1. Ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, για τους οποίους προκύπτει βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, υποχρεωτική ασφάλιση σε δύο ή περισσότερους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς ασφάλισης που εντάσσονται στον ΕΦΚΑ, καταβάλλουν για κάθε αναληφθείσα επαγγελματική δραστηριότητα τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές, όπως αυτές καθορίζονται από τον παρόντα νόμο. Στην περίπτωση αυτή για τις πλέον της πρώτης αναληφθείσες επαγγελματικές δραστηριότητες δεν εφαρμόζεται η υποχρέωση καταβολής ελάχιστης μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς.
2. Ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, που παρέχουν εξαρτημένη εργασία και ταυτόχρονα αυταπασχολούνται, δραστηριότητες για τις οποίες υπάγονταν ή θα υπάγονται βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση ενός φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού ασφάλισης που εντάσσονται στον ΕΦΚΑ, καταβάλλουν υπέρ του ΕΦΚΑ: α) μηνιαία ασφαλιστική εισφορά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του παρόντος, για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών και β) ασφαλιστική εισφορά σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 39 του παρόντος, για το εισόδημα, εφόσον υπάρχει, από άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος, για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η παρ. 3 του άρθρου 39 του παρόντος.
3. Ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, για τους οποίους προέκυπτε, βάσει των γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων κάθε φορέα από τους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, υποχρεωτική υπαγωγή σε δύο ή περισσότερους φορείς για την ίδια απασχόληση, καταβάλλουν τις προβλεπόμενες στο άρθρο 38 του παρόντος ασφαλιστικές εισφορές.
4. Όσα από τα πρόσωπα της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, παλαιοί ασφαλισμένοι, για τους οποίους υπολογίζονταν και καταβάλλονταν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος εισφορές σε δύο ή περισσότερους φορείς, εξακολουθούν να καταβάλλουν προαιρετικά, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης τις προβλεπόμενες εισφορές επί των αποδοχών τους και μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ώστε να συμπληρώσουν το χρόνο που απαιτείται για τη θεμελίωση δικαιώματος και δεύτερης σύνταξης. Στην περίπτωση αυτή καταβάλλουν το συνολικό ποσοστό εισφοράς εργοδότη και εργαζομένου.
5. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης των προσώπων του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται το άρθρο 28 και η επιπλέον παροχή, για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, θα υπολογίζεται με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για κάθε μία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς. Ο συντάξιμος μισθός σε αυτή την περίπτωση θα προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη τη βάση υπολογισμού της επιπλέον εισφοράς. Οι διατάξεις του άρθρου 33 εφαρμόζονται αναλόγως.
6. Οι διατάξεις του παρόντος έχουν εφαρμογή από την 1.1.2017.
7. Το άρθρο 39 του Ν. 2084/1992 καθώς και κάθε άλλη διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα του παρόντος καταργείται.
Όσοι συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 και 1977/1991 και εφόσον έχουν καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές άνω των 15 ετών, σε φορέα που εντάσσεται στον ΕΦΚΑ, δικαιούνται αυτοδικαίως και δεύτερης σύνταξης χωρίς περικοπή αμφοτέρων, αναλογικά και κατ’ αντιστοιχία με τον αριθμό των ετών και των αποκτηθέντων ενσήμων κατά τη διάρκεια του χρόνου ασφάλισής τους, με τη συμπλήρωση του 50ου έτους της ηλικίας τους.
Για την παράγραφου 4 του άρθρου 36 προτείνονται οι εξής δύο προσθήκες για την πληρέστερη και δικαιότερη διατύπωση του:
…………………………………………………………..
1) (παρ.4……. . Όσα από τα πρόσωπα της παρ. 2 ή 3 του παρόντος άρθρου, παλαιοί ασφαλισμένοι,…… Στην περίπτωση αυτή καταβάλλουν το συνολικό ποσοστό εισφοράς εργοδότη και εργαζομένου ή αυτοαπασχολούμενου.)
Αιτιολόγηση:
Υπάρχουν περιπτώσεις 2ης παράλληλης ασφάλισης κύριας σύνταξης με καθεστώς αυτοαπασχολούμενου που δεν αναφέρονται στην διατύπωση του άρθρου όπως δημοσιοποιήθηκε. Με την παραπάνω προσθήκη ρυθμίζονται και αυτές οι περιπτώσεις.
……………………………………………………………
2) (παρ.4…….για τη θεμελίωση δικαιώματος και δεύτερης σύνταξης ή τη συνέχιση της ασφάλισης.)
Αιτιολόγηση:
Εκτός από τη θεμελίωση δικαιώματος υπάρχουν και οι περιπτώσεις που έχουν θεμελιώσει δικαίωμα και συνεχίζουν τη 2η παράλληλη ασφάλιση κύριας σύνταξης. Με την παραπάνω προσθήκη ρυθμίζονται και αυτές οι περιπτώσεις.
……………………………………………………………
Με εκτίμηση,
Γρηγόρης Μπαρμπαγιάννης, Πολυάνθης Συγγελάκης, Αναστάσιος Θεοφανίδης
Ασφαλισμένοι υπαγόμενοι στην παράγραφο 3, σύμφωνα με την παράγραφο 4 θα κληθούν να καταβάλλουν το συνολικό ποσοστό εισφοράς εργοδότη αι ασφαλισμένου.
Η καταβολή του συνόλου των εισφορών από έναν μισθωτό στην σημερινή συγκυρία είναι πρακτικά εξοντωτική και οδηγεί αναγκαστικά σε διακοπή ασφάλισης στο ένα από τα δύο Ταμεία.
Συγκεκριμένα οι προ το 1993 ασφαλισμένοι Μηχανικοί του Δημοσίου, υπάγονταν υποχρεωτικά σε διπλή ασφάλιση, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, καταβάλλοντας τις ανάλογες εισφορές ασφαλισμένου επί σειρά ετών.
Το σχέδιο νόμου δεν λαμβάνει καθόλου υπ’ όψη την ιδιαιτερότητα της δια νόμου υπαγωγής σε διπλή ασφάλιση του κλάδου των Μηχανικών του Δημοσίου καθώς και άλλων ειδικοτήτων και καταργεί τις προηγούμενες διατάξεις διαγράφοντας ώριμα συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Οι μισθωτοί που υπάγονται στην παράγραφο 3 εξαναγκάζονται να απεμπολήσουν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα και οι μέχρι τώρα καταβληθείσες εισφορές δεν θα αποδώσουν συνταξιοδοτικά, ενάντια σε κάθε θεμελιωμένη αρχή ανταποδοτικότητας.
Θα επιστραφούν οι καταβληθείσες εισφορές ασφαλισμένου εφ’ όσον δεν θα αποδώσουν συνταξιοδοτικά; Επειδή η απάντηση είναι προφανώς αρνητική, θα μετατραπούν τουλάχιστον σε συντάξιμο χρόνο στο δεύτερο Ταμείο;
Η πρόβλεψη στην παράγραφο 2 του άρθρου 36 ότι «Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η παρ. 3 του άρθρου 39 του παρόντος», θα πρέπει να διορθωθεί προκειμένου να είναι σαφές ότι το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 39 παραμένει σε ισχύ.
Διαφορετικά θα μπορούσε να προκληθεί σύγχηση ότι επί άσκησης και μισθωτής εργασίας αλλά και ελεύθερου επαγγέλματος το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος εφαρμόζεται ξεχωριστά για κάθε περίπτωση και όχι συνολικά επί των συνολικών εισοδημάτων ασφαλισμένου (όπως δηλαδή ισχύει και στο φορολογικό νομοσχέδιο).