1. Οι ασφαλισμένοι κύριας ασφάλισης, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, δικαιούνται ανταποδοτικό μέρος σύνταξης, που προκύπτει με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, το χρόνο ασφάλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 15 του παρόντος, και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης όπως αποτυπώνονται στον πίνακα της παρ. 4 σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των επόμενων παραγράφων.
2. α. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου λαμβάνονται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος όρος αυτός υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών, που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου, εξαιρουμένων των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας που τυχόν καταβλήθηκαν. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, προσαυξαυνόμενες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, η οποία και υπολογίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης με τις προϋποθέσεις των διατάξεων του τετάρτου εδαφίου της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 των άρθρων 1 και 26 του π.δ. 169/2007, καθώς και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του ν. 2084/1992, ως συντάξιμες αποδοχές επί των οποίων θα υπολογιστεί το ποσοστό αναπλήρωσης των 35 ετών λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τη διάρκεια της ασφάλισής του.
β. για το χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται πλασματικά, κατόπιν καταβολής του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς, ως συντάξιμες αποδοχές ορίζεται το ποσό που θα αποτελούσε τον ασφαλιστέο μηνιαίο μισθό-εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά έκαστου μήνα ασφάλισης.
3. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης των προσώπων των παρ. 1β και 2 του άρθρου 6, τα οποία αποχωρούν από την Υπηρεσία εντός του έτους 2016, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη ο μέσος μηνιαίος μισθός κατά τις ειδικότερες λοιπές προβλέψεις του παρόντος άρθρου, που προκύπτει από το ασφαλιστικό έτος 2002 και έως την ημερομηνία έναρξης καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου – λειτουργού του Δημοσίου ή του στρατιωτικού. Εφεξής ετησίως η περίοδος αυτή αναφοράς αυξάνεται κατά ένα έτος.
4. Το τελικό ποσό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης υπολογίζεται για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, με βάση το ποσοστό αναπλήρωσης, όπως φαίνεται στον πίνακα που προσαρτάται στο τέλος της παραγράφου αυτής και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος ασφάλισης εντός εκάστης κλίμακας ετών αντιστοιχεί στο ποσοστό που αναγράφεται στην τρίτη στήλη του πίνακα.
Ειδικότερα, τα ποσοστά αναπλήρωσης για κάθε επιμέρους περίοδο ασφάλισης αποτυπώνονται στον ακόλουθο πίνακα:
ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΕΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ | ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ | |
ΑΠΟ | ΕΩΣ | |
0 | 15 | 0,77% |
15,01 | 18 | 0,84% |
18,01 | 21 | 0,90% |
21,01 | 24 | 0,96% |
24,01 | 27 | 1,03% |
27,01 | 30 | 1,21% |
30,01 | 33 | 1,42% |
33,01 | 36 | 1,59% |
36,01 | 39 | 1,80% |
39,01 | 42 και περισσότερα | 2,00% |
5. Πρόσωπα τα οποία είναι συνταξιούχοι των εντασσομένων στον ΕΦΚΑ φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, κατά την ημερομηνία ένταξής τους στον ΕΦΚΑ, εφόσον οι συντάξεις τους είναι της αυτής αιτίας, δικαιούνται από τον ΕΦΚΑ σύνταξη ίση με το άθροισμα των καταβαλλόμενων συντάξεων από τους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς. Σε περίπτωση που οι συντάξεις προέρχονται από διαφορετικές αιτίες, ο ΕΦΚΑ εξακολουθεί να καταβάλλει αυτές χωριστά.
6. Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 55 του π.δ. 169/2007 (210 Α΄), καθώς και κάθε άλλη διάταξη που παραπέμπει σε αυτές δεν εφαρμόζονται για τα πρόσωπα της περ. β της παρ. 1 και της περ. α της παρ. 2 του άρθρου 6.