1. Το άρθρο 3 του νόμου 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Α. Συμφιλιωτική διαδικασία
1. Το ΣΕΠΕ παρεμβαίνει συμφιλιωτικά μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος από τις οικείες συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων ή τις οργανώσεις των εργοδοτών ή και από τον εργοδότη ατομικά για οποιοδήποτε θέμα προκαλεί διένεξη ή διαφωνία με αφορμή την σχέση εργασίας, και αν ακόμη δεν αποτελεί αντικείμενο συλλογικής σύμβασης. Συμφιλιωτική διαδικασία δεν διεξάγεται για υποθέσεις αρμοδιότητας του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ),όπως αυτές καθορίζονται στο ν.1876/1990.
2. Η συμφιλιωτική διαδικασία αρχίζει με την κατάθεση σχετικής αίτησης από το ενδιαφερόμενο μέρος και γνωστοποιείται με κάθε πρόσφορο μέσο στο άλλο μέρος. Στην αίτηση αναφέρονται τα στοιχεία των μερών και τα αιτήματα τους.
3. Η συμφιλίωση διενεργείται σε τοπικό ή περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο. Σε τοπικό επίπεδο, η συμφιλιωτική διαδικασία διεξάγεται ενώπιον του αρμοδίου Προϊσταμένου Τμήματος ή του Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων που ορίζεται από αυτόν . Σε περιφερειακό επίπεδο η συμφιλιωτική διαδικασία διεξάγεται είτε ενώπιον του αρμοδίου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης, είτε ενώπιον του αρμοδίου Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων που ορίζεται από τον αρμόδιο Προϊστάμενο της Περιφερειακής Διεύθυνσης. H αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας επιλαμβάνεται περιπτώσεων συμφιλίωσης σε εθνικό επίπεδο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 Ν. 1876/1990.
4. Κατά τη διάρκεια της συμφιλιωτικής διαδικασίας μπορούν να παρίστανται συνολικά μέχρι πέντε (5) εκπρόσωποι από κάθε ενδιαφερόμενο μέρος, πέραν των νομικών συμβούλων. Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονται κατ’ επιλογήν του κάθε μέρους εκπρόσωποι της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης ή της δευτεροβάθμιας ή της ομοιοεπαγγελματικής τοιαύτης ή του Εργατικού Κέντρου της περιοχής ή της ΓΣΕΕ εκ μέρους των εργαζομένων, καθώς και εκπρόσωποι της συνδικαλιστικής οργάνωσης εκ μέρους του εργοδότη ή των εργοδοτών .Κατά τη διάρκεια της συμφιλιωτικής διαδικασίας μπορεί να παρίσταται διερμηνέας νοηματικής γλώσσας της Ομοσπονδίας Κωφών Ελλάδος για την υποστήριξη κωφού ή βαρήκοου ατόμου, καθώς και μεταφραστής για την υποστήριξη αλλοδαπού.
5. Η συμφιλιωτική διαδικασία αποσκοπεί στην προσέγγιση των απόψεων των μερών το συντομότερο δυνατόν με κάθε πρόσφορο μέσο και με απώτερο σκοπό τον τερματισμό της διένεξης και τη διασφάλιση της εργασιακής ειρήνης. Στο τέλος της συμφιλιωτικής διαδικασίας συντάσσεται πρακτικό, στο οποίο βεβαιώνεται η συμφωνία ή η διαφωνία των μερών. Το πρακτικό υπογράφεται από τα ενδιαφερόμενα μέρη και τον επιληφθέντα Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων. Ο τελευταίος υποχρεούται σε διατύπωση αιτιολογημένης άποψης, όπου αυτό καθίσταται εφικτό. Σε περίπτωση που ο Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων αδυνατεί να μορφώσει άποψη, τότε αρκείται στη διατύπωση πλήρους και επαρκώς αιτιολογημένης γνώμης περί της αδυναμίας του αυτής.
Β. Επίλυση εργατικών διαφορών
1. Εργατικές Διαφορές είναι κάθε είδους διαφωνίες μεταξύ εργαζομένου ή εργαζομένων και εργοδότη, που πηγάζουν από τη σχέση εργασίας αναφορικά με την εφαρμογή και τήρηση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας.
2. Για την επίλυση των εργατικών διαφορών ο εργαζόμενος ή περισσότεροι εργαζόμενοι που επικαλούνται κοινό συμφέρον, ο εργοδότης, καθώς και οι οικείες συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν δικαίωμα να ζητήσουν την παρέμβαση του Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων.
3. Η διαδικασία επίλυσης της εργατικής διαφοράς διεξάγεται από τον Προϊστάμενο του αρμοδίου Τμήματος ή από τον Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων που ορίζεται από τον Προϊστάμενο του αρμοδίου Τμήματος και εφόσον ο Προϊστάμενος του αρμοδίου Τμήματος ή ο Προϊστάμενος της αρμοδίας Περιφερειακής Διεύθυνσης κρίνει ότι η εργατική διαφορά χρήζει περαιτέρω εξέτασης, αυτή διεξάγεται σε δεύτερο βαθμό από τον Προϊστάμενο της αρμοδίας Περιφερειακής Διεύθυνσης .
4. Η διαδικασία επίλυσης της εργατικής διαφοράς αρχίζει με την κατάθεση σχετικής αίτησης από τον ενδιαφερόμενο και γνωστοποιείται με κάθε πρόσφορο μέσο στο άλλο μέρος. Στην αίτηση αναφέρονται τα στοιχεία των μερών και τα υποβληθέντα αιτήματα, που αποτελούν τη βάση διεξαγωγής της συζήτησης της εργατικής διαφοράς.
5. Κατά τη διαδικασία της εργατικής διαφοράς μπορούν να παρίστανται συνολικά μέχρι πέντε (5) εκπρόσωποι από κάθε ενδιαφερόμενο μέρος πέραν των νομικών συμβούλων. Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονται κατ’ επιλογήν του κάθε μέρους εκπρόσωποι της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης ή της δευτεροβάθμιας ή της ομοιοεπαγγελματικής τοιαύτης ή του Εργατικού Κέντρου της περιοχής ή της ΓΣΕΕ εκ μέρους των εργαζομένων, καθώς και εκπρόσωποι της συνδικαλιστικής οργάνωσης εκ μέρους του εργοδότη ή των εργοδοτών Κατά τη διάρκεια της εργατικής διαφοράς μπορεί να παρίσταται διερμηνέας νοηματικής γλώσσας της Ομοσπονδίας Κωφών Ελλάδος για την υποστήριξη κωφού ή βαρήκοου ατόμου, καθώς και μεταφραστής για την υποστήριξη αλλοδαπού.
6. Κατά τη συζήτηση της εργατικής διαφοράς τα μέρη υποχρεούνται να παρασταθούν αυτοπροσώπως είτε με νόμιμο εκπρόσωπο είτε με άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο. Μετά το πέρας της συζήτησης συντάσσεται πρακτικό που υπογράφεται από τα παριστάμενα μέρη και τον Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων, ο οποίος υποχρεούται στη διατύπωση άποψης επί της διαφοράς. Σε περίπτωση που ζητηθεί το πρακτικό χορηγείται και σε γραφή Braille ή άλλες προσβάσιμες από άτομα με αναπηρία μορφές. Εάν απουσιάζει ένα από τα μέρη ο Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων καταγράφει τις απόψεις του παρισταμένου μέρους και, αν η απουσία είναι αδικαιολόγητη, θεσπίζεται μαχητό τεκμήριο για την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών αυτού. Συγχρόνως, ο Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων μπορεί να επιβάλει στο απόν μέρος τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 24 του παρόντος νόμου, ύστερα από παροχή γραπτών εξηγήσεων.
7. Αν οι παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας συνιστούν ποινικά αδικήματα ο Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων υποβάλλει μήνυση ή μηνυτήρια αναφορά στον αρμόδιο Εισαγγελέα.».
2 Ο τίτλος του άρθρου 4 τροποποιείται ως εξής: «Ανεξαρτησία Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων». Η παράγραφος 1 του άρθρου 4 τροποποιείται ως εξής: «Ο Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων απολαμβάνει πλήρους ανεξαρτησίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, τα οποία οφείλει να εκτελεί με αντικειμενικότητα και αμεροληψία». Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 του ν. 3996/2011 καταργείται.
3.Το δεύτερο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 9 του ν.3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως: « Στην Υπηρεσία Ειδικών Επιθεωρητών Εργασίας από το σύνολο των οργανικών θέσεων Επιθεωρητών Εργασίας κατανέμονται δώδεκα οργανικές θέσεις προϊσταμένων Διεύθυνσης και δεκατέσσερις οργανικές θέσεις προϊσταμένων τμημάτων».
4. α. Στην παράγραφο 10, του άρθρου 17, όπως ισχύει, του νόμου 3996/2011 προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως:
«Οι παραπάνω διατάξεις ισχύουν ανάλογα και για την Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας»
β. Η παράγραφος 12, του άρθρου 17 του νόμου 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Στους ελέγχους που διενεργούνται από τους επιθεωρητές εργασίας έχουν δικαίωμα να παρευρίσκονται εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών οργανώσεων, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 7 του άρθρου 16 του ν. 1264/82, εφόσον οι ίδιοι το επιθυμούν ή μετά από πρόσκληση του επιθεωρητή εργασίας. Στην περίπτωση ζητημάτων που αφορούν σε εργαζομένους με αναπηρία, oι επιθεωρητές εργασίας μπορούν κατά περίπτωση να συνεργάζονται με εμπειρογνώμονες που ορίζονται από τη συνομοσπονδία ατόμων με αναπηρία.»
5. Η παράγραφος 4, του άρθρου 23 του νόμου 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Επιβάλλει στις επιχειρήσεις τα πρόστιμα που προβλέπονται από την κείμενη εργατική νομοθεσία αν διαπιστωθεί ότι στους χώρους εργασίας δεν τηρούνται οι διατάξεις περί απαγόρευσης του καπνίσματος».
6. α. Η πρώτη παράγραφος της 1Α του άρθρου 24 του νόμου 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
1.Στον εργοδότη που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας επιβάλλεται ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων «Α. Πρόστιμο για καθεμία παράβαση από τριακόσια (300) ευρώ μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ με αιτιολογημένη πράξη είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης κατόπιν σχετικής εισήγησης του Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο, είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης κατόπιν σχετικής εισήγησης του αντίστοιχου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης είτε του Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο».
β. Η υποπαράγραφος 1Β της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του νόμου 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Β. Προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, για χρονικό διάστημα μέχρι τριών ημερών με αιτιολογημένη πράξη του Ειδικού Επιθεωρητή, ή με αιτιολογημένη πράξη του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Σ.ΕΠ.Ε. ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του αρμοδίου Επιθεωρητή Εργασίας. Και στις δύο περιπτώσεις η κύρωση επιβάλλεται κατόπιν προηγούμενης πρόσκλησης του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του Ειδικού Επιθεωρητή ή του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Σ.ΕΠ.Ε. μπορεί να επιβληθεί στον εργοδότη προσωρινή διακοπή της λειτουργίας για διάστημα μεγαλύτερο από τρεις ημέρες ή και οριστική διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης. Για την περίπτωση α΄ της παρ. 3 του άρθρου 23 δεν απαιτείται πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων και η διακοπή επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη του Ειδικού Επιθεωρητή ή του αρμοδίου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης Εργασίας, για χρονικό διάστημα μέχρι της πλήρους συμμόρφωσης του εργοδότη και της άρσης των παραβάσεων. Η εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων προσωρινής και οριστικής διακοπής γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή».
γ. Η παράγραφος 2 του άρθρου 24 του νόμου 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Η επιβολή σε βάρος του εργοδότη δύο ή περισσοτέρων πράξεων επιβολής προστίμου κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας που χαρακτηρίζονται ως «υψηλής» ή «πολύ υψηλής» σοβαρότητας από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, μέσα σε χρονικό διάστημα τριών ετών πριν από την λήξη της προθεσμίας για την υποβολή προσφοράς στο πλαίσιο διαγωνισμού για την σύναψη δημόσιας σύμβασης επιφέρει, πέραν των λοιπών διοικητικών κυρώσεων, τον αποκλεισμό του εργοδότη από την σύναψη της δημόσιας σύμβασης, με απόφαση της εκάστοτε αναθέτουσας αρχής. Ειδικά στην περίπτωση των εταιρειών παροχής υπηρεσιών καθαρισμού ή/και φύλαξης εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 68 Ν. 3863/2010».
δ. Η παράγραφος 3 του άρθρου 24 του νόμου 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Στο άρθρο 20 του ν. 3418/ 2005 (Α΄287 )προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
4.«Για την επιβολή των παραπάνω διοικητικών κυρώσεων συνεκτιμώνται η σοβαρότητα της παράβασης, η τυχόν επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των αρμόδιων οργάνων, οι παρόμοιες παραβάσεις για τις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις στο παρελθόν, ο βαθμός υπαιτιότητας, ο αριθμός των εργαζομένων, το μέγεθος της επιχείρησης, ο αριθμός των εργαζομένων που θίγονται και η υπαγωγή της επιχείρησης σε μια από τις κατηγορίες Α’, Β’ Γ’ του άρθρου 10 του ν.3850/2010 (Α’84)».
7. Η παράγραφος 3 του άρθρου 27 του νόμου 3996/2011 καταργείται.
8. Η παράγραφος 3 του άρθρου 29 του νόμου 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Ιατρός των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 Ν. 3850/2010 (Α΄84) ο οποίος έχει σύμβαση ή άλλη σχέση εργασίας με οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα, υποχρεούται να προσκομίζει στην αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία έγγραφη άδεια της διοίκησης του ασφαλιστικού φορέα, με την οποία θα επιτρέπεται σε αυτόν η άσκηση καθηκόντων ιατρού εργασίας στην συγκεκριμένη επιχείρηση. Ο ιατρός του πρώτου εδαφίου εξαιρείται κατά την άσκηση των καθηκόντων του στον ασφαλιστικό φορέα από την οποιαδήποτε παροχή ιατρικών υπηρεσιών προς ασφαλισμένο σε αυτόν, εφόσον ο ασφαλισμένος εργάζεται σε επιχείρηση στην οποία ο εργαζόμενος ασκεί καθήκοντα ιατρού εργασίας».
1. Άρθρο 23 «Τροποποιήσεις του ν. 3996/2011»
Πρόταση: Το εδάφιο 4 της περίπτωσης Α «Συμφιλιωτική Διαδικασία» και το εδάφιο 5 της περίπτωσης Β «Επίλυση Εργατικών Διαφορών» της παραγράφου 1 του παρόντος σχεδίου νόμου, με την οποία αντικαθίσταται το άρθρο 3 του ν.3996/2011, να τροποποιηθεί ως εξής: «…..Κατά τη διάρκεια της συμφιλιωτικής διαδικασίας μπορεί επιπλέον να παρίσταται διερμηνέας νοηματικής γλώσσας από το Μητρώο Διερμηνέων Νοηματικής Γλώσσας της Ομοσπονδίας Κωφών Ελλάδος, για την υποστήριξη κωφού ή βαρήκοου ατόμου, καθώς και μεταφραστής για την υποστήριξη αλλοδαπού», ήτοι όπως αναφέρονταν στην αρχική διάταξη της παράγραφος 12, του άρθρο 4 του νόμου 3996/2011.
Πρόταση: Στην περίπτωση β της παραγράφου 4 του παρόντος σχεδίου νόμου, με τον οποία τροποποιείται η παράγραφος 12 του άρθρου 17 του ν.3996/2011, στην οποία αναφέρεται το εξής: «Στους ελέγχους που διενεργούνται από τους επιθεωρητές εργασίας έχουν δικαίωμα να…….Στην περίπτωση ζητημάτων που αφορούν σε εργαζομένους με αναπηρία, οι επιθεωρητές εργασίας μπορούν κατά περίπτωση να συνεργάζονται με εμπειρογνώμονες που ορίζονται από τη συνομοσπονδία ατόμων με αναπηρία.», να προστεθεί η ακριβής επωνυμία της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία, ήτοι ως ακολούθως: «….Στην περίπτωση ζητημάτων που αφορούν σε εργαζόμενους με αναπηρία, οι Επιθεωρητές Εργασίας μπορούν κατά περίπτωση να συνεργάζονται με εμπειρογνώμονες που ορίζονται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία», όπως ακριβώς αναφέρονταν και στην παράγραφο 12 του άρθρου 17 του ν.3966/2011.
Πρέπει να προβλεφθεί ταχεία διεκπεραίωση της διαδικασίας επίλυσης των εργατικών διαφορών, οπότε προτείνεται να προστεθεί η εξής ρύθμιση: «Η διαδικασία επίλυσης της εργατικής διαφοράς πρέπει να περαιώνεται σε μία συνάντηση των ενδιαφερομένων μερών. Τυχόν αναβολή της διαδικασίας θα παρέχεται για μία μόνο φορά, μετά από σχετικό αίτημα κάποιου από τα μέρη, στο οποίο θα συναινεί το άλλο». Συμφωνούμε με την παρατήρηση 2 του κ. Ευθύμιου Αργυριάδη περί πρόβλεψης προστίμου στον εργοδότη που δεν τηρεί τη συμφωνία που καταρτίζεται κατά τη διαδικασία επίλυσης.
Στην παρ. 4β του άρθρου, σχετικά με τους ελέγχους των ε.ε., προτείνεται να προστεθεί η εξής ρύθμιση: «Οι παρευρισκόμενοι εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών οργανώσεων έχουν δικαίωμα να χορηγούν στον ελεγκτή οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο να συνεισφέρει στο διενεργούμενο έλεγχο, υπογράφουν δε και τη σχετική έκθεση ελέγχου, της οποίας δικαιούνται να λάβουν ακριβές αντίγραφο με έξοδά τους, για κάθε νόμιμη χρήση».
Παράγραφος 3. Εν όψει της τρέχουσας συνολικής αναδιοργάνωσης των δομών, η ειδική αυτή ρύθμιση προοικονομεί κατά μεροληπτικό τρόπο (όταν σχεδιάζονται, παραλλήλως, καταργήσεις Τμημάτων στην Επαρχία).
Η παράγραφος 8 του άρθρου 61 του ν.3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
»Ο χρόνος που προστίθεται στο χρόνο ασφάλισης των Τομέων του κλάδου κύριας και επικουρικής ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.),σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.612/1977 (Α` 164), όπως ισχύει, για τη συμπλήρωση των 35 ετών ασφάλισης,για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης για τους από 1.1.1993 και εφεξής ασφαλισμένους που συνταξιοδοτούνται από τους ανωτέρω Τομείς ως ελεύθεροι επαγγελματίες,θεωρείται ότι διανύθηκε στην 1η ασφαλιστική κατηγορία.»
Πρόταση για νέες διατάξεις στο άρθρο 23 του Σ/Ν.
Η επιβολή διοικητικών κυρώσεων και η υποβολή μήνυσης ή μηνυτήριας αναφοράς είναι μόνο έμμεσα μέτρα πίεσης ως προς τον εργοδότη.
Επίσης, διαπιστώνεται πως εργαζόμενοι που καθυστερούν να προσφύγουν στην Υπηρεσίας για να διεκδικήσουν την αποζημίωση απόλυσης, στερούνται της διαδικασίας των εργατικών διαφορών και αναγκαστικά προσφεύγουν στα δικαστήρια με την άσκηση αγωγής. Ακόμη, όμως, και αν δεν καθυστερήσουν, ο εργοδότης ενδέχεται να κωλυσιεργήσει σκόπιμα για να παρέλθει η προθεσμία προσφυγής στα δικαστήρια.
Επίσης, οι εργαζόμενοι φοβούνται κατά τον έλεγχο να δηλώσουν την αλήθεια ως προς π.χ. τις ημέρες και ώρες εργασίας, ενώ αν το κάνουν απολύονται, ενώ η διαδικασία των εργατικών διαφορών ξεκινάει συνήθως από εργαζόμενους που έχουν ήδη αποχωρήσει.
Για τον λόγο αυτό επιγραμματικά, προτείνονται τα εξής:
1) Από την υποβολή της αιτήσεως για διενέργεια εργατικής διαφοράς και καθόλη την διάρκεια της διαδικασίας έως και την οριστική λήξη ή ματαίωσή της για οποιονδήποτε λόγο, να διακόπτεται την παραγραφή και η αποσβεστική προθεσμία ασκήσεως των αξιώσεων
2) Το πρακτικό που συντάσσεται και εφόσον περιέχει συμφωνία των μερών για ύπαρξη αξίωσης που μπορεί να εκτελεσθεί αναγκαστικά να αποτελεί εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με το άρθρο 904 παράγραφος 2 εδάφιο γ΄ΚΠολΔ.
3) Να καθιερωθεί για ένα χρόνο η ακυρότητα της απόλυσης εργαζομένου, ο οποίος είτε στα πλαίσια εργατικής διαφοράς είτε στα πλαίσια ελέγχου αναφέρει παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας.
Τι επιτυγχάνεται. Γενικά, επιτυγχάνεται η ουσιαστική αναβάθμιση της διαδικασίας των εργατικών διαφορών και ενισχύεται ο ρόλος του Σ.ΕΠ.Ε. ως ουσιαστικός θεσμός διαμεσολάβησης.
Ειδικότερα:
Με το υπ’ αρ. (1) επιτυγχάνεται να δίνεται η ευκαιρία και σε εργαζόμενους που βρίσκονται στα όρια της παραγραφής ή της παρέλευσης της αποσβεστικής προθεσμίας να προσφεύγουν στην Υπηρεσία
Με το υπ’ αρ. (2) επιτυγχάνεται η συντομότερη διεκδίκηση των αξιώσεων δια της αναγκαστικής εκτέλεσεως. Η καθιέρωση του πρακτικού της συμφωνίας ως εκτελεστού τίτλου συνεπάγεται την δυνατότητα μη επιβολής διοικητικής κύρωσης, αφού δεν θα χρειάζεται πλέον ως μέσό πίεσης. Επίσης, μειώνει τον χρόνο διεκδίκησης των συμφωνηθέντων, αφού ο εργαζόμενος δεν χρειάζεται να επιδοθεί σε έναν χρονοβόρο και δαπανηρό δικαστικό αγώνα για να επιτύχει την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης: Με την κατάθεση του πρακτικού στην γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας, όπου διεξήχθη η διαφορά και την καταβολή ενός παραβόλου π.χ. 1% επί του ύψους της διαφοράς και σε κάθε περίπτωση όχι λιγότερο από 10€ μπορεί ο εργαζόμενος να ξεκινήσει την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (κατάσχεση κλπ.)
Με το υπ’ αρ (3) δίνουμε την δυνατότητα στους εργαζόμενους να αποκαλύπτουν την πραγματικότητα στην επιχείρηση χωρίς να φοβούνται την άμεση απόλυσή τους.
Τέλος, γίνεται γνωστό πως: Για την υπ’ αρ. (1) υπάρχει νομική τεκμηρίωση σε ανάλογη κοινοτική και εθνική νομοθεσία
Για την υπ’ αρ. (2) υπάρχει νομική τεκμηρίωση σε ανάλογη κοινοτική, εθνική και νομοθεσία άλλης Ευρωπαϊκής χώρας.
Ως προς το άρθρο 23: Κινείται σε σωστή κατεύθυνση το γεγονός πως διαχωρίζεται η συμφιλιωτική διαδικασία από την επίλυση των ατομικών διαφορών με διαφορετική και σαφή περιγραφή. Επίσης, είναι σωστή η αλλαγή της φράσης «χωρίς εύλογη αιτία» με την φράση «αν η απουσία είναι αδικαιολόγητη».
Πρέπει να γίνουν, όμως, οι εξής παρατηρήσεις:
1) Η παράγραφος 7 «Αν οι παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας συνιστούν ποινικά αδικήματα ο Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων υποβάλλει μήνυση ή μηνυτήρια αναφορά στον αρμόδιο Εισαγγελέα» θα ήταν καλύτερο να μην είναι απομονωμένη, αλλά να ενταχθεί ως εδάφιο στην παράγραφο 6, διότι η μήνυση ή η μηνυτήρια αναφορά στα πλαίσια της διαδικασίας των εργατικών διαφορών πραγματοποιείται κυρίως στην περίπτωση αδυναμίας επίτευξης συμφωνίας μεταξύ των μερών. Τότε ο εργαζόμενος μπορεί και να προσφύγει στα δικαστήρια και να ζητήσει την υποβολή μηνυτήριας αναφοράς. Για τον σκοπό αυτό, ίσως θα έπρεπε να διευκρινιστεί με περισσότερη σαφήνεια πότε υποβάλλεται η μήνυση ή η μηνυτήρια αναφορά. Το ισχύον άρθρο στην παρ. 11 εντάσσει την υποβολή της μήνυσης στην περίπτωση αδυναμίας μορφώσεως γνώμης ή πρότασης.
2) Απουσιάζει η ρητή και ειδική πρόβλεψη διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση μη τήρησης της συμφωνίας εκ μέρους του εργοδότη (ρητή κύρωση προβλέπεται μόνο σε περίπτωση αδικαιολόγητης απουσίας του εργοδότη από την συζήτηση). Το ισχύον άρθρο αναφέρει ρητά αυτή την πρόβλεψη στις παρ. 13 και 14. Ως εκ τούτου, η διαδικασία των εργατικών διαφορών ενδέχεται να αποδυναμώνεται ή να υποβαθμίζεται, αν ο εργοδότης γνωρίζει πως μπορεί μεν να συμφωνήσει αλλά δεν μπορεί να του επιβληθεί πρόστιμο. Η δε αναλογική εφαρμογή του άρθρου 24 Ν. 3996/2011 μπορεί να χαρακτηριστεί προβληματική, αφού η επιβολή κυρώσεων προϋποθέτει διενέργεια επιτοπίου ελέγχου, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει στα πλαίσια της διαδικασίας των εργατικών διαφορών. Για αυτό θα έπρεπε να επαναφερθούν στο Σ/Ν οι παρ. 13 και 14 του άρθρου 3 Ν. 3996/2011. Επίσης, θα πρέπει να εξεταστεί αν θα πρέπει να επαναφερθεί και το τελευταίο εδάφιο της παρ. 11 «Η προσφυγή
στη συμφιλιωτική διαδικασία δεν αναστέλλει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων του άρθρου 24», υπό την έννοια πως στα πλαίσια της εργατικής διαφοράς μπορεί να προκύψουν διαφορετικές παραβάσεις (π.χ. ζητείται από την Υπηρεσία κατά την συζήτηση η προκόμιση του βιβλίου αδειών και είτε ο εργοδότης δεν το προσκομίζει είτε ρητά ομολογεί πως δεν τηρούσε ποτέ με αποτέλεσμα ο Επιθεωρητής να μην μπορεί να διαπιστώσει την χορήγηση ή μη της κανονικής αδείας και το βάσιμο ή όχι των ισχυρισμών του εργαζομένου).