1. Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου του Δημοσίου, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει το χρόνο ασφάλισης που απαιτείται για την συνταξιοδότηση λόγω γήρατος ή αναπηρίας, δικαιούνται σύνταξη τα παρακάτω μέλη της οικογένειας του:
Α. Ο επιζών σύζυγος, εφόσον έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά το χρόνο θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου. Εφόσον έχει συμπληρώσει το 52ο έτος της ηλικίας του κατά τον ως άνω χρόνο, δικαιούται σύνταξη για διάστημα τριών (3) ετών, μετά την πάροδο των οποίων η καταβολή σύνταξης αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του. Εφόσον δεν έχει συμπληρώσει το 52ο έτος της ηλικίας του κατά τον ως άνω χρόνο, δικαιούται σύνταξη για διάστημα τριών (3) ετών. Οι ανωτέρω περιορισμοί δεν εφαρμόζονται εφόσον και για όσο χρόνο ο επιζών σύζυγος, κατά τον ως άνω χρόνο, έχει τέκνο ή τέκνα που υπάγονται στην παράγραφο 1Β του παρόντος ή είναι ανίκανος για την άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό 67% και άνω.
Β. Τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετηθέντα και όσα εξομοιώνονται με αυτά, με την προϋπόθεση ότι: α) είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Το όριο αυτό παρατείνεται μέχρι του 24ου έτους, εφόσον φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες αναγνωρισμένες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού ή σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ή Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης, ή β) κατά το χρόνο του θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από την συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας.
Γ. Ο διαζευγμένος σύζυγος, εφόσον πληροί αθροιστικά τις προϋποθέσεις της υποπαραγράφου 1Α για τον επιζώντα σύζυγο και επιπλέον τις εξής προϋποθέσεις:
α) Ο πρώην σύζυγος, κατά τη στιγμή του θανάτου του, να κατέβαλλε σε αυτόν διατροφή που είχε καθοριστεί είτε με δικαστική απόφαση είτε με μεταξύ τους σύμβαση ,
β) Να είχε συμπληρώσει δέκα (10) έτη έγγαμου βίου, μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση,
γ) Το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της εγγάμου συμβιώσεως υπαιτιότητας του αιτούντος τη σύνταξη,
δ) Το μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημά του να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφαλίστων Υπερηλίκων που καταβάλλεται από τον ΟΓΑ κατ’ άρθρον 96 του παρόντος νόμου.
ε) Να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης.
2. Ο επιζών σύζυγος δεν δικαιούται σύνταξη αν ο θάνατος του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου συζύγου επήλθε πριν από την πάροδο πέντε (5) ετών από την τέλεση του γάμου, εκτός αν:
α) Ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα εργατικό ή ατύχημα εκτός εργασίας του άρθρου 31 ή ανθρωποκτονία,
β) Κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε ή με το γάμο νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίσθηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο,
γ) Η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου τελεί σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο,
δ) Συντρέχει η περίπτωση ανασυστάσεως προϋπάρξαντος γάμου, αρκεί οι τελεσθέντες γάμοι, δηλαδή ο αρχικός και ο εξ ανασυστάσεως, κατά τη διάρκεια του οποίου απεβίωσε ο σύζυγος, να έχουν διαρκέσει τουλάχιστον πέντε (5) χρόνια συνολικά, και ο εξ ανασυστάσεως να διήρκησε τουλάχιστον 6 μήνες.
3. Το δικαίωμα σύνταξης, λόγω θανάτου, των ανωτέρω δικαιούχων καταργείται:
α) Με το θάνατο του δικαιούχου,
β) Με την τέλεση γάμου του δικαιούχου ή σύναψη συμφώνου συμβίωσης,
γ) Με τη συμπλήρωση των ανωτέρω στην παρ. 1Β περίπτωση α΄ οριζόμενων ορίων ηλικίας, και
δ) Από τότε που, με νεότερη κρίση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, έπαυσε η κατά τις παραγράφους 1Α και 1Β περίπτωση β΄ ανικανότητα για εργασία.
4. Α. Το ποσό της σύνταξης των ανωτέρω δικαιούχων, υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή θα εδικαιούτο ο θανών κατά το χρόνο του θανάτου του αν κατά το χρόνο του θανάτου του καθίστατο ανάπηρος κατά ποσοστό 80% και επιμερίζεται, ως εξής:
α) Για τον επιζώντα σύζυγο ποσοστό 50% της σύνταξης. Εάν ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος, περιορίζεται αυτή ως ακολούθως:
Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και της συζύγου του, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα έτη, η σύνταξη του επιζώντος συζύγου, υφίσταται, για κάθε πλήρες έτος διαφοράς, μείωση που καθορίζεται σε:
1% για τα έτη από το 10ο και το 20ό έτος.
2% για τα έτη από το 21ο έως το 25ο έτος.
3% για τα έτη από το 26ο έως το 30ό έτος.
4% για τα έτη από το 31ο έως το 35ο έτος.
5% για τα έτη από το 36ο και άνω.
β) Για τον διαζευγμένο, εφόσον ο γάμος είχε διαρκέσει δέκα (10) έτη έως τη λύση του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιζών σύζυγος επιμερίζεται κατά 75% στο χήρο και 25% στον διαζευγμένο. Για κάθε έτος εγγάμου βίου πέραν του δεκάτου (10ου) και μέχρι το τριακοστό πέμπτο (35ο) έτος διάρκειας του γάμου, το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος μειώνεται κατά 1% στο χήρο και αυξάνεται αντίστοιχα κατά 1% στον διαζευγμένο. Προκειμένου περί έγγαμου βίου, που διήρκησε πλέον των τριάντα πέντε (35) ετών έως τη λύση του κατά τα ανωτέρω, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιμερίζεται κατά 50% στο χήρο και 50% στον διαζευγμένο. Εάν ο θανών δεν καταλείπει χήρο, ο διαζευγμένος δικαιούται το αυτό ποσοστό του διαζευγμένου, κατά τα ως άνω, της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο χήρος. Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός δικαιούχων διαζευγμένων το αναλογούν για τον/την διαζευγμένο/η κατά τα ως άνω ποσοστά ποσό σύνταξης κύριας και επικουρικής επιμερίζεται εξίσου μεταξύ αυτών.
γ) Για κάθε παιδί ποσοστό 25% της σύνταξης. Αν πρόκειται για παιδί ορφανό και από τους δύο γονείς, το παραπάνω ποσοστό διπλασιάζεται, εκτός αν το ορφανό παιδί δικαιούται σύνταξη και από τους δύο γονείς, οπότε το ποσοστό της δικαιούμενης σύνταξης δεν διπλασιάζεται.
Β. Το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος συζύγου και των τέκνων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος. Σε περίπτωση που το άθροισμα των ποσοστών των δικαιούχων υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος περιορίζεται ισόποσα το ποσοστό των τέκνων.
Γ. Εάν ο θανών καταλείπει τέκνα και η σύνταξη καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο μειωμένη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 4 και 5 του παρόντος, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται επιμερίζεται στα τέκνα. Σε περίπτωση που εκλείψουν οι προϋποθέσεις για χορήγηση ποσοστού σύνταξης θανάτου στα τέκνα, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται δεν καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο.
5. α) Στον επιζώντα σύζυγο καταβάλλεται ολόκληρη η σύνταξη για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα.
β) Μετά την πάροδο της τριετίας, σε περίπτωση που ο επιζών εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, η σύνταξη περιορίζεται στο 50% της σύνταξης λόγω θανάτου, έως τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του. Μετά τη συμπλήρωση του ορίου αυτού ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 50% της σύνταξης που ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή θα εδικαιούτο ο θανών κατά το χρόνο του θανάτου του.
γ) Εάν ο επιζών των συζύγων, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων.
6. Εφόσον, εντός χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών από την πρώτη καταβολή σύνταξης λόγω θανάτου, ο άνεργος επιζών ή διαζευγμένος σύζυγος προσληφθεί ως μισθωτός ή προχωρήσει σε έναρξη οικονομικής δραστηριότητας ως αυτοαπασχολούμενος, οι ασφαλιστικές του εισφορές καταβάλλονται από το Δημόσιο για διάστημα δύο (2) ετών. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εξειδικεύονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
7. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το ανωτέρω θέμα καταργείται. Καταβαλλόμενες συντάξεις που εκδόθηκαν βάσει ρυθμίσεων που καταργούνται στο εξής, διατηρούνται ως έχουν, με την επιφύλαξη εφαρμογής του άρθρου 14 του παρόντος νόμου.
8. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου.
1.Η περ. β της παραγράφου 1 θέτει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση της σύνταξης θανόντος γονέα στο τέκνο με αναπηρία, η αναπηρία του τέκνου να έχει εκδηλωθεί προ του 24ου έτους της ηλικίας. Εύλογα δημιουργείται το ερώτημα: Με ποια λογική ο νομοθέτης θέτει ως προϋπόθεση η αναπηρία να έχει επέλθει προ του 24ου έτους της ηλικίας; Εάν η αναπηρία επέλθει μετά το 24ο έτος πως θα προστατευτεί το τέκνο; Γιατί ο νομοθέτης αγνοεί το γεγονός ότι υπάρχουν βαριές αναπηρίες, οι οποίες εκδηλώνονται μετά το 24ο έτος της ηλικίας όπως τύφλωση, παραπληγία ή βαριές ψυχικές παθήσεις ή χρόνιες παθήσεις;
Η Ε.Σ.Α.μεΑ για την προστασία των πιο αδύναμων μελών της κοινωνίας ζητάει να διαγραφεί η προϋπόθεση της εμφάνισης της αναπηρίας προ του 24ου έτους της ηλικίας.
Ειδικά σε ότι αφορά στις νευροψυχιατρικές παθήσεις, η ανωτέρω προϋπόθεση η οποία ετίθετο και με το ισχύον συνταξιοδοτικό πλαίσιο στερείται λογικής για τους κάτωθι λόγους:
– Εάν η νευροψυχιατρική πάθηση του τέκνου του θανόντος γονέα επιδεινώνεται με το χρόνο και φθάσει σε οξύ σημείο μετά το 24ο έτος της ηλικίας του, τότε χάνει κάθε δικαίωμα στη σύνταξη του γονέα .
– Εάν ο πάσχων χάσει τους γονείς του μετά το 24ο έτος, θα είναι εξαιρετικά δυσχερής η βεβαίωση από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας, ότι η νευροψυχιατρική πάθησή του εμφανίστηκε στο παρελθόν, ενώ η δυσχέρεια αυτή θα ενταθεί σε περίπτωση που ο πάσχων δεν είχε νοσηλευθεί πριν το 24ο έτος της ηλικίας του, με αποτέλεσμα να μην υφίστανται αποδείξεις του χρόνου επελεύσεως της οφειλόμενης σε νευροψυχιατρική πάθηση αναπηρίας. .
Σχόλιο: Σημειώνουμε ότι σε πολλές περιπτώσεις η νευροψυχιατρική πάθηση εκδηλώνεται μετά το 24ο έτος της ηλικίας.
Σύμφωνα με τα παραπάνω ζητούμε να διαγραφεί η φράση «εφόσον…….ηλικίας τους»
Σε ότι αφορά την προϋπόθεση που αναφέρεται στην ανικανότητα προς εργασία η Ε.Σ.Α.μεΑ εκφράζει την ρητή αντίθεσή της, αφού ο όρος αυτός παραπέμπει σε αναχρονιστικές παρελθούσες περιόδους και αντίκειται πλήρως με την σύγχρονη δικαιωματική προσέγγιση για την αναπηρία. Προτείνουμε η σύνταξη του αποβιώσαντος γονέα να χορηγείται σε τέκνα που είναι άτομα με αναπηρία, τα οποία αποδεδειγμένα δεν εργάζονται με οποιαδήποτε εργασιακή σχέση στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα. Στην περίπτωση που εργάζονται η χορήγηση της σύνταξης του αποβιώσαντος γονέα διακόπτεται και επαναχορηγείται μετά τη λήξη της εργασιακής σχέσης του τέκνου.
2.Στην παρ. 2 να προστεθεί η περ. εε ως εξής : «Σε ισχύ παραμένει η περ. γ της παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 3863/2010 σύμφωνα με την οποία «Εάν ο επιζών των συζύγων, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων».
ΑΔΙΚΙΕΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΘΑΝΑΤΟΥ-ΧΗΡΕΙΑΣ ΕΡΓΑΖΟΜΈΝΩΝ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΟΜΕΑ
Δυστυχώς με το Νέο Ασφαλιστικό Νομοσχέδιο, γίνονται δυσχερέστεροι οι όροι για την Προστασία της Χηρεύουσας Οικογένειας των Εργαζομένων στην Ελλάδα.
Με αύξηση των ορίων ηλικίας χορήγησης σύνταξης λόγω Θανάτου στον/στην επιζώντα/επιζούσα σύζυγο. (παρ. 1. Α, άρθρο 12),
Και με μείωση του ποσού της σύνταξης Θανάτου.(50% αντί 70% του θανόντος) ( παρ. 5.α), 5.β) άρθρο 12 ).
Άραγε επιστρέφεται το ανταποδοτικό ποσόν της σύνταξης του θανόντος στην χηρεύουσα οικογένεια??? Η οποία κληρονομεί και χρέη (και υποχρεώσεις) του θανόντος μέλους.
Άραγε αίρονται ή θα εξακολουθούν ισχύουν οι Δύο Αδικίες που γίνονται (από 1984 και 1998) σε βάρος των επιζώντων συζύγων (χήρων) εργαζομένων στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα ή στο Δημόσιο, όταν ο/η θανών/ούσα σύζυγος εργάζεται στον ίδιο τομέα (όταν είναι σε Υπηρεσία και όχι Συνταξιούχος, κατά τον Θάνατο). (Όπως διατυπώθηκαν και στις διαβουλεύσεις στους Νόμους 3863/2010 και 4111/2013 (ΥΓ).
1) Μειώνεται η Σύνταξη Θανάτου κατά 70% που χορηγείται στον επιζώντα σύζυγο, εργαζόμενο στον Δημόσιο Τομέα. Και λαμβάνουν το 21% =70% x 70%, της συντάξεως του/της Θανόντος.-ούσης, και κατά την πρώτη τριετία. ( Παρ. 14 άρθρου 8 ν. 2592/1998. Μείωση, κατά 70% των συντάξεων γενικώς (και χηρείας) συνταξιούχων δημόσιου τομέα που χορηγούνται από ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που υπηρετούν στον δημόσιο τομέα και λαμβάνουν σύνταξη (και χηρείας) και αποδοχές).
Ενώ όλοι οι Επιζώντες Σύζυγοι, εργαζόμενοι στον Ιδιωτικό Τομέα, λαμβάνουν το 70% της συντάξεως του/της Θανόντος.-ούσης. Για μία τριετία. Και κατόπιν, με μείωση κατά 50% αν εργάζονται ή είναι συνταξιούχοι. (70% x 50% = 35% της συντάξεως του/της Θανόντος.-ούσης).
2) Ο χρόνος εργασίας του/της επιζώντος /-ούσης συζύγου δεν (ΔΕΝ) θεωρείται συντάξιμος,
εφόσον λαμβάνει την μειωμένη (κατά 70%) Σύνταξη Θανάτου-Χηρείας Δημόσιου Τομέα, και δεν την έχει αναστείλει. ( Παράγραφοι 1έως 7α άρθρου 58 του π. δ. 169/2007 (μη συντάξιμος χρόνος υπηρεσίας όταν λαμβάνονται σύνταξη και αποδοχές ή συντάξιμος με αναστολή της σύνταξης. Δεν εξαιρούνται οι επιζώντες σύζυγοι). Παρ. 1 άρθρου 17 ν. 1489/1984 (δεν αναφέρεται) που τροποποίησε την παρ.1 άρθρου 6 ν. 1379/1983, που αναφερόταν σε συνταξιούχους εξ ιδίου δικαιώματος).
Παρόλο που καταβάλλονται οι εισφορές του στο Δημόσιο. για την δική του σύνταξη.
Γίνεται συντάξιμος ο χρόνος της Δημόσιας Υπηρεσίας του/της αν επιστρέψει το ποσόν της σύνταξης χηρείας που έλαβε.
Των οποίων Αδικιών δεν έγινε άρση ούτε με τους Ασφαλιστικούς Νόμους α) 3863/2010, β) 3865/2010, γ) 4111/2013. (ΥΓ).
Ποία είναι η προστασία της Χηρεύουσας Οικογένειας ???
Στην περίπτωση που οι δύο Σύζυγοι είναι εργαζόμενοι στο Δημόσιο Τομέα, (Στενό ή Ευρύτερο).
Οι Αδικίες πρέπει να αρθούν, για λόγους Δικαιοσύνης και Ισονομίας της Προστασίας της Χηρεύουσας Οικογένειας!
Και με Αναδρομικότητα!
Για να μην υπάρχουν «Τυχεροί» και «Άτυχοι» Χήροι /Χήρες Συμπολίτες μας.
Και για να μην «Καταστρέφεται» η Ζωή της Οικογένειάς τους, από τον Θάνατο του/της Συζύγου, από τις Αδικίες και τις Παραλείψεις των Νόμων της Ελληνικής Πολιτείας.
Με την υπαγωγή όλων των Επιζώντων Συζύγων, Συνταξιούχων Θανάτου του/της συζύγου τους, ασχέτως τομέα εργασίας (Δημόσιο ή Ιδιωτικό) και Ασφαλιστικού Ταμείου, στις διατάξεις της παραγράφου 6 άρθρου 63 του νόμου 2676/99, οι οποίες εξαιρούν τους Επιζώντες Συζύγους από τους Περιορισμούς στην Σύνταξη Θανάτου και στο συντάξιμο του χρόνου εργασίας τους, ως Συνταξιούχων Θανάτου. Ή σε παρόμοιες διατάξεις.
Για την Προστασία της Χηρεύουσας Οικογένειας «Όλων» των Εργαζομένων Πολιτών της Ελλάδας. Η οποία κληρονομεί και χρέη – υποχρεώσεις του θανόντος μέλους.
Διότι η χηρεία δεν είναι επιλογή ούτε προνόμιο. Είναι το βαρύ κτύπημα της μοίρας που ανατρέπει την ζωή του επιζώντα συζύγου και της οικογένειάς του. Είναι μια τρομερά δύσκολη κατάσταση για όποιον την βιώνει. Γίνεται ακόμα πιο δύσκολη όταν συμβαίνει σε μέση ή ώριμη ηλικία και υπάρχουν παιδιά ανήλικα ή ενήλικα εξαρτώμενα οικονομικά από τον επιζώντα γονέα (φοιτητές, άνεργοι, στρατιώτες) και έχουν αναληφθεί οικονομικές υποχρεώσεις (στεγαστικά δάνεια) βασισμένες στο προ του θανάτου οικογενειακό εισόδημα.
Κωνσταντίνος Καρτσώνης
Θεσσαλονίκη
Πέμπτη 21 Απριλίου 2016 (05,15)
ΥΓ.
Περισσότερα στα σχόλια της Δημόσιας Διαβούλευσης των Νόμων.
1) Ν. 3863/2010 (196ο σχόλιο)
(20 Απριλίου 2010, 23:56 | ΚΑΡΤΣΩΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ)
http://www.opengov.gr/minlab/?p=24
2) Ν. 4111/2013 (112ο σχόλιο)
(8 Φεβρουαρίου 2013, 14:47 | ΚΑΡΤΣΩΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ).
http://www.opengov.gr/minfin/?p=1799
Λόγω των πολλών ασαφειών σχετικά με το όριο ηλικίας των 55 ετών και την αναστολή σύνταξης μέχρι τα 67 έτη και τα αναγραφόμενα στην παρ. 5γ ζητούνται περαιτέρω διευκρινήσεις. Σχετικά με τα αναγραφόμενα στο 4Αγ κάθε παιδί δικαιούται σύνταξης 25%. Η περίπτωση των μονογονεικών οικογενειών δεν αναγράφεται με σαφήνεια και επειδή υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις η ανησυχία του μονογονέα είναι τεράστια αν πεθάνει και αφήσει απροστάτευτα τα ανήλικα τέκνα του. Απο τα αναγραφόμενα προκύπτει οτι δύο τέκνα μονογονέα λαμβάνουν τα 100% της σύνταξης του γονέα. Ελπίζω αυτό να ισχύει και ίσως να περιγραφεί και αυτή η περίπτωση με σαφήνεια.
Μια γυναίκα η οποία μένει χήρα στην ηλικία των 50, δεν έχει τέκνα και κανένα άλλο εισόδημα πέραν της σύνταξης του συζύγου της πως θα επιβιώσει; Την καταδικάζουμε σε θάνατο ετσι απλά; Γιατί περί αυτού πρόκειται. Mε εναμιση εκατομμύρια ανέργους ποιός θα την προσλάβει σε αυτή την ηλικία; Δε θα πρέπει να θεσπιστούν κριτήρια και προϋποθέσεις; Γιατί αυτή η ισοπεδωτική λογική; Ακόμα και αν δεχτούμε οτι υπάρχει λογική στη θέσπιση ορίου ηλικίας τι είδους λογική είναι αυτή που λεει ότι στα 52 παρα μια μερα δίδεται σύνταξη μόνο για τρια χρόνια, στα 52 και μια μέρα συνταξη για τρια χρόνια και μετά πάλι στα 67, και στα 55 δια βίου σύνταξη; Τι είδους εξισώσεις είναι αυτές; Μιλάμε για όριο στα 55 και στην πραγματικότητα εννοούμε πλήρη κατάργηση της σύνταξης. Ηλικιακο όριο 55 σημαίνει οτι η σύνταξη λαμβάνεται στη συμπλήρωση των 55. ‘Ομως και αυτό θα πρέπει να μην ισχύει σε περίτπωση μη ύπαρξης κανενός άλλου εισοδήματος. Για την αποφυγή καταβολής σύνταξης σε αλλοδαπές που τελούν γάμους με υπέργηρους με στόχευση τη σύνταξη, αρκει πολύ απλά να θεσπιστεί οριο διάρκειας του γάμου ως προϋπόθεση για την καταβολή ( πχ όχι λιγότερο απο 10 έτη ). Εαν δεν ληφθούν υπ’ οψην τα κριτήρια αυτά τότε πρόκειται όχι για μεταρρύθμιση αλλά για στέρηση της δυνατότητας απο τη μια στιγμή στην άλλη της επιβίωσης ενός ανθρώπου που έχει έτσι κι αλλιώς ήδη χτυπηθεί σκληρά απο τη μοίρα. Πέραν όλων των άλλων ο θανών έχει πληρώσει ασφαλιστικές εισφορές για 35 τουλάχιστον χρόνια ( και μάλιστα επι 14 και οχι 12 μηνες ετησίως ). Μια γυναίκα που μένει πίσω χωρίς κανένα εισόδημα δε δικαιούται να λάβει τη σύνταξη ( η οποία ετσι κι αλλιως καταβάλλεταιεπι 12 και μειωμένη ) επειδή είχε την ατυχία ο συζυγός της να πεθάνει όταν εκείνη ήταν 54 ετών;
Μια γυναικα κοντα στα 50, αν υποθεσουμε πως ειναι ατεκνη κι ανεργη κι εχει την ατυχια να χασει τον συντροφο της και μεινει χηρα, πρεπει να «καταδικαστει» και στην ενδεια, την ανεχεια, την αναξιοπρεπεια ??? Ο νομος ειναι παντελως παραλογος, αναλγητος και καταχρηστικος, δεδομενου πως ο θανων εχει πληρωσει για χρονια και χρονια τις ασφαλιστικες του εισφορες, ακριβως για να ζησει με την συζυγο του ή για να ζησει εκεινη σε περιπτωση που του συμβει το μοιραιο. Δεν ειναι αξιο τιμωριας κυριοι να ειναι μια γυναικα νοικοκοιρα και μεσηλικη. Σε μια Ελλαδα που χειμαζεται απο ιλιγγιωδη ποσοστα ανεργειας ουτε το βιογραφικο της δεν θα δεχτουν να παραλαβουν. Το να ειναι μια χηρα κατω απο τα 55 της ετη, ατεκνη κι ανεργη ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ να ειναι το εισιτηριο της για το πτωχοκομειο ή την αυτοκτονια.
ΟΙ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΧΗΡΕΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ ΝΑ ΚΑΤΑΛΗΣΤΕΥΤΟΥΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΟΥ Η ΧΗΡΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΕΙ ΤΟ 55ο ΕΤΟΣ ΤΗΣ.
Ο επιζών σύζυγος να δικαιούται σύνταξη ακόμα και αν είναι κάτω από 55 ετών αν δεν εργάζεται, δεν αυτοαπασχολείται, δεν λαμβάνει σύνταξη από ίδιο δικαίωμα ή οποιαδήποτε πηγή και δεν έχει έχει άλλο εισόδημα ή αυτό να είναι κάτω από το εκάστοτε κατώτατο όριο και μέχρι αυτό, για όσο διάστημα ισχύουν τα ανωτέρω.
Καλησπέρα
Σχετικά με το κλείσιμο
8. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου.
Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη εισοδηματικά και άλλα κριτήρια για τους θανάτους που έχουν ήδη συμβεί.
Π.χ
Μία διαζευγμένη άπορη χήρα, που με το παλαιό καθεστώς περίμενε τα 67 για να πάρει την σύνταξη θανάτου ενώ με το νέο καθεστώς έχει τα ίδια ηλικιακά δικαιώματα με την σύζυγο-χήρα, είναι άδικο επειδή ο θάνατος προήλθε πριν την ισχύς του άρθρου να περιμένει τα 67 ενώ μία αντίστοιχη διαζευγμένη χήρα, που χήρεψε μετά την δημοσίευση, να μπορεί να βγει σε σύνταξη από τα 55.
Μια γυναίκα 50 ετών που θα βρει δουλεια μέχρι να πεθάνει αφου δεν θα πάρει τίποτα. Ποιος θα την προσλάβει όταν υπάρχουν τόσοι άνεργοι με μεταπτυχιακά και διδακτορικά νέοι ; Θα παρακαλάει τα άνεργα παιδια της για ένα πιάτο φαι και για μια στέγη πάνω απο το κεφάλι της ; Με λίγα λόγια το κράτος θα κερδίζει απο τον θάνατο του κάθε ασφαλισμένου ειναι ντροπή.
Θέλουν να καταργηθεί η σύνταξη χηρείας σε καμία χώρα δεν γίνεται θα γίνει γίνει στήν δικιά μας μπράβο. Από την στιγμή που δικαιούται την σύνταξη δεν μπαίνει όριο ηλικίας.
Είναι δυνατόν κάποιος να πληρώνει εισφορές για 35 – 40 χρόνια και η σύζυγος του, που ασχολείται με τα οικιακά και μένει χήρα, να μη δικαιούται σύνταξη επειδή είναι κάτω των 52 ετών. ( Για αντρόγυνα που έχουν διαφορά ηλικίας έως δέκα χρόνια).
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΗΘΕΙ ΤΟ ΠΛΑΦΟΝ ΗΛΙΚΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΧΗΡΕΙΑΣ ΓΙΑΤ ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΝΑ ΒΡΕΙ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΕ ΗΛΙΚΙΑ 50 ΕΤΩΝ ΚΑΙ ΝΑ ΜΠΕΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ ΕΓΓΑΜΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.ΔΗΛΑΔΗ ΕΑΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 10 ΕΤΗ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΕΠΙΖΩΝ ΣΥΖΥΓΟΣ ΤΗΝ ΜΙΣΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΥΞΑΝΟΜΕΝΗ 5 ΤΟΙΣ ΕΚΑΤΟ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΕΠΟΜΕΝΟ ΕΤΟΣ,ΕΚΤΟΣ ΑΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΤΕΚΝΑ ΟΠΩΣ ΑΝΑΦΕΡΕΙ Ο ΝΟΜΟΣ
Σε συνέχεια του από 19 Απριλίου σχολίου μου επί του Άρθρου 12 παρ.1.Α και προς αποφυγή να συμπεριληφθούν στη πρότασή μου ακραίες καταστάσεις εικονικών γάμων, προτείνω να τεθεί για τις περιπτώσεις και για όσο διάστημα η χήρα δεν έχει εισόδημα από καμία άλλη πηγή, ούτε δικό της σπίτι για να κατοικήσει, ένας περιορισμός ηλικίας π. χ. των 50 ετών, αντί των 55 ετών που τίθεται στο υπό διαβούλευση Νομοσχέδιο.
Δηλαδή να χορηγείται η σύνταξη στο εν χηρεία πρόσωπο εφόσον έχει την ηλικία των π.χ. 50 ετών για τις περιπτώσεις και για όσο διάστημα η χήρα δεν έχει εισόδημα από καμία άλλη πηγή, ούτε δικό της σπίτι για να κατοικήσει.
Νομίζω ότι έτσι και αποφεύγονται ακραίες καταστάσεις και τηρείται η κοινωνική ευαισθησία έναντι των αδυνάτων.
Δεν εχω καταλαβει γιατι ο επιζων συζυγος εφ εσον λαμβανει δικια του συνταξη απο το δημοσιο, να λαμβανει και μερος συνταξης του θανοντα??
πρόταση
οι συντάξεις χηρείας θα εξαρτώνται από τα έσοδα του συνταξιοδοτούμενου και την οικογενειακή του κατάσταση!!!
Δεν εχω καταλαβει γιατι ο επιζων συζυγος εφ εσον εχει δικια του συνταξη του δημοσιου να λαμβανει και το 50% του θανοντα.
προταση
οι συντάξεις χηρείας θα εξαρτώνται από τα έσοδα του συνταξιοδοτούμενου!!!αλλά και την οικογενειακή–περιουσιακή κατάσταση.
Το κείμενο σας είναι ασαφές. Εάν είναι ο επιζών 55 ετων και άνω λαμβάνει σύνταξη. Εάν ειναι 52 λαμβάνει σύνταξη για μια 3ετία και μετα το δικαίωμα αναστέλλεται μέχρι τα 67. Εάν είναι 51 τι γίνεται ; Λαμβάνει για μια 3ετία πλήρη σύνταξη και μετά τίποτα ή αναστέλλεται το δικαίωμα πάλι για τα 67 ; Εαν ισχύει το πρώτο προκειται για κατάργηση της σύνταξης χηρείας.
Κατά τη γνώμη μου το Άρθρο 12 παρ. 1. Α πρέπει να θέτει εισοδηματικά κριτήρια και να να μην ισχύουν οι περιορισμοί ηλικίας για τις περιπτώσεις και για όσο διάστημα η χήρα δεν έχει εισόδημα από καμία άλλη πηγή, ούτε δικό της σπίτι για να κατοικήσει.
Διαφορετικά πρόκειται περί απάνθρωπου μέτρου που καταργεί κάθε έννοια κοινωνικού κράτους, καθ’ όσον από τη μια στιγμή στην άλλη θέτεις ένα άτομο σε κατάσταση να μην έχει να φάει, ούτε να κοιμηθεί κάτω από μια στέγη.
Μια γυναίκα 50 ετών, που έχει εργαστεί λίγα χρόνια ή καθόλου και μένει χήρα, τι περιθώριο έχει να βρει δουλειά και μάλιστα για τόσα πολλά χρόνια, μέχρι να αποκτήσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα? Κάτι κάνετε λάθος, διορθώστε το.