1. Τα πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 4, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση δικαιούνται από την1.1.2017, να συνεχίσουν προαιρετικά την ασφάλισή τους α) εάν έχουν πραγματοποιήσει στην υποχρεωτική ασφάλιση τουλάχιστον 1.500 ημέρες εκ των οποίων τουλάχιστον 300 εντός της τελευταίας πριν την υποβολή της αίτησης πενταετίας και υποβάλλουν τη σχετική αίτηση μέσα σε προθεσμία δώδεκα (12) μηνών από την τελευταία ασφάλισή τους σε φορέα κύριας ασφάλισης, ή β) εάν έχουν πραγματοποιήσει οποτεδήποτε στην υποχρεωτική ασφάλιση τρεις χιλιάδες (3.000) ημέρες εργασίας ανεξάρτητα από το χρόνο υποβολής της αίτησης για προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης.
2. Η κατά την παρ. 1 προαιρετική ασφάλιση πραγματοποιείται για κύρια σύνταξη ή/και για ασθένεια σε είδος και σε χρήμα.
3. Για την προαιρετική ασφάλιση καταβάλλεται μηνιαία εισφορά κατ’ αναλογία των προβλεπόμενων στο άρθρο 5. Ειδικότερα από τον προαιρετικά ασφαλισμένο καταβάλλεται μηνιαίως για τον κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών το συνολικό ποσοστό ασφαλιστικής εισφοράς εργαζόμενου – εργοδότη στο ύψος που έχει διαμορφωθεί και ισχύει κατά το χρόνο υπαγωγής στην προαιρετική ασφάλιση. Το ως άνω ποσοστό υπολογίζεται επί του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από την αποχώρηση από την υπηρεσία, αναπροσαρμοσμένων με την ετήσια μεταβολή μισθών όπως αυτή υπολογίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Για παροχές ασθένειας σε είδος από τον ΕΟΠΥΥ και για παροχές σε χρήμα από τον Κλάδο Παροχών του ΕΦΚΑ, ο προαιρετικά ασφαλισμένος δημόσιος υπάλληλος καταβάλλει μηνιαίως εξ’ ολοκλήρου το σύνολο της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη στο ύψος που εκάστοτε έχει διαμορφωθεί υπολογιζόμενη αντιστοίχως επί των αποδοχών, όπως προβλέπεται ως ανωτέρω για την κύρια σύνταξη.
4. Δεν δύναται να γίνει προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης αν ο ασφαλισμένος κατά την υποβολή της σχετικής αίτησης είναι ανάπηρος κατά την έννοια του στοιχείου β` της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951.
5. Η προαιρετική ασφάλιση αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης στον ΕΦΚΑ και διενεργείται για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπολείπεται των 25 ημερών ασφάλισης ανά μήνα και των 300 ημερών ανά έτος.
6. Η προαιρετική ασφάλιση διακόπτεται/λήγει: α) με αίτηση του ασφαλισμένου, από την πρώτη του επομένου μήνα της υποβολής της, β) με τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος ή επ’ αόριστον αναπηρίας του ασφαλισμένου, γ) με την ανάληψη εργασίας, ιδιότητας ή δραστηριότητας που υποχρεώνει την υπαγωγή στον ΕΦΚΑ και δ) με το θάνατο του ασφαλισμένου.
Καταβολή εισφορών μετά τη διακοπή/λήξη της προαιρετικής ασφάλισης σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν γεννά κανένα δικαίωμα, πλην της άτοκης επιστροφής των εισφορών για τον κλάδο κύριας ασφάλισης.
7. Η εισφορά για την προαιρετική ασφάλιση καταβάλλεται εντός των προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία και ανά κατηγορία ασφαλισμένων προθεσμιών.
Σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής της ασφαλιστικής εισφοράς, αυτή βαρύνεται με τους προβλεπόμενους από την ισχύουσα νομοθεσία τόκους για τις ασφαλιστικές εισφορές υποχρεωτικής ασφάλισης.
8. Απώλεια του δικαιώματος συνέχισης της προαιρετικής ασφάλισης επέρχεται εφόσον ο ασφαλισμένος έχει καθυστερήσει την καταβολή της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για περισσότερο από δύο έτη από την ημερομηνία που αυτή κατέστη απαιτητή.
Σε περίπτωση απώλειας του δικαιώματος, ο ασφαλισμένος μπορεί να υποβάλει εκ νέου αίτημα για προαιρετική ασφάλιση μετά την παρέλευση τριών ετών. Συνολικά ο ασφαλισμένος μπορεί να υπαχθεί σε καθεστώς προαιρετικής ασφάλισης μέχρι 3 φορές.
9. Ασφαλισμένοι που έχουν υπαχθεί στην προαιρετική ασφάλιση μέχρι 31/12/2016 συνεχίζουν την προαιρετική ασφάλιση με τους ίδιους όρους.
10. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης & Κοινωνικής Αλληλεγγύης δύναται να καθορίζεται η έναρξη, η αναστολή, η διακοπή/λήξη της προαιρετικής συνέχισης της ασφάλισης, ζητήματα υπαγωγής στην προαιρετική ασφάλιση στην περίπτωση πολλαπλής ή παράλληλης απασχόλησης, ο τρόπος απόδειξης τήρησης των όρων της ρύθμισης οφειλών και κάθε άλλο αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Τουλάχιστον, πρέπει και στην περίπτωση της παράλληλης ασφάλισης να οριστεί ως ανώτατο όριο των ασφαλιστέων αποδοχών το δεκαπλάσιο του κατώτατου μισθού, και να προστίθενται στις αποδοχές της μισθωτής εργασίας και οι αποδοχές του ασφαλισμένου ως αυτοαπασχολούμενος. Δεν νοείται να υπάρχει μια εθνική σύνταξη, ένας ενιαίος ασφαλιστικός φορέας και αντίστοιχα ένας ασφαλισμένος να αντιμετωπίζεται ως δύο ξεχωριστοί ασφαλισμένοι στην περίπτωση των εισφορών και ως ένας μεμονωμένος στη περίπτωση της απόδοσης σύνταξης. Αποφασίστε, ή πρόκειται για έναν ασφαλιστικό φορέα όπου το όριο των ασφαλιστικών αποδοχών είναι ένα, όπως στην περίπτωση της πολλαπλής μισθωτής εργασίας , όπου το πλαφόν της σύνταξης είναι ένα και η εθνική σύνταξη είναι μία ή πρόκειται για δύο ξεχωριστούς ασφαλιστικούς φορείς στη συσκευασία του ενός από τον οποίο όμως θα πρέπει να δικαιούται ο παράλληλα απασχολούμενος δύο εθνικές συντάξεις και δύο φορές το πλαφόν της ανώτατης καταβαλλόμενης των 2304€. Αυτό που νομοθετείτε είναι έκτρωμα, καθότι δημεύετε ουσιαστικά τις εισφορές της δεύτερης απασχόλησης χωρίς καμία απολύτως ανταποδοτικότητα, κατά το ποσό που αυτές ξεπερνούν το δεκαπλάσιο του κατώτατου μισθού. Είναι τελείως εξωφρενικό που δεν αντιλαμβάνεστε πως κάτι τέτοιο είναι παράλογο, η δε ρύθμιση θα καταπέσει στα δικαστήρια αφού βέβαια για άλλη μία φορά ταλαιπωρηθούνε όλοι οι θιγόμενοι. Έτσι εννοείτε εσείς τους ίδιους κανόνες ασφάλισης, ίδιες εισφορές και ίδιες συντάξιμες αποδοχές για όλους; Είναι δυνατόν να αντιμετωπίζετε ευνοϊκότερα και να πληρώνει μισές εισφορές κάποιος που έχει εισόδημα από αυτοαπασχόληση 150.000€ σε σχέση με κάποιον που έχει το ίδιο εισόδημα προερχόμενο κατά το ήμισι και από μισθωτή εργασία; Υπολογίσατε το ποσοστό της ανταποδοτικότητας στην δεύτερη σύνταξη λαμβανομένου υπόψη το πλαφόν των 2304€; Σας ενημερώνω ότι το ποσοστό της ανταποδοτικότητας για το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης μόλις και μετά βίας ξεπερνά το 10%. Ντροπή σας. Παρακαλώ να διορθώσετε άμεσα τις επίμαχες διατάξεις. Θα πρέπει επίσης κάποιος να σας ενημερώσει ότι η έννοια οικονομικό έτος δεν υφίσταται πλέον και έχει αντικατασταθεί με το φορολογικό έτος. Δεν νοείται σε ορισμένα άρθρα του νομοσχεδίου να χρησιμοποιείτε την έκφραση «προηγούμενο οικονομικό έτος» όπως στο άρθρο 39 όπου προφανώς εννοείτε το προ-προηγούμενο φορολογικό έτος, ενώ στο άρθρο 95 να χρησιμοποιείτε τον ορισμό «προηγούμενο φορολογικό έτος». Παρακαλούμε να το ξεκαθαρίσετε επαναδιατυπώνοντας τα συγκεκριμένα άρθρα. Τέλος θα πρέπει να ξεκαθαρίσετε, γιατί δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο από τη διατύπωση της του άρθρου 17, ότι με δεδομένο ότι η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού αρχίζει από 1/1/2017, συνεπάγεται ότι ο ν.2084/92 καταργείται από 1/1/2017 και ως εκ τούτου η παράλληλη ασφάλιση ισχύει μέχρι 31/12/2016. Σε αυτή τη περίπτωση πρέπει να το ξεκαθαρίσετε στο υπάρχων ν/σ και για ευνόητους λόγους ( τουλάχιστον στους πρωτοετής φοιτητές της νομικής) να προχωρήσετε στην αναρίθμηση της παρ. 6 σε παρ. 7 και αντίστροφα.