν την πρόσβαση της Επιτροπής Πιστοποίησης στα βιβλία της παραγράφου 5 και να χορηγούν από αυτά αντίγραφα σε αυτήν».
2. Μετά την παράγραφο 12 του άρθρου του 10 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 12α που έχει ως ακολούθως:
«Οι ενώσεις καταναλωτών διακρίνονται στις ακόλουθες τρεις κατηγορίες:
α) Σε πανελλαδικές ενώσεις καταναλωτών που έχουν τουλάχιστον τρεις χιλιάδες μέλη, δραστηριοποιούνται πανελλαδικά και συγκεντρώνουν από τις συνδρομές των μελών τους ίδιους πόρους ύψους τουλάχιστον πενήντα χιλιάδων ευρώ ετησίως.
β) Σε περιφερειακές ενώσεις καταναλωτών που έχουν τουλάχιστον οκτακόσια μέλη, δραστηριοποιούνται σε επίπεδο περιφέρειας ή περιφερειών και συγκεντρώνουν από τις συνδρομές των μελών τους ίδιους πόρους ύψους τουλάχιστον δέκα πέντε χιλιάδων ευρώ ετησίως.
γ) σε ενώσεις καταναλωτών που δεν πληρούν τα κριτήρια για την ένταξή τους σε μία από τις παραπάνω κατηγορίες ή δραστηριοποιούνται για την προστασία ορισμένων ομάδων καταναλωτών ή θεματικών συναλλακτικών σχέσεων.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορούν να εξειδικεύονται όροι λειτουργίας και κριτήρια δράσης και να αναπροσαρμόζονται τα ελάχιστα όρια πόρων από συνδρομές και αριθμού μελών των πανελλαδικών και περιφερειακών ενώσεων καταναλωτών.
Κάθε πανελλαδική ένωση καταναλωτών συμμετέχει στο Εθνικό Συμβούλιο Καταναλωτών και Αγοράς με έξι εκπροσώπους, κάθε περιφερειακή ένωση καταναλωτών με τρεις εκπροσώπους και κάθε άλλη ένωση καταναλωτών με έναν εκπρόσωπο».
3. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 16 του άρθρου του 10 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει, η λέξη «τριάντα (30)» αντικαθίσταται από τη λέξη «δέκα (10)».
4. Η παράγραφος 18 του άρθρου του 10 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Η συλλογική αγωγή της περίπτωσης α της παραγράφου 16 ασκείται σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών και η συλλογική αγωγή των περιπτώσεων β και δ της ίδιας παραγράφου σε αποκλειστική προθεσμία τριών ετών από την τελευταία εκδήλωση της παράνομης συμπεριφοράς που αποτελεί τη βάση της. Οι απαιτήσεις της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 16 υπόκεινται στην εκάστοτε προβλεπόμενη από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα παραγραφή. Ο χρόνος παραγραφής παρατείνεται μέχρι δύο έτη από τότε που η απόφαση επί της συλλογικής αγωγής της περίπτ. δ΄ της παραγράφου 16 καταστεί αμετάκλητη».
5. Η παράγραφος 20 του άρθρου του 10 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Συλλογικές αγωγές των περιπτώσεων α’ , β΄ και δ΄ της παραγράφου 16 δικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στη συντομότερη δυνατή δικάσιμο. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης. Οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν από την απόφαση αυτή ισχύουν έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι. Εφόσον καταστεί αμετάκλητη η δικαστική απόφαση επί συλλογικής αγωγής της περίπτωσης δ΄, ο ζημιωθείς καταναλωτής, επιφυλασσομένης της δυνατότητάς του να ασκήσει αγωγή, μπορεί, με βάση την απόφαση αυτή, να γνωστοποιήσει εγγράφως στον προμηθευτή, κατά του οποίου εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, την απαίτησή του, αναφέροντας τα στοιχεία που την προσδιορίζουν. Μετά την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την έγγραφη γνωστοποίηση, ο καταναλωτής, εφόσον δεν ικανοποιηθεί, μπορεί να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής για την απαίτηση του από το δικαστήριο, εφόσον αυτή μπορεί να εκκαθαριστεί. Η απαίτηση αποδεικνύεται και με κάθε ιδιωτικό έγγραφο το οποίο, ως εκ του είδους ή της συνήθειας της συναλλαγής, χορηγείται ως απόδειξη στους καταναλωτές».
6. Στο άρθρο 10 του ν. 2251/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του ν. 3587/2007 (Α’ 152), οι παράγραφοι 25 έως 29 αναριθμούνται σε 26 έως 30 και προστίθεται παράγραφος 25 που έχει ως εξής:
«25. α. Σε περίπτωση παράβασης, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 16, η οποία διαπράχθηκε στην Ελληνική επικράτεια, κάθε νομιμοποιούμενος φορέας από άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν θίγονται τα συμφέροντα τα οποία προστατεύει, μπορεί να ασκεί τη συλλογική αγωγή των περιπτώσεων α΄ και γ΄ της παραγράφου 16 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει. Οι διατάξεις των παραγράφων 17 και 20 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει, εφαρμόζονται αναλόγως.
β. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων για την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων του π.δ/τος 100/2000 (ΦΕΚ Α΄ 98) κάθε ημεδαπή ένωση που πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 16 του άρθρου 10 του ν.2251/1994, όπως ισχύει, καθώς και κάθε νομιμοποιούμενος φορέας από άλλο κράτος μέλος, όταν θίγονται τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών, τα οποία προστατεύει, δικαιούται να υποβάλλει καταγγελία και να ζητήσει να επιβληθούν οι διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 12 και 15 παρ.3 του ν.2644/98 (ΦΕΚ Α΄ 233). Δικαιούται επίσης να υποβάλλει αίτηση επανόρθωσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 του Π.Δ.100/2000.
γ. Για την άσκηση της συλλογικής αγωγής ή την υποβολή καταγγελίας ή αίτησης επανόρθωσης, ο νομιμοποιούμενος φορέας επιδεικνύει τον σχετικό κατάλογο που καταρτίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κα δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ «περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα προστασίας των καταναλωτών». Τα δικαστήρια και οι αρμόδιες αρχές δέχονται τον κατάλογο αυτό ως απόδειξη της νομιμοποίησης των φορέων προς έγερση της συλλογικής αγωγής ή υποβολής καταγγελίας ή αίτησης επανόρθωσης με την επιφύλαξη του δικαιώματός τους να εξετάσουν κατά πόσον ο σκοπός του φορέα δικαιολογεί την έγερση αγωγής ή την υποβολή καταγγελίας στη συγκεκριμένη περίπτωση.»
7. Καταργείται το Π.Δ. 301/2002 (Α’ 267) «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της οδηγίας 98/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 1998 “περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών” (ΕΕ αριθ.L 166 της 11/6/1998, σ. 51-55) και τροποποίηση του Νόμου 2251/1994 για την «Προστασία των καταναλωτών» (Α’ 191).