1.α) Σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης του άρθρου 3, επιβάλλεται στον εργοδότη, με τη διαπίστωσή της ή την κοινοποίησή της, από τους αρμόδιους Επιθεωρητές Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε, κατά δέσμια αρμοδιότητά τους, χρηματική κύρωση πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ ανά παράνομα απασχολούμενο πολίτη τρίτης χώρας.
Σε περίπτωση υποτροπής του εργοδότη, μέσα σε διάστημα τεσσάρων (4) ετών από τη διενέργεια του αρχικού ελέγχου, διπλασιάζεται το ύψος της χρηματικής κύρωσης ανά εργαζόμενο.
β)Με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να επαναπροσδιορίζεται το ύψος της ως άνω επιβαλλόμενης χρηματικής κύρωσης.
2.α) Ο εργοδότης υποχρεούται στην καταβολή των πραγματικών εξόδων που ενδεχομένως επιβαρύνθηκε το Δημόσιο για την επιστροφή των παρανόμως απασχολούμενων πολιτών τρίτης χώρας στις περιπτώσεις που διατάσσεται διαδικασία αναγκαστικής επιστροφής στη χώρα καταγωγής ή προέλευσης.
β) Με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Προστασίας του Πολίτη, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Υπουργού Οικονομικών προσδιορίζονται τα όργανα και ο τρόπος βεβαίωσης και είσπραξης των εξόδων που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο.
3. Κατά της πράξης επιβολής χρηματικής κύρωσης ασκείται προσφυγή μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κοινοποίησή της ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου. Μέσα στην ίδια προθεσμία η προσφυγή κοινοποιείται με μέριμνα του προσφεύγοντος και επί ποινή απαραδέκτου στην αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκηση αυτής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης επιβολής χρηματικής κύρωσης. Η αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε βεβαιώνει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου. Οι παραπάνω χρηματικές κυρώσεις και τα έξοδα επιστροφής εισπράττονται με τη διαδικασία είσπραξης των δημοσίων εσόδων.
4. Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις α’ και β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 επιβάλλονται στον εργοδότη οι χρηματικές κυρώσεις που προβλέπονται στην νομοθεσία που διέπει το ελεγκτικό όργανο. Στις περιπτώσεις που ο έλεγχος πραγματοποιείται από το αρμόδιο όργανο του ΣΕΠΕ, κατά δέσμια αρμοδιότητα αυτού, επιβάλλεται χρηματική κύρωση πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε μια υποχρέωση που δεν έχει τηρηθεί.
5. Σε περίπτωση μη τήρησης των ειδικότερων υποχρεώσεων του εργοδότη σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου θα επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται κατά περίπτωση από την εθνική νομοθεσία.
Ως προς το άρθρο 5§4 του Σχεδίου Νόμου: «Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις α’ και β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 επιβάλλονται στον εργοδότη οι χρηματικές κυρώσεις που προβλέπονται στην νομοθεσία που διέπει το ελεγκτικό όργανο. Στις περιπτώσεις που ο έλεγχος πραγματοποιείται από το αρμόδιο όργανο του Σ.ΕΠ.Ε., κατά δέσμια αρμοδιότητα αυτού, επιβάλλεται χρηματική κύρωση πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε μια υποχρέωση που δεν έχει τηρηθεί».
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση (σελ. 7) «Στην τέταρτη παράγραφο προβλέπεται ότι σε περίπτωση που ο εργοδότης δεν τηρεί τις υποχρεώσεις α και β της παραγράφου (σ.σ. εννοείται του άρθρο 4) επιβάλλεται από την ελεγκτική αρχή που πραγματοποίησε τον έλεγχο χρηματική κύρωση ανάλογα με τη νομοθεσία που τη διέπει. Σε περίπτωση που έλεγχος πραγματοποιήθηκε από όργανο του Σ.ΕΠ.Ε επιβάλλεται χρηματική κύρωση 500 ευρώ για κάθε υποχρέωση από τις ανωτέρω που δεν έχει τηρηθεί. Η συγκεκριμένη διάταξη έχει ως στόχο την επιβολή μειωμένης χρηματικής ποινής στην περίπτωση που ο εργοδότης απασχολεί νόμιμα πολίτη τρίτης χώρας αλλά δεν έχει τηρήσει όλες τις υποχρεώσεις του και συγκεκριμένα δεν έχει κρατήσει αντίγραφο της άδειας διαμονής ή δεν έχει ενημερώσει τις αρχές».
Σύμφωνα όμως με το άρθρο 4§4: «α) Υφιστάμενες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, που προβλέπουν τη διενέργεια ελέγχων από άλλες αρμόδιες Αρχές, σχετικά με την τήρηση υποχρεώσεων, που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εξακολουθούν να ισχύουν. β) Κάθε αρμόδια Αρχή, που σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία διενεργεί ελέγχους, σύμφωνα με το εδάφιο α’ της παραγράφου αυτής και διαπιστώνει τη μη τήρηση υποχρεώσεων της παραγράφου 1, συντάσσει διαπιστωτική πράξη ελέγχου, την οποία και κοινοποιεί αμελλητί στο Σ.ΕΠ.Ε. γ) Η διαπιστωτική πράξη του εδαφίου β) της παραγράφου αυτής είναι δεσμευτική για τα αρμόδια όργανα του Σ.ΕΠ.Ε, τα οποία υποχρεούνται άνευ ετέρου και μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη λήψη της να επιβάλουν στον παραβάτη εργοδότη τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στον παρόντα νόμο και εφόσον συντρέχει μια εκ των περιπτώσεων του άρθρου 10 του παρόντος, υποβάλουν μηνυτήρια αναφορά στις αρμόδιες εισαγγελικές Αρχές. Μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από τη λήψη της διαπιστωτικής πράξης του εδαφίου β) της παραγράφου αυτής, το Σ.ΕΠ.Ε κοινοποιεί στην αρμόδια Αρχή, που διαπίστωσε αρχικά την παράβαση σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, την απόφαση επιβολής κυρώσεων».
Στην αιτιολογική έκθεση του Σχεδίου Νόμου (σελ. 5-6) «Στην τέταρτη παράγραφο προβλέπεται ότι η αρμοδιότητα ελέγχου του ΣΕΠΕ δεν θίγει την αρμοδιότητα ελέγχου άλλων αρμοδίων αρχών (π.χ. αστυνομικές αρχές κτλ), αλλά προβλέπεται συνεργασία των οργάνων αυτών με το ΣΕΠΕ. Κάθε αρχή που διενεργεί ελέγχους και διαπιστώνει μη τήρηση προβλεπόμενων υποχρεώσεων της πρώτης παραγράφου, θα συντάσσει διαπιστωτική πράξη ελέγχου, την οποία κοινοποιεί αμελλητί στο Σ.Ε.Π.Ε. Στο τελευταίο εδάφιο της τέταρτης παραγράφου προβλέπονται συγκεκριμένες προθεσμίες εντός των οποίων το Σ.Ε.Π.Ε. οφείλει να ενεργήσει και να επιβάλει στον παραβάτη εργοδότη τις διοικητικές κυρώσεις ενώ αν συντρέχει και λόγος ποινικής ευθύνης να υποβάλει και μηνυτήρια αναφορά. Η διαδικασία ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση από την πλευρά του Σ.Ε.Π.Ε. της απόφασης επιβολής κυρώσεων στην άλλη αρχή.
Από τα ανωτέρω προκύπτει η εξής αντίφαση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν αμφιβολίες για το ποιο όργανο έχει την αρμοδιότητα επιβολής των διοικητικών κυρώσεων, για το ποια είναι η χρηματική κύρωση και ποια διαδικασία πρέπει να ακολουθηθεί: Ενώ στο άρθρο 4§4 οι λοιπές αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στο Σ.ΕΠ.Ε. την διαπίστωση των παραβάσεων του άρθρου 4§1, το οποίο με την σειρά του προχωρεί στην επιβολή των διοικητικών κυρώσεων, αφού η κοινοποίηση αυτή είναι για το Σ.ΕΠ.Ε. δεσμευτική, το άρθρο 5§4 εδ. α’ προβλέπει την επιβολή κυρώσεων του άρθρου 4§1 από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο χωρίς να κατονομάζει ούτε ποιο είναι αυτό, ούτε ποια είναι η χρηματική κύρωση. Επειδή στο αμέσως επόμενο εδάφιο προσδιορίζεται ρητά πως όταν ο έλεγχος διαπιστώνεται από το Σ.ΕΠ.Ε. επιβάλλεται πρόστιμο 500€, συνάγεται πως το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο του α’ εδαφίου δεν είναι το Σ.ΕΠ.Ε. αλλά οι λοιπές αρμόδιες αρχές που επιβάλλουν κυρώσεις σύμφωνα με την νομοθεσία που τις διέπουν. Όπως, όμως, προαναφέρθηκε το άρθρο 5§4 εδ. α’ έρχεται σε ευθείας αντίθεση και αντίφαση με το άρθρο 4§4. Ακόμη, όμως και αν οι συγκεκριμένες διατάξεις δεν έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, δημιουργείται ζήτημα για το πώς θα γνωρίζει το Σ.ΕΠ.Ε. ποια είναι η νομοθεσία του ελεγκτικού οργάνου που διέπει τις χρηματικές κυρώσεις, αφού ρητά το άρθρο 4§4 αναθέτει την αποκλειστική αρμοδιότητα επιβολής των χρηματικών κυρώσεων στο Σ.ΕΠΕ. και όχι στις λοιπές αρμόδιες αρχές.
Επίσης, το άρθρο 5§4 δεν προβλέπει ούτε την δυνατότητα δικαστικής προστασίας, ούτε την διαδικασία είσπραξης του ποσού αυτού.
Για όλους τους ανωτέρω λόγους, προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 5§4, ούτως ώστε να είναι σύμφωνη με το άρθρο 4§4. Συγκεκριμένα:
1) Στο άρθρο 4§4 να συμπληρωθεί η εξής φράση: «Η διαπιστωτική πράξη του εδαφίου β) της παραγράφου αυτής είναι δεσμευτική για τα αρμόδια όργανα του Σ.ΕΠ.Ε, τα οποία υποχρεούνται άνευ ετέρου και μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη λήψη της να επιβάλουν στον παραβάτη εργοδότη τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5§1 περ. (γ) του παρόντος νόμου και εφόσον συντρέχει μια εκ των περιπτώσεων του άρθρου 10 του παρόντος, υποβάλουν μηνυτήρια αναφορά στις αρμόδιες εισαγγελικές Αρχές».
2) Το άρθρο 5§4 να καταργηθεί και να προστεθεί περίπτωση (γ) στο άρθρο 5§1 ως εξής: «γ). Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις α’ και β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 επιβάλλεται στον εργοδότη χρηματική κύρωση πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε μια υποχρέωση που δεν έχει τηρηθεί i) μόλις οι παραβάσεις αυτές διαπιστωθούν από τον Επιθεωρητή Εργασίας ή Ειδικό Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο ii) από τον Προϊστάμενο του Τμήματος ….. μόλις η διαπίστωση των παραβάσεων κοινοποιηθεί από τις άλλες αρμόδιες αρχές που σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία διενεργούν ελέγχους».
Η συστηματική κατάταξη του άρθρου 5§4 ως περίπτωση (γ) στο άρθρο 5§1 καλύπτει και το διαπιστωθέν κενό της δικαστικής προστασίας και της βεβαίωσης του ποσού, αφού το άρθρο 5§3 αναφέρεται σε όλες τις χρηματικές κυρώσεις που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους.
Τέλος, από τα ανωτέρω προκύπτει, μεταξύ άλλων, πόσο σημαντικό είναι το ζήτημα του καθορισμού των αρμοδίων οργάνων του Σ.ΕΠ.Ε.
Ως προς το άρθρο 5§1 του Σχεδίου Νόμου: «1.α) Σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης του άρθρου 3, επιβάλλεται στον εργοδότη, με την διαπίστωσή της ή την κοινοποίησή της, από τους αρμόδιους Επιθεωρητές Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε., κατά δέσμια αρμοδιότητά τους, χρηματική κύρωση πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ ανά παράνομα απασχολούμενο πολίτη τρίτης χώρας». Τα ζητήματα που προκύπτουν είναι τα εξής:
i) Επιβάλλεται στον εργοδότη με την διαπίστωση της παράβασης ή την κοινοποίηση της, από τους αρμόδιου Επιθεωρητές Εργασίας πρόστιμο. Ως προς μεν την διαπίστωση της παράβασης εννοείται πως αυτή διαπιστώνεται επί τόπου από τον Επιθεωρητή Εργασίας. Ως προς δε την κοινοποίηση δεν ορίζεται σαφώς τι εννοείται με αυτόν τον όρο. Λογικά, θα εννοείται πως κοινοποιείται στο Σ.ΕΠ.Ε. η παράβαση που διαπιστώνεται από άλλες αρμόδιες αρχές (όπως π.χ. Αστυνομία κλπ.). Ως εκ τούτου, προτείνεται εντός του άρθρου 5 να υπάρξει παράγραφος όμοια με εκείνη του άρθρου 4§4 του Σχεδίου Νόμου.
ii) Δεν αναφέρεται ποιος είναι ο καθ’ ύλην αρμόδιος Επιθεωρητής Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε. Ο Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων; Ο Επιθεωρητής Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία; Και οι δύο; Αν είναι ένας από τους δύο ανωτέρω Επιθεωρητές, αυτός οφείλει να κοινοποιεί την διαπίστωση στον άλλον, προκειμένου να επιβάλλει το πρόστιμο; Επίσης, το πρόστιμο το επιβάλλει επί τόπου ο Επιθεωρητής που πραγματοποιεί τον έλεγχο. Αν όμως η παράβαση κοινοποιείται στο Σ.ΕΠ.Ε. ποιος είναι αρμόδιος για την επιβολή; Ένας απλός Επιθεωρητής Εργασίας; Ο Προϊστάμενος του Τμήματος; Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης;
Επειδή, η υλική αρμοδιότητα θα πρέπει να είναι ρητή, σαφής και ανεπίδεκτη αμφισβητήσεως, προτείνεται η εξής διατύπωση του άρθρου 5§1α:
«5§1α) Στον εργοδότη που παραβιάζει την απαγόρευση του άρθρου 3 επιβάλλεται κατά δέσμια αρμοδιότητα χρηματική κύρωση πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ ανά παράνομα απασχολούμενο πολίτη τρίτης χώρας i) μόλις η παραβίαση αυτή διαπιστωθεί από τον Επιθεωρητή Εργασίας ή Ειδικό Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο ii) από τον Προϊστάμενο του Τμήματος ….. μόλις η διαπίστωση της παραβίασης αυτής κοινοποιηθεί από τις άλλες αρμόδιες αρχές που σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία διενεργούν ελέγχους». Το μόνο που απομένει να διευκρινιστεί είναι ποιος είναι ο αρμόδιος Επιθεωρητής (Εργασιακών Σχέσεων ή Ασφάλειας) και ποιο είναι το αρμόδιο Τμήμα σε περίπτωση κοινοποίησης.
Ως προ το άρθρο 5: Με το προτεινόμενο άρθρο στην ουσία καθιερώνονται δύο (2) συστήματα διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση παράνομης απασχόλησης αλλοδαπών:
Το πρώτο αφορά την επιβολή διοικητικής κύρωσης ποσού 5.000,00€ σε περίπτωση παράβασης του άρθρου 3, δηλ. της απαγόρευσης απασχόλησης παράνομα διαμένοντος πολίτη τρίτης χώρας. Η κύρωση επιβάλλεται απευθείας και κατά δέσμια αρμοδιότητα, δηλ. χωρίς την πρόσκληση για παροχή έγγραφων εξηγήσεων.
Το δεύτερο αφορά την επιβολή διοικητικής κύρωσης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 86§§1, 3 Ν. 3386/2005. Σύμφωνα με αυτό: «1. Δεν επιτρέπεται η πρόσληψη και η απασχόληση υπηκόων τρίτων χωρών, εφόσον δεν έχουν άδεια διαμονής για εργασία ή άδεια διαμονής και έγκριση πρόσβασης στην αγορά εργασίας ή άδεια διαμονής που παρέχει πρόσβαση στην αγορά εργασίας ή βεβαίωση της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του νόμου αυτού ότι έχουν καταθέσει τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την έκδοση της. Αν η κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, παροχής υπηρεσιών ή έργου αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση της άδειας διαμονής, η ισχύς της σύμβασης τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της χορήγησης αντίστοιχης άδειας…. 3. Στους εργοδότες που παραβιάζουν τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, πέραν άλλων κυρώσεων που προβλέπονται από τη νομοθεσία επιβάλλεται, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, χρηματικό πρόστιμο που μπορεί να κυμαίνεται από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ έως δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για κάθε παράνομο υπήκοο τρίτης χώρας. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης προσδιορίζονται τα κριτήρια, με τα οποία καθορίζεται αναλόγως το ύψος του προστίμου. Αν οι ανωτέρω παραβάσεις διαπιστώνονται από τους Επιθεωρητές Εργασίας του ΣΕΠΕ, το ανωτέρω πρόστιμο επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου Προϊσταμένου Διεύθυνσης Κοινωνικής Επιθεώρησης Εργασίας ή Κέντρου Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου ή του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων. Για την επιβολή του προστίμου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α΄), όπως ισχύουν κάθε φορά.».
Κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διάταξης, εξεδόθη η υπ’ αρ. 25624/975 ΥΑ (ΦΕΚ/Β/2252/31.12.10), η οποία προβλέπει τα πρόστιμα για κάθε αλλοδαπό που δεν έχει άδεια διαμονής για εργασία κλπ.. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1 της ΥΑ αναφέρει τα εξής «Στους εργοδότες που απασχολούν υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι i) Δεν έχουν άδεια διαμονής για εργασία ή βεβαίωση τύπου Α της παρ.3 του άρθρου 11 του Ν.3386/05, ii) είναι μεν κάτοχοι άδειας διαμονής η οποία όμως είτε δεν τους παρέχει πρόσβαση στην αγορά εργασίας είτε δεν κατέχουν την προβλεπόμενη από τις αρμόδιες αρχές έγκριση για εργασία, επιβάλλεται, σύμφωνα με την παρ.3 του άρθρου 86 του Ν. 3386/2005, χρηματικό πρόστιμο που δύναται να κυμαίνεται από 3000,00 έως 15000,00 ευρώ για κάθε παρανόμως απασχολούμενο υπήκοο τρίτης χώρας». Το σύστημα αυτών των κυρώσεων προβλέπει διαφορετικές κυρώσεις από 3.000,00€ έως 15.000,00€ αφού πρώτα προσκληθεί ο εργοδότης σε έγγραφες εξηγήσεις.
Τέλος, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Σχεδίου Νόμου (σελ. 3): «Στην ελληνική έννομη τάξη το άρθρο 86 του νόμου 3386/2005 «Είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην ελληνική επικράτεια», όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, προβλέπει διατάξεις σχετικά με τις υποχρεώσεις των εργοδοτών και των εργαζομένων πολιτών τρίτων χωρών και κυρώσεις στις περιπτώσεις που οι διατάξεις δεν τηρούνται. Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο δημιουργείται ένα πληρέστερο νομοθετικό πλαίσιο για την πιο αποτελεσματική καταπολέμηση της παράνομης απασχόλησης». Επίσης, στην σελ. 5 της έκθεσης «Στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 4 προβλέπεται ότι οι ειδικότερες υποχρεώσεις των εργοδοτών που πρόκειται να απασχολήσουν υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίες προβλέπονται στην ελληνική νομοθεσία εξακολουθούν να ισχύουν. Με την παράγραφο αυτή διευκρινίζεται και καθίσταται σαφές ότι οι υποχρεώσεις των εργοδοτών που προβλέπονται στο νόμο 3386/2005, δηλαδή να προσλαμβάνουν και να απασχολούν υπηκόους τρίτων χωρών εφόσον αυτοί έχουν άδεια διαμονής για εργασία ή άδεια διαμονής και έγκριση πρόσβασης στην αγορά εργασίας ή άδεια διαμονής που παρέχει πρόσβαση στην αγορά εργασίας ή βεβαίωση της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του νόμου αυτού ότι έχουν καταθέσει τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την έκδοση της, δηλαδή η υποχρέωση των εργοδοτών να αξιώνουν συγκεκριμένα άδεια διαμονής για εργασία εξακολουθεί να ισχύει. Μόνο έγκυρη άδεια διαμονής, χωρίς δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας δεν απαλλάσσει τον εργοδότη από την ευθύνη του που προβλέπεται στις διατάξεις της νομοθεσίας». Στην σελ. 7 της αιτιολογικής έκθεσης «Στην πέμπτη παράγραφο προβλέπεται ότι όταν ο εργοδότης δεν τηρεί τις ειδικότερες υποχρεώσεις σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 4, π.χ. όταν απασχολεί πολίτη τρίτης χώρας ο οποίος έχει άδεια διαμονής η οποία όμως δεν του παρέχει δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας, επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπει η εθνική νομοθεσία».
Τα δύο αυτά συστήματα λειτουργούν παραπληρωματικά και δημιουργείται ένα πληρέστερο νομοθετικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της παράνομης απασχόλησης. Έτσι,
i) Από την ψήφιση του Σχεδίου Νόμου, επιβάλλεται πρόστιμο απευθείας ποσού 5.000€ για την περίπτωση παράνομης απασχόλησης, δηλ. χωρίς καμία άδεια διαμονής.
ii) Σε περίπτωση, όμως, που υπάρχει άδεια διαμονής, πλην όμως αυτή δεν παρέχει πρόσβαση στην αγορά εργασίας, επιβάλλονται οι κυρώσεις του άρθρου 86 Ν. 3386/2005 και της εκδοθείσας ΥΑ.
Δύο είναι τα ζητήματα που πρέπει να προβληματίσουν τον νομοθέτη:
Α) Με το προτεινόμενο Σχέδιο Νόμου το πρόστιμο επιβάλλεται απευθείας και κατά δέσμια αρμοδιότητα, ενώ στην περίπτωση της παράβασης της απασχόλησης χωρίς άδεια διαμονής που παρέχει πρόσβαση στην αγορά εργασίας το πρόστιμο επιβάλλεται κατόπιν έγγραφων εξηγήσεων και συνεπώς κατ’ ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας των αρμοδίων αρχών. Αυτό που θα πρέπει να προβληματίσει είναι γιατί υπάρχει αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση.
Β) Ενώ το πρόστιμο για τον αλλοδαπό που απασχολείται χωρίς καν άδεια διαμονής είναι συγκεκριμένο (5.000€), το πρόστιμο για τον αλλοδαπό που έχει μεν άδεια διαμονής, πλην όμως δεν του παρέχει πρόσβαση στην αγορά εργασίας, κλιμακώνεται ανάλογα με τον αριθμό των εργαζομένων της επιχείρησης. Έτσι, δημιουργείται το εξής άτοπο: Σε μια επιχείρηση που απασχολεί από 21 άτομα και άνω και η οποία απασχολεί αλλοδαπό που δεν έχει άδεια διαμονής, το πρόστιμο ανέρχεται στα 5.000€. Αν όμως απασχολεί αλλοδαπό με άδεια μεν διαμονής, χωρίς όμως αυτή να του παρέχει πρόσβαση στην αγορά εργασίας, με την ΥΑ το πρόστιμο ανέρχεται από 5.001€ έως 6.000€, αν η επιχείρηση έχει από 51-100 εργαζόμενους από 6.001€-7.000€ και άνω των 101 εργαζομένων από 7.001€ – 8.000€. Σε περίπτωση δε υποτροπής, στην μεν πρώτη περίπτωση το πρόστιμο διπλασιάζεται, δηλ. από 5.000€ σε 10.000€ στην δε δεύτερη περίπτωση κατευθείαν επιβάλλεται το μέγιστο ήτοι 15.000€. Η λογική αντίφαση στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως μεγαλύτερη ηθικοκοινωνική απαξία φαίνεται να έχει η απασχόληση αλλοδαπού νομίμου διαμένοντος, παρανόμως όμως απασχολουμένου (χωρίς την αντίστοιχη άδεια) και για αυτό επιβάλλεται υψηλότερο πρόστιμο, από την απασχόληση αλλοδαπού που δεν έχει καν άδεια διαμονής, ενώ στην ουσία έπρεπε να ισχύει το αντίστροφο.
Συνεπώς, θα πρέπει να επανακαθορισθουν τα όρια των προστίμων που προβλέπονται από την ΥΑ, ούτως ώστε το ύψος του προστίμου να ανέρχεται έως τα 5.000€. Τούτο, διότι η κλιμάκωση που προέβλεπε το άρθρο 86 Ν. 3386/2005, δηλ. από 3.000€-15.000€, είχε νόημα μέχρι σήμερα, εφόσον ο εργαζόμενος που δεν είχε καν άδεια διαμονής λογικά δεν είχε και άδεια για πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Από την ψήφιση, όμως, του παρόντος Σχεδίου Νόμου και την καθιέρωση αυτοτελούς παράβασης για την παράνομη διαμονή, λογικά, η παράβαση της απασχόλησης νομίμου διαμένοντος δεν θα πρέπει να τιμωρείται αυστηρότερα. Μεγαλύτερη ηθικοκοινωνική απαξία πρέπει να έχει η απασχόληση παρανόμου διαμένοντος αλλοδαπού, από την απασχόληση νομίμου μεν, πλην όμως παράνομα (χωρίς άδεια εργασίας) απασχολούμενου. Στην πρώτη περίπτωση πρέπει να τιμωρείται αυστηρότατα η απασχόληση βάσει του στοιχείου της παράνομης διαμονής, στην δεύτερη περίπτωση πρέπει να αναγνωρίζεται το γεγονός της νομίμου διαμονής και να τιμωρείται το γεγονός της απασχόλησης χωρίς άδεια. Ως εκ τούτου, προτείνεται με το παρόν νομοσχέδιο να προβλεφθεί διάταξη στο τέλος του νομοσχεδίου, η οποία θα τροποποιεί το άρθρο 86 Ν. 3386/2005 ως προς τα όρια: Δηλ. τα όρια να καθορισθούν από 2.000€ έως 5.000€. Στην επόμενη παράγραφο να τροποποιηθεί η ΥΑ ως εξής: οι πέντε κλίμακες να μειωθούν σε τρεις (3). Η πρώτη κλίμακα να αφορά επιχειρήσεις από 1-20 άτομα και να επιβάλλεται το ποσό από 2.000€-3.000€. Η δεύτερη κλίμακα να αφορά επιχειρήσεις από 21-50 άτομα και να επιβάλλεται το ποσό από 3.001€-4.000€. Η τρίτη και τελευταία κλίμακα να αφορά επιχειρήσεις άνω των 51 ατόμων και να επιβάλλεται το ποσό από 4.001€-5000€. Επίσης, σε περίπτωση υποτροπής το πρόστιμο απλώς να διπλασιάζεται.
Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται ένα ενιαίο αποτελεσματικό, ανάλογο, αποτρεπτικό και δίκαιο νομοθετικό πλαίσιο κυρώσεων:
Για νόμιμα διαμένοντες πλην όμως χωρίς την απαιτούμενη άδεια εργασίας επιβάλλονται κυρώσεις από 2.000€-5.000€, αναλόγως του αριθμού των εργαζομένων της επιχείρησης. Ενώ για τους τελείως παράνομα διαμένοντες επιβάλλεται απευθείας πρόστιμο 5.000€.
Σε κάθε δε περίπτωση το ζήτημα της δέσμιας αρμοδιότητας και της διακριτικής ευχέρειας εξακολουθεί να παραμένει. Η αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ζητήματος χρήζει περισσότερης μελέτης, αφού μπορεί να οδηγήσει σε ενδεχόμενη επαναδιατύπωση ή του άρθρου 5§1 περ. α’ του Σχεδίου Νόμου ή αναδιατύπωση του άρθρου 86§3 Ν. 3386/2005 ίσως και τροποποίηση της ΥΑ., ανάλογα με το αν θα προκριθεί η λύση της δέσμιας αρμοδιότητας ή της διακριτικής ευχέρειας. Φυσικά, υπάρχει και η περίπτωση να μην αλλάξει τίποτε ως προς αυτά, παρά μόνο τα όρια του ύψους του προστίμου της ανωτέρω ΥΑ, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα.
Τέλος, αυτονόητο είναι να επισημανθεί πως τα όρια που αναφέρονται ανωτέρω (2.000€-5.000€), όπως και οι κλίμακες είναι ενδεικτικές και είναι στην διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη να τροποποιήσει αυτά, εφόσον συμφωνεί με την πρόταση ως προς τον σκοπό και την αναγκαιότητά της.
H xρηματικές κυρώσεις χωρίς συνοδεία μέτρων προσωπικής φυλάσκισης σε υποτροπιασμό των εργοδοτών ισοδυναμεί με μη μετρα .
Απαιτείται εισαγωγή σε δικη όσων υποτροπα απασχολουν παρανομους μετανάστες με αυστηρή ποινη φυλάκισης πέραν του προστίμου που θα πρεπει να είναι 10000 € ανα εγραζόμενο!
Αν θέλετε να παταξετε την λαθρα απασχόληση κύριοι
Κρίνω πως 5000 ευρώ πρόστιμο για μια επιχείρηση είναι πολύ λίγα. Πρέπει να παταχθεί η πρακτική της εκμίσθωσης λαθρομεταναστών με τρόπο ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟ, ας μην αγνοούμε πως προερχόμαστε από 2 δεκαετίες κατά τις οποίες η ανεργία διπλασιάστηκε λόγω της λαθρομετανάστευσης, ολόκληροι κλάδοι (οικοδόμοι) χτυπήθηκαν μέχρι αφανισμού και πολλοί ‘συμπατριώτες’ μας πλούτισαν ακολουθώντας τέτοιες πρακτικές. Στην Ελλάδα υπάρχει ακόμα η πίστη πως κάποιος εργοδότης μπορεί να καταφύγει στη ‘μαύρη’ εργασία για να βγάλει ακόμα περισσότερο κέρδος και αυτή η πίστη πρέπει να σταματήσει να υπάρχει. Αυτό δεν γίνεται με πρόστιμα των 5000 ευρώ αλλά με παραδειγματικές ποινές και φυσικά, με έναν ελεγκτικό μηχανισμό που θα αποδίδει.