1. Οι ασφαλισμένοι κύριας ασφάλισης του κεφαλαίου αυτού, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, δικαιούνται ανταποδοτικό μέρος σύνταξης, που προκύπτει με βάση τις συντάξιμες αποδοχές όπως ορίζονται στο άρθρο αυτό, το χρόνο ασφάλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 34 του παρόντος, και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης υπολογιζόμενα επί των συντάξιμων αποδοχών του πίνακα της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του παρόντος, σύμφωνα με τις ειδικότερες ρυθμίσεις των επόμενων παραγράφων.
2. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου λαμβάνονται υπόψη:
α. για τους μισθωτούς, ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, προσαυξαυνόμενες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προσδιορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.
β. για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους του άρθρου 40 του παρόντος, το εισόδημα, το οποίο υπόκειται σε εισφορές σύμφωνα με τα άρθρα 39 και 40 του παρόντος, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου. Για το διάστημα μέχρι την θέση σε ισχύ του νόμου αυτού εισόδημα νοείται το ποσό που θα αποτελούσε το ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για έκαστο μήνα ασφάλισης, συνυπολογιζομένων, με αναγωγή κατά κεφαλήν, τυχόν υφισταμένων κατά το διάστημα αυτό κοινωνικών πόρων υπέρ των αντίστοιχων ταμείων. Στο ποσό της ασφαλιστικής εισφοράς που πράγματι καταβλήθηκε για έκαστο ασφαλισμένο συνυπολογίζεται, όπου υπήρχε, και η ασφαλιστική εισφορά που έχει καταβληθεί από τον εργοδότη. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος προσαυξαυνόμενες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προσδιορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.
γ. για τους ασφαλισμένους για τους οποίους, από την 1.1.2017 σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 του παρόντος, καταβάλλεται ασφαλιστική εισφορά εργοδότη και ασφαλισμένου, αλλά έως την έναρξη ισχύος του παρόντος κατέβαλλαν ασφαλιστική εισφορά με ασφαλιστικές κατηγορίες, ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης ορίζεται το ποσό που αντιστοιχεί στο ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα, αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για έκαστο μήνα ασφάλισης.
δ. για το χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται πλασματικά, κατόπιν καταβολής του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς ως συντάξιμες αποδοχές ορίζεται το ποσό που θα αποτελούσε τον ασφαλιστέο μηνιαίο μισθό-εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά έκαστου μήνα ασφάλισης. Οι πλασματικοί χρόνοι που αναγνωρίστηκαν χωρίς εξαγορά δεν συνυπολογίζονται για τον υπολογισμό του ποσού της ανταποδοτικής σύνταξης.
3. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των αιτήσεων συνταξιοδότησης που θα κατατεθούν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και εντός του έτους 2016 ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη ο μέσος μηνιαίος μισθός – εισόδημα κατά τις ειδικότερες λοιπές προβλέψεις του παρόντος άρθρου που προκύπτει από το ασφαλιστικό έτος 2002 και έως την υποβολή της αίτησης. Εφεξής ετησίως η περίοδος αυτή αναφοράς αυξάνεται κατά ένα έτος.
4. Καταργούνται εφεξής και δεν εφαρμόζονται επί των αιτήσεων συνταξιοδότησης που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, οι διατάξεις: αρ. 29 παρ. 14 α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α’), όπως προστέθηκε με το αρ. 5 παρ. 6 ν. 825/1978 και αντικαταστάθηκε με το αρ. 29 παρ. 3 ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α’), αρ. 29 παρ. 3 ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α’), αρ. 64 ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α’), αρ. 31 παρ. 2 ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α’), αρ. 5 παρ. 11 α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α’), αρ. 23 εδάφιο πέμπτο π.δ. 913/1978 (ΦΕΚ 220 Α’), αρ. 44 παρ. 4 π.δ. 284/1974 (ΦΕΚ 101 Α’), αρ. 5 παρ. 4 Υ.Α. Β2/54/3/236/76/οικ.695/1977 (ΦΕΚ 329 Β’), αρ. 46 παρ. 8α Β.Δ. 29/5/25.6.58 (ΦΕΚ 96 Α’), αρ. 17 παρ. 2 π.δ. 419/1983 (ΦΕΚ 154 Α’), αρ. 17 π.δ. 419/1980 (ΦΕΚ 11 Α’), αρ. 20 Υ.Α. 17481/1933 Α.Υ.Ε.Ο. (ΦΕΚ 77/1933), αρ. 18 παρ. 1 περ. ε’ Υ.Α. 31720/Σ.503/10.12.62 (ΦΕΚ 503 Β’), Υ.Α. Φ.43/οικ.1135/1988 (ΦΕΚ 404 Β’), αρ. 1 π.δ. 460/1989 σε συνδυασμό με το αρ. 7 παρ. 1 ν. 982/1979 (ΦΕΚ 239 Α’), Υ.Α. Φ.41/241/1996 (ΦΕΚ 228 Β’), αρ. 16 παρ. 2 ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α’) σε συνδυασμό με το αρ. 3 παρ. 4 ν. 3029/2002 (ΦΕΚ 160 Α’), αρ. 24 παρ. 2 π.δ. 258/2005 (ΦΕΚ 316 Α’), αρ. 9 π.δ. 116/1988 (ΦΕΚ 48 Α’), αρ. 6 π.δ. 5/1955, άρθρα 97 και 110 π.δ. 668/1981 (ΦΕΚ 167 Α’), αρ. 1 π.δ. 418/1985 (ΦΕΚ 169 Α’), αρ. 14 Υ.Α. Φ.29/1455/1977 (ΦΕΚ 1028 Β’), αρ. 3 παρ. 3 ν. 3863/2010 (ΦΕΚ 115 Α’).
5. Κάθε διάταξη αντίθετη διάταξη καταργείται.