Το άρθρο 16 του Ν.1876/1990 (ΦΕΚ Α/ 27/ 8.3.1990), «για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» αντικαθίσταται ως εξής:
«ΆΡΘΡΟ 16 Διαιτησία.
1. Η προσφυγή στη διαιτησία μπορεί να γίνεται σε οποιοδήποτε στάδιο των διαπραγματεύσεων με κοινή συμφωνία των μερών.
2. Είναι δυνατή η προσφυγή στη διαιτησία μονομερώς στις εξής περιπτώσεις:
α) από οποιοδήποτε μέρος, εφόσον το άλλο μέρος αρνήθηκε τη μεσολάβηση , ή
β) από οποιοδήποτε μέρος μετά την υποβολή της πρότασης μεσολάβησης, εφόσον και τα δύο μέρη προσήλθαν και συμμετείχαν στη διαδικασία μεσολάβησης.
Μετά την παρέλευση 8 ετών από την ισχύ του παρόντος επανεξετάζεται η ρύθμιση της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. και οι εκπρόσωποι των κοινωνικών εταίρων, που συμβάλλονται στην κατάρτιση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ( ΕΓΣΣΕ) ήτοι οι : η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ), ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ) και η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), εισηγούνται την διατήρησή της ή την κατάργησή της.
Ειδικά για τις ομοιοεπαγγελματικές και τις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας η προσφυγή στη διαιτησία περιορίζεται στον καθορισμό βασικού ημερομισθίου ή/και βασικού μισθού. Για τα λοιπά θέματα μπορεί να συνεχιστεί οποτεδήποτε η συλλογική διαπραγμάτευση προκειμένου να συναφθεί συλλογική σύμβαση εργασίας.
3. Η διαιτησία διεξάγεται από ένα διαιτητή και στην περίπτωση μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, σύμφωνα με την παράγραφο 2 αυτού του άρθρου, είναι δυνατόν να ζητηθεί από ένα εκ των μερών η συγκρότηση τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας. Ο διαιτητής ή οι διαιτητές της τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, οι αναπληρωτές τους καθώς και ο ορισμός ενός εκ των διαιτητών ως Προέδρου της τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, επιλέγονται με κοινή συμφωνία των μερών από ειδικό κατάλογο διαιτητών και σε περίπτωση ασυμφωνίας με κλήρωση. Για το σκοπό αυτόν, ύστερα από 48 ώρες από την προσφυγή στη διαιτησία, η αρμόδια υπηρεσία του Ο.ΜΕ.Δ. καλεί τα μέρη να προσέλθουν σε καθορισμένο τόπο και ώρα για την επιλογή διαιτητή ή Επιτροπής Διαιτησίας. Η κλήρωση διεξάγεται ενώπιον του Προέδρου του Ο.ΜΕ.Δ. ή του οριζομένου από αυτόν εκπροσώπου του και κάθε μέρος έχει το δικαίωμα για μια φορά να εκφράσει την άρνησή του για το κληρωθέν πρόσωπο. Ο διαιτητής και οι διαιτητές της τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας οφείλουν να αναλάβουν τα καθήκοντά τους εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών το αργότερο από τον ορισμό τους. Η απόφαση της Επιτροπής Διαιτησίας λαμβάνεται ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία.
4. Ο διαιτητής μελετά όλα τα στοιχεία και πορίσματα, που συγκεντρώθηκαν στο στάδιο της μεσολάβησης, την οικονομική κατάσταση και την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας της παραγωγικής δραστηριότητας, στην οποία αναφέρεται η συλλογική διαφορά, και έχει τα ίδια δικαιώματα με το μεσολαβητή. Το ίδιο ισχύει και για την Επιτροπή Διαιτησίας.
5. Η απόφαση της Διαιτησίας εξομοιώνεται με συλλογική σύμβαση εργασίας και ισχύει από την επομένη της υποβολής της αίτησης για μεσολάβηση.
6. Η διαιτητική απόφαση εκδίδεται σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες από την ανάληψη των καθηκόντων του Διαιτητή ή της Επιτροπής Διαιτησίας, αν προηγήθηκε μεσολάβηση, και σε διάστημα τριάντα (30) εργασίμων ημερών, αν δεν προηγήθηκε.
7. Στις περιπτώσεις προσφυγής στη διαιτησία αναστέλλεται η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας για διάστημα δέκα (10) ημερών από την ημέρα προσφυγής.
8. Οι διαφορές για το κύρος των διαιτητικών αποφάσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά το άρθρο 16 στοιχ. 5 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 του ίδιου Κώδικα. Η σχετική αγωγή εγείρεται από τα συμμετέχοντα στη συλλογική διαφορά μέρη ή δε εκδοθησομένη απόφαση ισχύει για όλα τα δεσμευόμενα από τη διαιτητική απόφαση μέρη.
Η δικάσιμος ορίζεται υποχρεωτικά εντός σαράντα πέντε (45) εργασίμων ημερών από την κατάθεση της αγωγής, ανεξάρτητα από πόσες υποθέσεις έχει η δικάσιμος. Η έφεση ασκείται εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών από την επίδοση της απόφασης και η δικάσιμος της έφεσης ορίζεται υποχρεωτικά εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, η επίδοση της οποίας γίνεται δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από την συζήτηση.».
με όσα προανέφερα ο όρος μεσολάβηση καταργείται. Καθότι όλος ο όγκος δουλειάς για την εφαρμογή και επιτυχία του σκοπού του νομοσχεδίου μεταβιβάζεται εξ ολοκλήρου στις συμβαλόμμενες πλευρές. Από την υπογραφή αυτής της συμφωνίας θα οριστεί χρόνος λήξεώς της ο οποίος δεν θα είναι πάνω από τέσσερα χρόνια. Είναι διάστημα αρκετό για συγκέντρωση οικονομικών μεγεθών και εμψυχου δυναμικού απαραίτητου για την Εθνική οικονομία. Στο διάστημα των τεσσάρων ετών όλα τα μεγάλα θέματα θα ενεργοποιηθούν με ταχύτητα και πρακτικότητα ούτως ώστε με τη λήξη του εθνικού συμβιβασμού να υπάρχουν πολλαπλες επιλογές στην εργασία και στην ζωή γενικά όλων των πολιτών με νέα ποιο γενναιόδωρη δυναμική και προς τις δύο πλευρές των συμβαλλόμενων. κατάργηση υψηλού ΦΠΑ.., αύξηση του κατώτατου μισθού σημαντικά.
Συμφωνούμε με το άρθρο 3 στα σημεία που διατηρεί το άρθρο 16 του Ν.1876/1990.
Διαφωνούμε με τη παράγραφο 1 β μόνον ως προς το ότι θα έχουν το ίδιο δικαίωμα και οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες να προσφεύγουν στην διαιτησία. Η διαφωνία μας αφoρά δύο ζητήματα:
Α) δεν απαιτείται πλέον για την προσφυγή στη διαιτησία να έχει γίνει δεκτή προηγουμένως η πρόταση του μεσολαβητή, έστω και μερικώς, αλλά γενικά όποιος μετείχε στη μεσολάβηση, μετά την υποβολή της πρότασης του μεσολαβητή, θα προσφεύγει στη διαιτησία. Αυτή η ρύθμιση μειώνει την σημασία της μεσολάβησης, και αποθαρρύνει τα μέρη διατυπώνουν προτάσεις που θα τους δεσμεύουν, τόσο κατά την διαπραγμάτευση στη μεσολάβηση, αλλά ακόμη και με την αποδοχή της πρότασης του μεσολαβητή. Πρέπει να διατηρηθεί η ισχύουσα ρύθμιση για αποδοχή της πρότασης μεσολάβησης, έστω και μερικώς.
Β ) Περιορίζει το περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης στο βασικό μισθό και το βασικό ημερομίσθιο, όταν πρόκειται για ομοιοεπαγγελματικές και επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις. Η ρύθμιση αυτή είναι απολύτως λανθασμένη. Δεν υπάρχει κανένα κριτήριο για την μείωση του περιεχομένου των διαιτητικών αποφάσεων ανάλογα με το είδος τους. Θα οδηγήσει σε ουσιαστική κατάργηση όλων των όρων των ομοιοεπαγγελματικών και των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων, αφού αν έχει καταγγελθεί η ισχύουσα ρύθμιση και η υπόθεση φθάσει στη διαιτησία, ο διαιτητής δεν θα επιτρέπεται από τον νόμο να διατηρήσει σε ισχύ τις προηγούμενες ρυθμίσεις και απλώς θα ορίζει το βασικό μισθό και βασικό ημερομίσθιο!!!. Αυτή η ρύθμιση είναι ένα λαμπρό κίνητρο για τους εργοδότες να καταγγείλουν τις ομοιοεπαγγελματικές και τις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις και να οδηγήσουν όλους τους εργαζόμενους ή στη μίζερη αποδοχή της μοίρας τους, ή σε απεργίες και κοινωνική αναταραχή.
Ας σημειωθεί ότι οι ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις καλύπτουν σημαντικό μέρος των εργαζομένων, των οποίων η ειδικότητα δεν περιέχεται σε κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας. Αυτό συμβαίνει στον κλάδο του τουρισμού, όπου το δικό μας επάγγελμα ρυθμίζεται μόνον με ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας. Στο θέμα αυτό εκφράζουμε την απόλυτη αντίθεση μας και τονίζουμε ότι η εφαρμογή του Ν.1876/1990 συνέβαλε στην δημιουργία κλίματος διαπραγματευτικής συνεννόησης, ενώ αυτή η ρύθμιση ευνοεί κατάφορα τα συμφέροντα της εργοδοσίας.
1. Η κατάργηση της προϋπόθεσης του ν. 1876/90 να αποδέχεται το σωματείο ή η εργοδοτική οργάνωση την πρόταση Μεσολαβητή, ως προϋπόθεση για να προσφύγει μονομερώς στη Διαιτησία, υποβαθμίζει τελείως τη διαδικασία της Μεσολάβησης και τη σημασία μιας κατάλληλα αιτιολογημένης συμβιβαστικής πρότασης Μεσολαβητή. Κάνει ανώδυνη την προσφυγή στη Διαιτησία (δεν χρειάζεται κανείς να συμβιβαστεί ή να δεσμευτεί για οτιδήποτε) και πιθανώς σηματοδοτεί την προδιάθεση διατύπωσης εξαιρετικά δυσάρεστων προτάσεων Μεσολάβησης, που δεν θα μπορούσαν να τις αποδεχθουν τα σωματεία εργαζομένων. Είναι κρίμα μια βασική καινοτομία του ν. 1876/90, η Μεσολάβηση, να απαξιώνεται σε τέτοιο βαθμό με τον νέο νόμο, κάνοντας την όλη διαδικασία ένα απλό σκαλί πρόσβασης στη Διαιτησία.
2. Το τριμελές όργανο Διαιτησίας βοηθάει να στρογγυλεύουν οι γωνίες και να αποφεύγονται ακρότητες στις Διαιτητικές Αποφάσεις, είναι όμως πολύ πιο δυσκίνητο όργανο στις ακροάσεις, στη διαμόρφωση, στην τεκμηρίωση και στη λήψη απόφασης, σε σύγκριση με τη μονοπρόσωπη Διαιτησία. Θα έπρεπε να προβλεφθεί μεγαλύτερη προθεσμία για την έκδοση της απόφασης σε τέτοια περίπτωση. Επίσης, η ύπαρξη μόνο 12 Διαιτητών κατ’ ανώτατο όριο, όπως προβλέπει το σ.ν, σημαίνει πως αν λειτουργήσει η τριμελής Διαιτησία, θα εμπλέκονται συνεχώς οι ίδιοι Διαιτητές στην έκδοση απόφάσεων και δεν θα υπάρχει επαρκές περιθώριο επιλογής προσώπων. Ο μικρός αριθμός θα είχε λογική μόνο εαν οι Διαιτητές ήταν πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, που είναι και ο μόνος τρόπος να μην εμφανίζουν δηλωμένα ή αδήλωτα ασυμβίβαστα στον χειρισμό υποθέσεων.
Η απάλειψη των θεσμικών θεμάτων από τα αντικείμενα των Δ.Α. στις επιχειρησιακές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ (άρθρο 3, παρ. 2), είναι εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη, αφήνοντας άλυτες τις αντίστοιχες συλλογικές διαφορές, (κάτι που ελέγχεται και για συμβατότητα με το Σύνταγμα…) άρα στην αποκλειστική ρυθμιστική αρμοδιότητα του εργοδότη. Αυτά, για όσους «ορκίζονταν» υπερ της σημασίας των επιχειρησιακών ΣΣΕ, που θα μπορούσαν «να ρυθμίζουν τα πάντα» αντί για τις κλαδικές ΣΣΕ. Ποιά αλήθεια «διαβούλευση των κοινωνικών εταίρων» (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ) έβγαλε ως «σημείο σύγκλισης» αυτή την εκτρωματική ρύθμιση – και πότε;
Τα θεσμικά θέματα των κλαδικών SSE περιέργως παραμένουν, ως δυνητικά αντικείμενα Διαιτητικής Απόφασης, πιθανώς για να γίνεται το απαραίτητο trade-off μεταξύ «μισθών-εργασιακών δικαιωμάτων-απασχόλησης». ‘Ομως, οι κλαδικές ΣΣΕ ήδη «ξηλώνονται» με τις επικείμενες νομοθετικές ρυθμίσεις για τη σε βάρος τους επικράτηση των επιχειρησιακών ΣΣΕ.
Εξίσου αρνητική «πρωτοβουλία» του νομοσχεδίου, που δεν έχει καμιά σχέση με το Μηνημόνιο, είναι η ρύθμιση που προβλέπει το σταμάτημα της απεργίας για 10 μέρες, ακόμα και όταν ο εργοδότης είναι αυτός που προσφεύγει μονομερώς στη διαιτησία. (παρ. 7 άρθρου 3 του σ.ν.)
Η διάταξη αυτή μας ξαναφέρνει στις εποχές του ν. 3239/55, όταν ο εργοδότης ή το Κράτος χρησιμοποιούσαν τη Διαιτησία για να σταματήσουν απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων. Υποτίθεται ότι το σταμάτημα της απεργίας στον ν. 1876/90 είχε θεσπιστεί ως αντίβαρο στη μονομερή προσφυγή των εργαζομένων στη Διαιτησία, επειδή δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο ο εργοδότης. Τώρα που «αποκαταστάθηκε η ασυμμετρία στη διαιτησία», με ποια λογική διατηρείται η απαγόρευση της απεργίας για 10 μέρες, επεκτεινόμενη και στις περιπτώσεις που θα προσφύγει μονομερώς ο εργοδότης;
2
β) ….Μετά την παρέλευση 8 ετών από την ισχύ του παρόντος επανεξετάζεται η ρύθμιση της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. και οι εκπρόσωποι των κοινωνικών εταίρων, που συμβάλλονται στην κατάρτιση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ( ΕΓΣΣΕ) ήτοι οι : η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ), ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ) και η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), εισηγούνται την διατήρησή της ή την κατάργησή της.
Ειδικά για τις ομοιοεπαγγελματικές και τις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας η προσφυγή στη διαιτησία περιορίζεται στον καθορισμό βασικού ημερομισθίου ή/και βασικού μισθού. Για τα λοιπά θέματα μπορεί να συνεχιστεί οποτεδήποτε η συλλογική διαπραγμάτευση προκειμένου να συναφθεί συλλογική σύμβαση εργασίας.
Όλο το προηγούμενο απόσπασμα δεν έχει νόημα ή εμποδίζει την οριστική επίλυση ζητημάτων στο εργασιακό χώρο. Δηλαδή μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα παρά να λύσει διότι τι νόημα θα είχε η προσφυγή στην διαιτησία όταν δεν επιλαμβάνεται άλλων ζητημάτων πλην του ημερομισθίου;
Πώς διασφαλίζεται το ύψος του βασικού ημερομισθίου ή/και βασικού μισθού;
Επίσης στο ισχυρότερο μέρος δίνεται δικαίωμα να αμφισβητήσει τα πάντα
Προτείνω όλο το άρθρο να διατυπωθεί ως εξής:
1. Προσφυγή στη διαιτησία μπορεί να γίνεται:
α) Σ’ οποιοδήποτε στάδιο των διαπραγματεύσεων με κοινή συμφωνία των μερών.
β) Μονομερώς από οποιοδήποτε μέρος, εφ’ όσον το άλλο μέρος αρνήθηκε τη μεσολάβηση.
γ) Μονομερώς από συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων, εφ’ όσον αποδέχονται την πρόταση του μεσολαβητή που απορρίπτει ο εργοδότης.
δ) Ειδικώς για τις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις καθώς και τις συμβάσεις των επιχειρήσεων και οργανισμών κοινής ωφέλειας δικαίωμα προσφυγής στη διαιτησία έχει το μέρος που αποδέχεται την πρόταση του μεσολαβητή που απορρίπτει το άλλο μέρος.
2. Στις περιπτώσεις του εδαφίου (γ) προσφυγής των εργαζομένων στη διαιτησία αναστέλλεται η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας για διάστημα δέκα (10) ημερών από την ημέρα της προσφυγής.
3. Η απόφαση του διαιτητή εξομοιώνεται με συλλογική σύμβαση εργασίας και ισχύει από την επομένη της υποβολής της αίτησης για μεσολάβηση.
4. Ο διαιτητής επιλέγεται με κοινή συμφωνία των μερών από ειδικό κατάλογο διαιτητών και, σε περίπτωση ασυμφωνίας, με κλήρωση και οφείλει να αναλάβει τα καθήκοντά του εντός πέντε (5) ημερών το αργότερο.
5. Ο διαιτητής μελετά όλα τα στοιχεία και πορίσματα που συγκεντρώθηκαν στο στάδιο της μεσολάβησης και έχει τα ίδια δικαιώματα με το μεσολαβητή.
6. Η διαιτητική απόφαση εκδίδεται σε δέκα (10) ημέρες από την ανάληψη των καθηκόντων του διαιτητή, αν προηγήθηκε μεσολάβηση, και σε διάστημα τριάντα (30) ημερών αν δεν προηγήθηκε.
Εάν επιθυμούμε ταχύτητα στις διαδικασίες θα πρέπει να σταματήσουμε να αναφερόμαστε σε εργάσιμες ημέρες και να θέτουμε προθεσμίες σε ημερολογιακές ημέρες.
Μάλλον δεν λέτε την αλήθεια για άλλη μια φορά στον ελληνικό λαό.Πιέζεστε από την Τρόικα και το ευρωπαικό κεφάλαιο για κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και ασπάζεστε,ηθελημμένα ή μη, τη νεοδεξιά αντίληψη για το εργασιακό κόστος.Γι’αυτό εφευρίσκετε νομικές φόρμουλες με τις οποίες θα καταργηθεί όχι μόνο ο βασικός μισθός αλλά και τα άλλα δικαιώματα.Και πώς μπορεί ένας λαός εξαθλιωμένος να αντισταθεί όταν η πραγματική ανεργία είναι 30% του ενεργού πληθυσμού και να μη δεχθούν και μειώσεις μισθών οι εργαζόμενοι υπό τον τρόμο της ανεργίας? Δεν είμαι νομομαθής για να σχολιάσω ειδικά το θέμα της διαιτησίας αλλά ένοιωσα την ανάγκη να κάνω μια γενικότερη πολιτική τοποθέτηση που εφάπτεται του υπό διαβούλευση ζητήματος.
ΜΟΝΟ ΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Στην παράγραφο 3 χρειάζονται φραστικές βελτιώσεις όπως και στην παράγραφο 3 τού προηγούμενου άρθρου.
Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 8 έχει ελλιπή διατύπωση ως προς τους ενάγοντες και τους εναγόμενους. Χρειάζεται προσοχή και ως προς την ισχύ τής δικαστικής αποφάσεως, που δεν μπορεί να ισχύει παρά μόνον έναντι τών διαδίκων, αλλοιώς παραβιάζεται βασική αρχή τού δεδικασμένου.
Με αφορμή τη θέση σε Δημόσια Διαβούλευση του σχεδίου νόμου για τη διαδικασία επίλυσης των συλλογικών διαφορών, επιθυμούμε κατ΄ αρχήν να επισημάνουμε το εξής:
Η εφαρμογή του Νόμου 1876/1990, για μια σχεδόν 20ετία επέδειξε μια σχετικά ομαλή και ικανοποιητική εξέλιξη στην επίλυση των συλλογικών διαφορών, με εξαίρεση τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής της πλευράς των εργαζομένων στη διαδικασία της Διαιτησίας, ρύθμιση, η οποία επί της ουσίας, διατήρησε την ανισότητα στην αντιμετώπιση των κοινωνικών εταίρων
Άρθρο 3 παράγραφοι 1 & 2
Με το σχέδιο νόμου, στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 & 2 επιχειρείται μια προσπάθεια εξισορρόπησης του δικαιώματος εργοδοτών και εργαζομένων, με την εισαγωγή της δυνατότητας προσφυγής στη διαιτητική διαδικασία και των δύο μερών.
Ωστόσο, διαφωνούμε με την πρόβλεψη του άρθρου 3 η οποία αφορά στη δυνατότητα επανεξέτασης της ρύθμισης της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία μετά την παρέλευση 8 ετών, δεδομένου ότι αυτή θέτει εκ προοιμίου υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης των κοινωνικών εταίρων.
Άρθρο 3 παράγραφος 7
Στο άρθρο 3 παράγραφος 7 αναφέρεται ότι στις περιπτώσεις προσφυγής στη Διαιτησία αναστέλλεται η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας για διάστημα δέκα ημερών από την ημέρα προσφυγής.
Επί του θέματος θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι σε όλα τα στάδια της συλλογικής διαπραγμάτευσης από την έναρξη των διμερών συνομιλιών μέχρι και την επίλυση της συλλογικής διαφοράς είτε μέσω της Μεσολάβησης είτε μέσω της προσφυγής στη Διαιτησία είναι αυτονόητη η ύπαρξη εργασιακής ειρήνης.
Εξάλλου το καθεστώς των συλλογικών διαπραγματεύσεων δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τεχνική που θα οδηγήσει τους κοινωνικούς εταίρους στη συνομολόγηση συμβάσεων, αλλά ως μέσο διαλόγου, σύγκλισης και οικοδόμησης κοινωνικής συναίνεσης και οι όποιες πιέσεις ασκούνται, συνιστούν τροχοπέδη στον εκσυγχρονισμό και στην αναβάθμιση των κοινωνικών συνομιλιών.
Οι επιχειρησιακές ΣΣΕ των μεγάλων επιχειρήσεων, που συχνά εμπεριέχουν τον κανονισμό εργασίας, ρυθμίζουν πλήθος θεμάτων, οικονομικής και μη φύσης. Αν η διαδικασία μεσολάβησης και διαιτησίας περιορίζεται μόνο στο καθορισμό βασικού ημερομισθίου (που υπάρχουν πλήθος βασικών ημερομισθίων σε μια ΕΣΣΕ με επιδράσεις από άλλους παράγοντες) τότε πως θα επιλύονται πολύ σοβαρότερα θέματα, που προκύπτουν κατά τη καταγγελία του συνόλου της Επιχειρ. ΣΣΕ; Αν η διαδικασία της μεσολάβησης και διαιτησίας δεν υπεισέρχεται σε όλα τα θέματα της ΕΣΣΕ, υπάρχει κίνδυνος, μετά το διάστημα της μετενέργειας να σέρνεται μια εργασιακή κρίση σε μια επιχείρηση, που πιθανότατα θα υπονομεύσει το μέλλον της.
Άρα θα πρέπει οπωσδήποτε να προβλεφθεί το δικαίωμα του Εργοδότη, που καταγγέλει το σύνολο της ΕΣΣΕ (υποβάλλοντας συνολική πρόταση τροποποίησης), να προσφύγει μονομερώς σε μεσολάβηση και διαιτησία για το σύνολο της ΕΣΣΕ και όχι μόνο για το βασικό μισθό.
Στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 που αφορά την τροποποίηση του άρθρου 16 του Ν.1876/1990 ορίζεται πως : «Είναι δυνατή η προσφυγή στη διαιτησία μονομερώς στις εξής περιπτώσεις:…β) από οποιοδήποτε μέρος μετά την υποβολή της πρότασης μεσολάβησης, εφόσον και τα δύο μέρη προσήλθαν και συμμετείχαν στη διαδικασία μεσολάβησης».
Όπως κατ΄επανάληψη σας έχουμε δηλώσει η θέση μας ήταν και παραμένει πως θα πρέπει να ενισχυθεί ο θεσμός της Μεσολάβησης, ο οποίος θα πρέπει να προαχθεί σε κυρίαρχο θεσμό του Ο.Μ.Ε.Δ.. Τούτο μπορεί να επιτευχθεί μόνο εφόσον καταργηθεί η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία, πλην ακραίων περιπτώσεων, που εξαιρετικοί λόγοι δικαιολογούν τούτο (βλ. σχετ. και απόψεις της Επιτροπής Συνδικαλιστικών Ελευθεριών του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας κατά τη σύνοδο του Νοεμβρίου 2003) και διασφαλισθεί πως πράγματι οι προτάσεις των μεσολαβητών θα στοχεύουν στη σύγκληση των απόψεων των μερών (και δεν θα αποτελούν απλώς σκαλοπάτι για προσφυγή στη διαιτησία) και θα είναι επαρκώς αιτιολογημένες με συγκεκριμένα οικονομικά στοιχεία. Η συγκεκριμένη ρύθμιση, λοιπόν, όπως αυτή διατυπώνεται και με τη γενικότητα που παρουσιάζει μας βρίσκει κάθετα αντίθετους.
Ομοίως στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 που αφορά την τροποποίηση του άρθρου 16 του Ν.1876/1990 ορίζεται πως: «Ειδικά για τις ομοιοεπαγγελματικές και τις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας η προσφυγή στη διαιτησία περιορίζεται στον καθορισμό βασικού ημερομισθίου ή/και βασικού μισθού. Για τα λοιπά θέματα μπορεί να συνεχιστεί οποτεδήποτε η συλλογική διαπραγμάτευση προκειμένου να συναφθεί συλλογική σύμβαση εργασίας.»
Οι ρυθμίσεις που προβλέπονται σε κάθε σ.σ.ε. πάντα επηρεάζουν η μια την άλλη. Για παράδειγμα πολλές φορές προβλέπονται σε μια σ.σ.ε. χαμηλότερες αποδοχές, οι οποίες όμως συνδυάζονται με άλλου είδους παροχές ή και το αντίστροφο. Επομένως δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε το περιεχόμενο της σ.σ.ε., ούτε και πρέπει να το πράξουμε αυτό. Εξάλλου αν τυχόν υιοθετηθεί μια τέτοια ρύθμιση θα προκύψουν πλείστα όσα πρακτικά προβλήματα, καθώς υπάρχει το ενδεχόμενο για την ίδια χρονική περίοδο να διέπει τις ίδιες σχέσεις εργασίας μια δ.α. και μια σ.σ.ε., δύο δηλαδή συλλογικές ρυθμίσεις οι οποίες θα πρέπει να ερμηνεύονται συνδυαστικά, να συνεκτιμώνται για την εξεύρεση των αποδοχών κ.λ.π.
Πέραν των ανωτέρω ειλικρινά δεν μπορούμε να αντιληφθούμε για ποιό λόγο γίνεται αναφορά στη συγκεκριμένη διάταξη μόνο για ομοιοεπαγγελματικές και επιχειρησιακές σ.σ.ε. και όχι και για κλαδικές. Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά; Αν θεωρούμε πως ο καθορισμός του βασικού μισθού είναι ένα ζήτημα τέτοιας σπουδαιότητας που δικαιολογεί τη μονομερή προσφυγή στη διαιτησία τούτο ασφαλώς ισχύει και για τα 3 είδη των σ.σ.ε..
Στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 που αφορά την τροποποίηση του άρθρου 16 του Ν.1876/1990 ορίζεται πως: «…στην περίπτωση μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, σύμφωνα με την παράγραφο 2 αυτού του άρθρου, είναι δυνατόν να ζητηθεί από ένα εκ των μερών η συγκρότηση τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας…».
Θα πρέπει σχετικά να διευκρινιστεί αν είναι υποχρεωτική η συγκρότηση της συγκεκριμένης επιτροπής αν τούτο ζητηθεί και αν κατά την κλήρωση των διαιτητών, σε περίπτωση που επιλαμβάνεται η συγκεκριμένη Επιτροπή, το δικαίωμα εξαίρεσης μπορεί να ασκηθεί μια ή τρεις φορές;
Στην παράγραφο 7 του άρθρου 3 που αφορά την τροποποίηση του άρθρου 16 του Ν.1876/1990 ορίζεται πως: «Οι διαφορές για το κύρος των διαιτητικών αποφάσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου…»
Θα πρέπει να προσδιοριστεί η έκταση του ελέγχου των αρμοδίων Δικαστηρίων (θα αφορά και εκτίμηση της ουσιαστικής ορθότητας της απόφασης ή όχι ;)
Στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου μνημονεύονται ρητά τρεις (3) συγκεκριμένες εργοδοτικές οργανώσεις οι οποίες συμμετέχουν στη Διοίκηση του Ο.Μ.Ε.Δ. (άρθρο 4 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου-άρθρο 17 του Ν.1876/1990) και στη λήψη των σχετικών αποφάσεων.
Πλην των άλλων δε στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 που αφορά την τροποποίηση του άρθρου 16 του Ν.1876/1990 ορίζεται πως: «Μετά την παρέλευση 8 ετών από την ισχύ του παρόντος επανεξετάζεται η ρύθμιση της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. και οι εκπρόσωποι των κοινωνικών εταίρων, που συμβάλλονται στην κατάρτιση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) ήτοι οι: η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ), ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ) και η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), εισηγούνται την διατήρησή της ή την κατάργησή της.», καθορίζεται δηλαδή εκ των προτέρων πως και στο μέλλον οι 4 αυτές οργανώσεις θα είναι οι μόνες που θα έχουν λόγο σχετικά.
Σχετικά θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε πως, όπως έχει ήδη κριθεί και από την Επιτροπή Προστασίας Συνδικαλιστικών Ελευθεριών της Δ.Ο.Ε., (υπόθεση Νο 2334), η εσωτερική νομοθεσία κάθε κράτους θα πρέπει να διαλαμβάνει κριτήρια αντιπροσωπευτικότητας με βάση τα οποία και μόνο θα κρίνεται κάθε φορά ποια ή ποιες οργανώσεις είναι οι πλέον αντιπροσωπευτικές και μπορούν να κάνουν χρήση των τυχόν καθοριζομένων προνομίων (συμμετοχή σε επιτροπές κ.λ.π.), και όχι να κατονομάζει συγκεκριμένες οργανώσεις ως τις πλέον αντιπροσωπευτικές και δικαιούχους των προνομίων αυτών. Εν προκειμένω λοιπόν παρανόμως ορίζεται ευθέως εκ των κείμενων διατάξεων η συμμετοχή των συγκεκριμένων εργοδοτικών οργανώσεων στις διάφορες επιτροπές κ.λ.π..
«Ειδικά για τις ομοιοεπαγγελματικές και τις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας η προσφυγή στη διαιτησία περιορίζεται στον καθορισμό βασικού ημερομισθίου ή/και βασικού μισθού. Για τα λοιπά θέματα μπορεί να συνεχιστεί οποτεδήποτε η συλλογική διαπραγμάτευση προκειμένου να συναφθεί συλλογική σύμβαση εργασίας».
Τα λοιπά θέματα που αναφέρετε αν δε βρουν λύση από τη συλλογική διαπραγμάτευση τι θα γίνεται;
Μήπως στην πράξη καταργείτε όλα τα επιδόματα στον ιδιωτικό τομέα;
Η εμπειρία μέχρι τώρα από τον ΟΜΕΔ έχει δείξει ότι δεν ασχολείται με τα πραγματικά στοιχεία (οικονομικά, κοινωνικά, περιβάλλον κλπ) αλλά περισσότερο παράγει αποφάσεις προσανατολισμένες σε μια λογική κακώς εννοούμενου εργατοπατερισμού.
Πρέπει να προβλέπονται κάποια αντικειμενικά όρια αυτοδέσμευσης και ελέγχου των αποφάσεων (πχ. αναλύσεις της αγοράς, μελέτες γύρω από τον συξητούμενο κλάδο, οικονομικοί δείκτες της χώρας, του κλάδου ή της περιοχής κλπ) ώστε να αποφέυγονται ανεδαφικές και ατεκμηρίωτες αποφάσεις, που το μόνο που κανουν είναι να μεγενθύνουν το πρόβλημα και να βαθαίνουν την κρίση.
Σε κάθε συλλογική σύμβαση ή διαιτητική απόφαση καθορίζεται ο χρόνος ισχύος της μετά τη λήξη του οποίου ξεκινάει ξανά η διαδικασία διαπραγμάτευσης. Επομένως η διαδικασία επανεξέτασης μετά από 8 χρόνια δεν έχει καμία πρακτική σημασία. Στις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, ο περιορισμός της διαιτησίας σε θέματα μισθολογικά και μόνο είναι αντίθετος προς τη λογική των διαπραγματεύσεων και περιορίζει τα διαπραγματευτικά μέσα των μερών. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να προταθεί από τον διαιτητή να μην υπάρχουν μισθολογικές αυξήσεις με αντιστάθμισμα άλλα μέτρα (άδεια, πρόσθετες παροχές).
Ειδικά για τις επιχειρησιακές συμβάσεις όπως προτείνεται η διατησία θα είναι αρμόδια μόνο για τον καθορισμό βασικού μισθου & ημερομισθίου.
Επιπροσθέτως θα πρότεινα οτι σε περίπτωση που οι ήδη υπάρχοντες στην επιχείρηση μισθοί/ημερομίσθια είναι ανώτεροι από τους καθοριζόμενους στην Εθνική ΣΣΕ, τότε η διατησία να μην έχει δικαίωμα άλλης πρότασης/απόφασης και η διαδικασία να διακόπτεται άμεσα.
Με αυτό τον τρόπο προστατεύονται τόσοι οι εργαζόμενοι διότι εξασφαλίζεται ότι οι μισθοί τους είναι ανώτεροι της ΕΣΣΕ αλλά και η επιχείρηση από παράλογες απαιτήσεις για ολοένα περισσότερες αυξήσεις σε αυτή την δύσκολη συγκυρία.
Σχετικά με την παράγραφο 2, στο τέλος της:
Κατ΄αρχήν πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσει το θέμα κλαδική/ ομοιοεπαγγελματική / επιχειρησιακή ΣΣΕ. Αν οι επιχειρησιακές υπερισχύουν των κλαδικών/ επιχειρησιακών, τι νόημα έχει να βγάλει απόφαση σχετικά με το βασικό μισθό η διαιτησία;
Έπειτα, το να προσφεύγει το κάθε μέρος μόνο για να προσδιοριστεί ο μισθός είναι ύποπτο. Δεν αναφέρεται σε ποσοστό αυξήσεων (έστω και μηδενικό) αλλά σε βασικό μισθό, από τον οποίο προκύπτει ολόκληρη η μισθοδοσία με πρόσθεση επιδομάτων, νυχτερινών, αργιών κλπ. Έτσι που είναι γραμμένο αφήνει παράθυρο για μείωση μισθών για αυτό χρήζει επαναδιατύπωσης.
Τέλος, γιατί να μην είναι στην ευχέρεια του διαιτητή αν θα επεκταθεί σε όλα τα περιεχόμενα του εξώδικου; Με αυτό τον τρόπο και σε συνδυασμό της ουσιαστικής απαγόρευσης απεργιών για θέματα που είναι σε εξέλιξη στη διαιτησία, οι εργοδότες δεν θα δίνουν τίποτε σε θεσμικά αιτήματα, η σε αιτήματα που συνδέονται με ιδιαιτερότητες της κάθε εργασίας.
Μετά την παρέλευση 8 ετών !!!!!!!!!!!
Aπό την ισχύ του παρόντος επανεξετάζεται η ρύθμιση της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία
8 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΘΑ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΣΤΑ… ΘΥΜΑΡΑΚΙΑ…