1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 29 του ν. 2496/1997 (ΦΕΚ 87 Α’) αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο λήπτης ατομικής ασφάλισης έχει το δικαίωμα να ζητήσει οποτεδήποτε την αξία εξαγοράς της ασφάλισης ζωής. Με το ασφαλιστήριο επιτρέπεται να μη συμφωνηθεί αξία εξαγοράς για το πρώτο έτος. Στην ομαδική ασφάλιση μπορεί να συμφωνηθεί διαφορετικά. Η αξία εξαγοράς είναι το ποσόν που προκύπτει σύμφωνα με τους αναγνωρισμένους αναλογιστικούς κανόνες από τα καταβληθέντα ασφάλιστρα αποταμίευσης, αφαιρώντας τα έξοδα πρόσκτησης σύμφωνα με τα επόμενα εδάφια. Στις ασφαλίσεις ζωής με περιοδική καταβολή ασφαλίστρου δεν επιτρέπεται σε καθένα μετά το πρώτο έτος να αφαιρούνται έξοδα πρόσκτησης που υπερβαίνουν το ποσόν που ανακύπτει από την ισομερή κατανομή του υπολοίπου των εξόδων πρόσκτησης σε τουλάχιστον δέκα έτη της ασφάλισης, εκτός αν η διάρκεια αυτής είναι μικρότερη, οπότε η ισομερής κατανομή γίνεται στα έτη που ακολουθούν μέχρι τη λήξη της. Σε περίπτωση που έχουν καταβληθεί πριν την άσκηση του δικαιώματος εξαγοράς δύο πλήρη ετήσια ασφάλιστρα η αφαίρεση εξόδων πρόσκτησης στο πρώτο έτος δεν μπορεί να υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό του ετήσιου ασφαλίστρου. Στις ασφαλίσεις ζωής με εφ άπαξ καταβολή ασφαλίστρου δεν επιτρέπεται να αφαιρούνται το πρώτο έτος περισσότερα έξοδα πρόσκτησης από το σαράντα τοις εκατό αυτών και σε καθένα από τα επόμενα έτη το ποσόν που ανακύπτει από την ισομερή κατανομή του υπολοίπου των εξόδων αυτών σε τουλάχιστον πέντε έτη της ασφάλισης. Συμφωνία για μείωση του ποσού εξαγοράς εξαιτίας μη αποσβεσθέντων εξόδων πρόσκτησης είναι άκυρη. Με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να συμφωνηθεί η μείωση της αξίας εξαγοράς σε ποσοστό μέχρι δέκα τοις εκατό εφόσον η εξαγορά πραγματοποιείται κατά το πρώτο έτος της ασφάλισης, το οποίο ποσοστό μειώνεται κατά μία τουλάχιστον ποσοστιαία μονάδα για κάθε έτος ασφάλισης που ακολουθεί. Την υποχρέωση καταβολής των αξιών εξαγοράς έχει ο ασφαλιστής και σε κάθε περίπτωση λύσης της ασφαλιστικής σύμβασης».
2. Η παράγραφος 4 του άρθρου 29 του ν. 2496/1997 (ΦΕΚ 87 Α’) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Τα έξοδα πρόσκτησης της ασφάλισης ως ενιαίο συνολικό ποσόν και τα λοιπά έξοδα της ασφάλισης ως ποσοστό του ετήσιου ασφαλίστρου, το ποσοστό της συμμετοχής του λήπτη της ασφάλισης στην πιθανή υπεραπόδοση και ο τρόπος υπολογισμού αυτής αναφέρονται κατά τρόπο σαφή και ευδιάκριτο στο ασφαλιστήριο. Η μη τήρηση της υποχρέωσης αυτής γεννά αντίστοιχα αξίωση του λήπτη της ασφάλισης για καταβολή σε αυτόν των εξόδων που παραλήφθηκαν και την πλήρη συμμετοχή του στην πιθανή υπεραπόδοση».
3. Οι παράγραφοι του παρόντος άρθρου ισχύουν για τις ασφαλίσεις ζωής που συνάπτονται από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου.