1 . Στους πολίτες τρίτων χωρών, οι οποίοι απασχολήθηκαν με ιδιαίτερα καταχρηστικούς όρους εργασίας ή ως ανήλικοι, πράξεις οι οποίες χαρακτηρίζονται ως τέτοιες από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, και οι οποίοι παρέχουν τη συνδρομή τους στην ποινική διαδικασία που κινείται, δυνάμει των άρθρων 10 έως 12 του παρόντος κατά των εργοδοτών τους, χορηγείται, μετά από σχετική αίτησή τους, που υποβάλλεται αυτοπροσώπως ή μέσω του αρμόδιου Εισαγγελέα, άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους σύμφωνα με τους λοιπούς όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 44 του ν.3386/05 , όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42, παράγραφος 1, εδάφιο ε’ του ν. 3907/11. Άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους μπορεί να χορηγηθεί ακόμα και σε περίπτωση που ο ως άνω παράνομα απασχολούμενος αλλοδαπός δεν συνεργάζεται με τις διωκτικές Αρχές, εφόσον κρίνει, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εισαγγελέα Εφετών, ότι δεν συνεργάζεται εξαιτίας απειλών που στρέφονται κατά προσώπων της οικογένειας του που βρίσκονται στην Ελλάδα ή στη χώρα της προέλευσής του ή οπουδήποτε αλλού και ότι, εάν αυτός δεν προστατευθεί ή εάν απελαθεί, αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο τα προαναφερόμενα πρόσωπα.
2. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών ή η αρμόδια αστυνομική Αρχή ή οι αρμόδιοι φορείς κοινωνικής στήριξης, γνωστοποιούν στον πολίτη τρίτης χώρας – που έχει κριθεί ότι απασχολήθηκε με ιδιαίτερα καταχρηστικούς όρους εργασίας ή ως ανήλικος – ότι δικαιούται να υποβάλει αίτημα για να του χορηγηθεί άδεια διαμονής, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, παρέχοντας σε αυτόν την αναγκαία προς τούτο ενημέρωση.
3. Στην περίπτωση παράνομης απασχόλησης ανηλίκου πολίτη τρίτης χώρας που είναι ασυνόδευτος, η αρμόδια Εισαγγελική Αρχή προβαίνει σε κάθε αναγκαία ενέργεια για να προσδιορίσει την ταυτότητα και την ιθαγένεια του και για να θεμελιώσει το γεγονός ότι δεν συνοδεύεται. Καταβάλλει κάθε προσπάθεια για τον ταχύτερο δυνατό εντοπισμό της οικογένειας του και λαμβάνει αμέσως τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει τη νομική του εκπροσώπηση και, εφόσον χρειάζεται, την εκπροσώπηση του στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας Ανηλίκων ή, όπου δεν υφίσταται Εισαγγελέας Ανηλίκων, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών, εάν δεν βρεθεί η οικογένεια του ανηλίκου ή εάν κρίνει ότι υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ο επαναπατρισμός του δεν εξυπηρετεί το συμφέρον του, μπορεί να διατάσσει κάθε πρόσφορο μέτρο για την προστασία του μέχρι την έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο, στο οποίο πρέπει να απευθύνεται εντός τριάντα ημερών, για το διορισμό Επιτρόπου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 1532, 1534 και 1592 Α.Κ.
4. Στα ίδια πρόσωπα διασφαλίζονται ικανές συνθήκες διαβίωσης, εφόσον δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους και εφόσον το κρίνει ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών.
5. Οι αρμόδιες εισαγγελικές, δικαστικές και αστυνομικές αρχές φροντίζουν, κατά προτεραιότητα, για την προστασία και την ασφάλεια των προαναφερόμενων θυμάτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις, για την παροχή σε αυτά υπηρεσιών μετάφρασης και διερμηνείας όταν αγνοούν την ελληνική γλώσσα, για την ενημέρωση τους σχετικά με τα νόμιμα δικαιώματα τους και με τις υπηρεσίες που τους παρέχονται, καθώς και για την παροχή κάθε αναγκαίας νομικής βοήθειας.
6. Η εξέταση της αίτησης για τη χορήγηση της άδειας διαμονής σύμφωνα με το παρόν άρθρο, γίνεται κατά προτεραιότητα, με την επιφύλαξη λόγων δημόσιας τάξης και ασφάλειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44 του ν.3386/05. Εάν κρίνεται σκόπιμη η παράταση της διαμονής του εν λόγω προσώπου στην Ελληνική Επικράτεια, προς διευκόλυνση της διενεργούμενης έρευνας ή της ποινικής διαδικασίας, η ανωτέρω άδεια διαμονής ανανεώνεται κάθε φορά για ισόχρονο διάστημα.
7. Η άδεια διαμονής δεν ανανεώνεται ή ανακαλείται εφόσον συντρέχει μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α. Εάν ο δικαιούχος επανασυνδέσει τις σχέσεις του ενεργώς και εκουσίως με τους εικαζόμενους δράστες των πράξεων που έχει καταγγείλει.
β. Εάν η αρμόδια Αρχή κρίνει ότι η συνεργασία ή η καταγγελία του θύματος είναι δόλια ή καταχρηστική ή ότι συντρέχουν λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας.
γ. Όταν η ποινική διαδικασία για τα εγκλήματα των περιπτώσεων γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 10 και της παραγράφου 2 του παρόντος νόμου έχει περατωθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 43 ή 47 Κ.Π.Δ. ή έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, με την οποία περατώνεται η σχετική διαδικασία.
Τόσο η ευρωπαϊκή νομοθεσία όσο και η νομοθεσία του ελληνικού κράτους έχουν μηχανισμούς ελέγχων για την κινητικότητα των μεταναστών. Η βάση της σωστής λειτουργίας αυτών, είναι η τοποθέτηση εξειδικευμένων και ενημερωμένων υπαλλήλων, που να μπορούν να κατανοούν τα έγγραφα που δείχνουν οι μετανάστες, και να επικοινωνούν με τις αρμόδιες υπηρεσίες των χωρών τους.Ετσι μόνο θα μπορέσουμε να έχουμε αμεση πληροφόρηση για τους εισέρχοντες στις χώρες μας.
μα τι καθόσαστε και γράφετε ???
αφού τους νόμους του Ελληνικού κράτους δεν τους εφαρμόζει ΚΑΝΕΝΑΣ- ούτε Ελληνας ούτε αλλοδαπός και προπαντώς το ίδιο το κράτος (μη μιλήσουμε για ΟΤΑ)
μπλα μπλα μπλα εκτός τόπου και χρόνου … γράφονται όλα αυτά μόνο για να διακαιολογηθεί ο μισθός αυτών που τα γράφει.
Επανέρχομαι για να συμπληρώσω τα εξής:
α)Δεν μπορούμε μαζικά και άνευ εξαιρέσεων να απαγορεύσουμε την απασχόληση μεταναστών. Ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε έθνος με πολλούς μετανάστες. Επιπλέον, κινδυνεύουμε να κατηγορηθούμε για «αναλγησία» και «απανθρωπιά» από τα άλλα έθνη οι οποίοι εκ ου ασφαλούς παρατηρούν τη χώρα μας να αλλοιώνεται από την αλόγιστη εισροή μεταναστών.
β) Μπορούμε να εφαρμόσουμε αυτό που, αν θυμάμαι καλά, είχαν εφαρμόσει οι ΗΠΑ,δηλ. για να πάει κάποιος εκεί έπρεπε κάποιος Αμερικανός πολίτης να τον προσκαλέσει ονομαστικά. Αυτή η πρόσκληση ήταν ένα είδος «υιοθεσίας», (αν είναι δόκιμος ο όρος), πράγμα που σήμαινε ότι του είχε έτοιμη δουλειά, φρόντιζε για την ασφάλισή του, την εξασφάλιση καταλύματος για μόνιμη διαμονή (μέχρι να βρεθεί, τον φιλοξενούσε εκείνος με δικά του έξοδα)και γενικά ήταν υπόλογος στο νόμο και την τοπική κοινωνία για την όλη στάση και διαβίωση του μετανάστη. Μόλις έληγε η σύμβαση εργασίας του μετανάστη ή αυτός έχανε τη δουλειά του και δεν έβρισκε άλλη σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, υποχρεωτικά αναχωρούσε για την πατρίδα του.
γ) για την παράνομη μετανάστευση, εννοείται ότι πρέπει να εξαντληθούν όλες οι μέθοδοι αποτροπής και να «σφίξει η κάνουλα» ακόμη και γι’ αυτούς που επικαλούνται ασυλία ή ανθρωπιστικούς λόγους. Στο κάτω κάτω, όλοι αυτοί οι λαθρομετανάστες, άλλοι λιγότερο κι άλλοι περισσότερο προέρχονται από χώρες που, λόγω των επικρατούντων πολιτικών ή οικονομικών συνθηκών, και το άσυλο μπορούν να επικαλεστούν και τον ανθρωπισμό μας.
Η εκδιδόμενη, σύμφωνα με το άρθρο 12, άδεια παραμονής να δίνει το δικαίωμα της μετακίνησης και εργασίας του μετανάστη σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με αυτό τον τρόπο, οι λοιπές Ευρωπαϊκές χώρες γίνονται ισότιμοι κοινωνοί του μεταναστευτικού προβλήματος και αποφεύγεται η συσσώρευση μεταναστών στις χώρες – πύλες της Ευρώπης, όπως είναι η Ελλάδα.
Να δημιουργηθούν μηχανισμοί ελέγχου των μεταναστών για όσο διάστημα διαμένουν στη χώρα, οι οποίοι θα διασφαλίζουν ότι:
α) θα μπορούν να βρεθούν άμεσα από τις αρμόδιες αρχές (π.χ με δήλωση παρουσίας ανά δίμηνο)
β) διαβιώνουν υπό συνθήκες υγιεινής που δεν επιβαρύνουν την τοπική κοινότητα
γ) δεν θα δημιουργηθούν περιοχές αποκλειστικής σχεδόν διαμονής μεταναστών, με αποτέλεσμα την υποβάθμισή τους, αλλά θα διαχέονται μεταξύ του τοπικού πληθυσμού.