α) θα γίνει λογιστικός διαχωρισμός προνοιακών παροχών (σύνταξη, γενικές παροχές) και κατά κυριολεξία συντάξεων.
β) Καθορισμός μίας, κοινής για όλους τους Φ.Κ.Α., βασικής σύνταξης, η οποία θα είναι σύνταξη γήρατος, με τις ευνόητες βέβαια εξαιρέσεις (π.χ. βαρέα και ανθυγιεινά) και θα καταβάλλεται με εισοδηματικά κριτήρια, ανεξαρτήτως αν ο δικαιούχος έχει θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, ή αν θα έχει έστω και ένα ένσημο. Η βασική σύνταξη θα έχει προνοιακό χαρακτήρα και θα καταβάλλεται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Το ύψος της βασικής σύνταξης εξαρτάται από τη σχετική πολιτική απόφαση εκάστης κυβέρνησης και, προφανώς, από τον αριθμό των δικαιούχων. Ο κανόνας της τριμερούς χρηματοδότησης του Ασφαλιστικού, παραμένει καταστατική αρχή της πολιτικής μας.
γ) Ανταποδοτική σύνταξη. Πρόκειται για την κατά κυριολεξία σύνταξη, η οποία αναλογεί στο χρόνο εργασίας και τις καταβληθείσες εισφορές. Ο επαναπροσδιορισμός του ύψους της δεν θα αποτελεί θέμα εισοδηματικής πολιτικής, όπως είναι σήμερα, αλλά θα καθορίζεται, δίχως η κυβέρνηση να διαθέτει διακριτική ευχέρεια, με όρους τιμαριθμικούς και με συνυπολογισμό των οικονομικών δυνατοτήτων των Φ.Κ.Α. Ούτε ένα ένσημο δεν θα πηγαίνει χαμένο, ο δε εργαζόμενος, με βάση το σύστημα αυτό, θα καθίσταται ¨φύλακας¨ και συνδιαμορφωτής του επιπέδου της σύνταξής του.
δ) Βάση (χρόνος) υπολογισμού. Η δεκαετία ή δεκαπενταετία κατά την έναρξη εφαρμογής, το 2018, και το σύνολο του εργατικού βίου, προς τα τέλη της επόμενης δεκαετίας.
ε) Συντελεστές υπολογισμού ανταπόδοσης. Κλιμακούμενοι συντελεστές, από τα 15 έως τα 40 χρόνια. Ο νομοθετικός προσδιορισμός των συντελεστών, έχει μεν πολιτικό χαρακτήρα, ωστόσο δεν μπορεί να αγνοεί την οικονομική κατάσταση των Φ.Κ.Α. και το γεγονός ότι το σύστημα πρέπει να είναι βιώσιμο και να μην εξαντλεί τις δυνατότητες της εθνικής οικονομίας. Στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης γίνονται ήδη ποσοτικοποιήσεις με βάση δεκάδες εκδοχές, ούτως ώστε να αποφασίσουμε με πολύ συγκεκριμένους όρους.