1. Μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, καταβάλλεται στους δικαιούχους προσωρινή σύνταξη, το ύψος της οποίας υπολογίζεται ως εξής:
α. Για τους μισθωτούς το 50% του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τους δώδεκα μήνες ασφάλισης που προηγούνται της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2α του άρθρου 28 του παρόντος. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, οποτεδήποτε και αν πραγματοποιήθηκαν αυτοί, δια του 12.
β. Για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους στον ΟΓΑ , όπως αυτοί ορίζονται στα άρθρα 39 και 40 του παρόντος, το 50% του μέσου μηνιαίου εισοδήματος του τελευταίου πλήρους έτους πριν την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης. Ως μέσο μηνιαίο εισόδημα νοείται αυτό το οποίο προκύπτει από το πηλίκο του συνόλου των τρεχουσών εισφορών κύριας ασφάλισης που καταβλήθηκαν κατά το ίδιο έτος, διαιρουμένου δια του 20% και δια του 12 με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 39 και της παραγράφου 3 του άρθρου 40.
2. Η προσωρινή σύνταξη δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί στην εθνική σύνταξη και να υπερβαίνει το ποσό που αντιστοιχεί στο διπλάσιο της εθνικής σύνταξης, στο ύψος που διαμορφώνεται κάθε φορά. Ειδικά για τους ασφαλισμένους σύμφωνα με το άρθρο 40 του παρόντος, το ποσό της προσωρινής σύνταξης δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί στο 80% της εθνικής σύνταξης.
3. Τα ανωτέρω ισχύουν στις περιπτώσεις υποβολής αίτησης πλήρους συνταξιοδότησης λόγω γήρατος. Σε περιπτώσεις υποβολής αίτησης μειωμένης συνταξιοδότησης λόγω γήρατος το ποσό της προσωρινής σύνταξης μειώνεται κατά ποσοστό 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται από την συμπλήρωση του ορίου ηλικίας που προβλέπεται για την πλήρη σύνταξη.
4. Σε περίπτωση υποβολής αίτησης σύνταξης λόγω αναπηρίας, το ποσό της προσωρινής σύνταξης, στο ύψος που διαμορφώνεται κατά τα ανωτέρω, μειώνεται αντίστοιχα κατά τα ποσοστά που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 27 του παρόντος, αναλόγως εφαρμοζομένων. Σε περίπτωση υποβολής αίτησης συνταξιοδότησης λόγω θανάτου, η προσωρινή σύνταξη, όπως διαμορφώνεται με τις ανωτέρω διατάξεις, χορηγείται σε ποσοστό 50%. Το ποσοστό αυτό επιμερίζεται μεταξύ των δικαιοδόχων σύμφωνα με τα ποσοστά επιμερισμού της σύνταξης.
5. Το ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται στον ασφαλισμένο με την προσωρινή σύνταξη συμψηφίζεται με το ποσό της σύνταξης που προκύπτει μετά την έκδοση της οριστικής πράξης απονομής της σύνταξης.
6. Στην περίπτωση ασφαλισμένου με διαδοχικό χρόνο ασφάλισης στους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, η αίτηση για προσωρινή σύνταξη υποβάλλεται και επεξεργάζεται από τον ΕΦΚΑ σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον παρόντα νόμο για την επαγγελματική κατεύθυνση στην οποία υπάγονταν ο ασφαλισμένος κατά την τελευταίο χρονική περίοδο πριν την αίτησή του.
Στην περίπτωση που για τον υπολογισμό του ποσού της προσωρινής σύνταξης, ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης της παρ. 1 του παρόντος δεν επαρκεί, λόγω αλλαγής επαγγελματικής κατεύθυνσης του ασφαλισμένου, καταβάλλεται ως προσωρινή σύνταξη το ποσό που αντιστοιχεί στην εθνική σύνταξη.
Το ανωτέρω ισχύει και στις περιπτώσεις διαδοχικά ασφαλισμένων που έχουν οφειλή μέχρι του ποσού που προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις».
7. Η διάταξη για την έκδοση της προσωρινής σύνταξης δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α. Όταν ο ασφαλισμένος με δήλωση του δεν επιθυμεί την έκδοση προσωρινής σύνταξης.
β. Όταν δεν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης.
γ. Όταν για τη συνταξιοδότηση πρέπει να εφαρμοστούν οι Κανονισμοί 883/2004 και 987/2009 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και οι διμερείς συμβάσεις κοινωνικής ασφάλειας, εκτός των περιπτώσεων που θεμελιώνεται αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα μόνο με το χρόνο ασφάλισης σε ελληνικό ασφαλιστικό φορέα.
δ. Όταν δεν έχουν κατατεθεί τα απαραίτητα δικαιολογητικά.
ε. Όταν λαμβάνεται ταυτόχρονα και άλλη κύρια σύνταξη για την ίδια αιτία.
στ. Όταν δεν έχει διακοπεί η εργασία κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης.
ζ. Όταν είναι απαραίτητη η προηγούμενη αναγνώριση χρόνων ασφάλισης για θεμελίωση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων.
Στην περίπτωση αυτή, ο λόγος θεωρείται ότι εκλείπει εφόσον, μετά την υποβολή σχετικής αίτησης εκ μέρους του ενδιαφερομένου, εκδοθεί η απόφαση αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης, ακόμα και αν η εξαγορά του χρόνου αυτού γίνει τμηματικά με παρακράτηση του σχετικού ποσού από την δικαιούμενη σύνταξη.
η. Όταν υπάρχουν οφειλές από ασφαλιστικές εισφορές ποσού που υπερβαίνει τα προβλεπόμενα από τις σχετικές διατάξεις ποσά.
Σε περίπτωση που μεταγενέστερα εκλείψει ο λόγος αυτός, η προσωρινή σύνταξη καταβάλλεται από την επομένη υποβολής σχετικής νέας αίτησης του ενδιαφερόμενου. Στην περίπτωση ζ ο λόγος θεωρείται ότι εκλείπει εφόσον, μετά την υποβολή σχετικής αίτησης εκ μέρους του ενδιαφερομένου, εκδοθεί η απόφαση αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης, ακόμα και αν η εξαγορά του χρόνου αυτού γίνει τμηματικά με παρακράτηση του σχετικού ποσού από την δικαιούμενη σύνταξη.
8. Η πράξη προσωρινής σύνταξης κατά τα ανωτέρω εκδίδεται εντός 2 μηνών από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης.
9. Οι διατάξεις του παρόντος έχουν αναλογική εφαρμογή και στα πρόσωπα που συνταξιοδοτούνται σύμφωνα με το ειδικό καθεστώς του ν. 3163/1955.