1. Οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις (Κοιν.Σ.Επ) που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο και οι Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί Περιορισμένης Ευθύνης (Κοι.Σ.Π.Ε.) που διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2716/1999 (Α’ 96), όπως ισχύει, και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και του ν. 1667/1986 (Α’ 196), καθώς και όσων ορίζει το αρ.12 του ν. 3842/2010 (Α’ 58), καθώς και οι Συνεταιρισμοί Εργαζομένων που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο, θεωρούνται αυτοδικαίως από τη σύστασή τους Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας και υπάγονται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου από την εγγραφή τους στο Μητρώο. «Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας» μπορούν να είναι και οι αγροτικοί συνεταιρισμοί του Ν.4384/16 (Α’ 78), όπως ισχύει, οι αστικοί συνεταιρισμοί του ν.1667/1986, όπως ισχύει, οι ενώσεις προσώπων των άρθρων 78 επ. του Α.Κ., οι Αστικές Εταιρίες των άρθ. 741 επ. του Α.Κ., καθώς επίσης και οποιαδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων, εφόσον σωρευτικά:
α. Το καταστατικό τους περιέχει τις απαιτούμενες προβλέψεις των παραγράφων 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 2 του παρόντος, καθώς και -κατά περίπτωση- μία ή περισσότερες εκ των προβλέψεων των παραγράφων 6, 7 ή και 8 του ιδίου άρθρου.
β. Τα μετά τη φορολόγηση κέρδη διατίθενται ετησίως για τους εξής σκοπούς:
αα. ποσοστό τουλάχιστον 5% για το σχηματισμό αποθεματικού
ββ. ποσοστό έως 35% στους εργαζόμενους του Φορέα, εκτός κι αν τα 2/3 των μελών της Γενικής Συνέλευσης του Φορέα αποφασίσει αιτιολογημένα τη διάθεση του ποσοστού αυτού σε δραστηριότητες του στοιχείου γγ.
γγ. και το υπόλοιπο διατίθεται είτε για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τη γενικότερη διεύρυνση της παραγωγικής δυνατότητας είτε για δράσεις κοινωνικής ωφέλειας, όπως ορίζονται στους καταστατικούς σκοπούς του. Τα μέλη που δεν είναι εργαζόμενοι δεν έχουν δικαίωμα στη διανομή των κερδών. Η συμβολή του Φορέα Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας στην κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη της κοινότητας όπου ασκεί τις δραστηριότητές του οφείλει να αποδεικνύεται ετησίως μέσω της χρήσης του «Εργαλείου Μέτρησης Κοινωνικού Αντικτύπου», της παραγράφου 8 του άρθρου 26.
γ. Η οικονομική τους δραστηριότητα αποφέρει συλλογική και κοινωνική ωφέλεια, όπως ορίζονται στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 2, οι οποίες οφείλουν να περιγράφονται καταστατικά και να αποδεικνύονται ετησίως μέσω της χρήσης του «Εργαλείου Μέτρησης Κοινωνικού Αντικτύπου», της παραγράφου 8 του άρθρου 26 .
2.Ο Φορέας Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, μετά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του και εφόσον από τον κύκλο οικονομικής του δραστηριότητας προκύπτουν έσοδα που καλύπτουν το κόστος μιας θέσης εργασίας πλήρους απασχόλησης, ή το ισοδύναμό της σε θέσεις μερικής απασχόλησης με βάση τον κατώτατο νομοθετημένο μισθό ή τον μισθό που ορίζει η αντίστοιχη συλλογική σύμβαση, υποχρεούται από το δεύτερο χρόνο λειτουργίας του και εφεξής να απασχολήσει τουλάχιστον έναν εργαζόμενο, ακόμη και μέλος του. Η διαπίστωση παράβασης της προαναφερθείσας υποχρέωσης, επιφέρει τη διαγραφή του νομικού προσώπου από το Μητρώο.
3.Η απόδοση της ιδιότητας του Φορέα Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας σε νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων που πληροί τα στοιχεία της παραγράφου 1 πιστοποιείται με την εγγραφή στο Μητρώο. Η εγγραφή στο Μητρώο συνεπάγεται την απόδοση Αριθμού Γενικού Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας (Α.Γε.Μ.Κ.Ο.).
Όσον αφορά την φορολόγηση θα πρέπει να μπει η παρακάτω ρητή διατύπωση
Η Κοιν.Σ.Επ. δεν υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος για το ποσοστό των κερδών της το οποίο διατίθεται για το σχηματισμό αποθεματικού και τις δραστηριότητές της. Το ποσοστό των κερδών της Κοιν.Σ.Επ. που διανέμεται στους εργαζόμενους υπόκειται σε παρακράτηση φόρου εισοδήματος, σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα φορολογικό συντελεστή του πρώτου, μετά από το αφορολόγητο ποσό, κλιμακίου εισοδήματος της κλίμακας της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 2238/1994 (Α’ 151), όπως ισχύει. Με την παρακράτηση του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση, όσον αφορά στα κέρδη της Κοιν.Σ.Επ. και των εργαζομένων της Κοιν.Σ.Επ., οι οποίοι ανήκουν σε Ευάλωτες Ομάδες Πληθυσμού.
Σε γενικές γραμμές είναι προς την σωστή κατεύθυνση ο νέος νόμος, τι γίνεται με όσες ΚοινΣΕπ δεν πληρούν τα κριτήρια, θα εντάσσονται με τροποποίηση καταστατικού στους συνεταιρισμούς εργαζομένων;
Και ενώ θα μπορούσε να απλοποιήσει τις διαδικασίες εισάγει το ΓΕΜΗ αυξάνοντας την γραφειοκρατία και το συνολικό κόστος ίδρυσης και διαχείρισης που είναι δυσβάστακτο καθώς απευθύνεται σε άτομα που είναι αποκλεισμένα από τον κοινωνικό και οικονομικό βίο.
Άμεση απόσυρση του νομοσχεδίου η επιπλέον χρόνο διαβούλευσης έως το τέλος του Σεπτεμβρίου καθώς και ο χρόνος είναι λίγος και η εποχή εκτός πραγματικότητας καθώς αρκετός κόσμος είναι εκτός γραφείου η οικίας για να συμμετάσχει στην διαβούλευση
Κεφάλαιο Β’ Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας – Άρθρο 3 Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας
Σε ότι αφορά τη διανομή κερδών
Για την ευρύτερη δυνατή διάχυση και κοινωνική αποδοχή της κοινωνικής οικονομίας πρέπει να δοθούν κίνητρα συμμετοχής τόσο σε ιδιώτες όσο και σε εταιρίες αλλά και φορείς της Τ.Α που εσφαλμένα εξαιρούνται .
Ειδικά για τους τελευταίους πρέπει να υπογραμμίσουμε την αντίθεση της απαγόρευσης συμμετοχής με τους στόχους στο Προοίμιο αλλά και την ουσία της σύμφυσης του κοινωνικού επιχειρείν με την πολιτειακή οργάνωση σε τοπική , περιφερειακή και εθνική κλίμακα
Η ιδεολογική βάση αυτής της σύμφυσης έχει τις ρίζες της στην ίδρυση της Δημοκρατίας και μπορεί να αποτελέσει παράγοντα εξέλιξης της Δημοκρατίας, ανοιγόμενη από το πεδίο της πολιτικής και στο πεδίο διαχείρισης των κοινών συλλογικών συμφερόντων της Κοινωνίας .
Μετεξέλιξη της πολιτικής Δημοκρατίας και σε κοινωνική Δημονομία
Πρόταση
γγ. Ποσοστό 20 % διανέμεται στα μέλη που δεν είναι εργαζόμενοι εφ όσον υφίστανται τέτοιου είδους μέλη . Το υπόλοιπο διατίθεται είτε για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τη γενικότερη διεύρυνση της παραγωγικής δυνατότητας είτε για δράσεις κοινωνικής ωφέλειας, όπως ορίζονται στους καταστατικούς σκοπούς του. Τα μέλη που δεν είναι εργαζόμενοι δεν έχουν δικαίωμα στη διανομή των κερδών. Η συμβολή του Φορέα Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας στην κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη της κοινότητας όπου ασκεί τις δραστηριότητές του οφείλει να αποδεικνύεται ετησίως μέσω της χρήσης του «Εργαλείου Μέτρησης Κοινωνικού Αντικτύπου», της παραγράφου 8 του άρθρου 26.
Στο νομοσχέδιο δεν φαίνεται με σαφή τρόπο το πώς μεταβαίνουμε από τον νόμο 4019/2011 στο νέο πλαίσιο, αν και το νομοσχέδιο βασίζεται στον υπάρχοντα νόμο. Για παράδειγμα αναφέρεται στο Κεφάλαιο Β’ «Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας», Άρθρο 3 «Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, παράγραφος 1 «Οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις (Κοιν.Σ.Επ) που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο και οι Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί Περιορισμένης Ευθύνης (Κοι.Σ.Π.Ε.) που διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2716/1999 (Α’ 96), όπως ισχύει, και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και του ν. 1667/1986 (Α’ 196), καθώς και όσων ορίζει το αρ.12 του ν. 3842/2010 (Α’ 58), καθώς και οι Συνεταιρισμοί Εργαζομένων που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο, θεωρούνται αυτοδικαίως από τη σύστασή τους Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας και υπάγονται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου από την εγγραφή τους στο Μητρώο». Όμως έχει υπάρξει και ο νόμος 4019/2011, χωρίς να γίνεται αναφορά σε αυτόν.
Διατυπώνουμε τον προβληματισμό μας για το πως συνδυάζονται τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1.α. αυτά με τις υπόλοιπες νομικές μορφές και «κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων», για παράδειγμα το κριτήριο 2: μέλος –και ψήφος.
Πιο συγκεκριμένο σημείο της διαφωνίας είναι η δυνατότητα που μπορεί να δώσει η διατύπωση αυτή σε ΜΚΟ και άλλες Εταιρείες των ΟΤΑ να εντάσσονται στον τομέα και να διεκδικούν πόρους: υπάρχουν βέβαια οι όροι που πρέπει να τηρούνται με βάση το Άρθρο 2 (ένα μέλος -μία ψήφος, αυτοτέλεια, μη προτεραιότητα στο κέρδος και κατανομή του με βάση τους κανόνες 5% αποθεματικό -35% μπόνους εργαζομένων -60% συλλογικές και κοινωνικές δράσεις), αλλά ο προβληματισμός παραμένει και είναι πολιτικός:
• Πως θα αρθούν οι δυσκολίες συνεργασίας των Δήμων με την κοινωνική οικονομία;
• Πως θα διασφαλιστεί ο κοινωνικός χαρακτήρας αν εμπλακούν εταιρείες ΟΤΑ;
Θα συμβάλλει η πρόβλεψη στην ενδυνάμωση του τομέα ως αυτόνομου 3ου πόλου της οικονομίας, ή Θα οδηγηθούμε προς συνολική παρεκτροπή από τον στόχο;
Είμαστε επίσης αντίθετοι με τον περιορισμό της Παραγράφου 2 σε τόσο δεσμευτικό χρόνο, και ανεξάρτητα από το «επιχειρηματικό πλάνο» του φορέα . Επίσης θα πρέπει να διευκρινιστεί τι γίνεται με τις υφιστάμενες επιχειρήσει
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ισχύσει το παρακάτω καθώς υποκρύπτει ανασφάλιστη εργασία από μέλη του συνεταιρισμου και άλλους και μπορεί εν δυναμη να επιφέρει πρόστιμα της τάξης των 10500 ευρώ ανά άτομο, εκ του καταστατικού μόνο οι θέσεις της διοικούσας επιτροπής είναι τιμητικές και άμισθες όλες οι άλλες θέσεις σε εύλογο χρονικό διάστημα αλλά σε καμία περίπτωση άνω του έτους θα πρέπει να είναι έμμισθες ανεξάρτητα αν είναι ημιαπασχοληση η αλλιώς.
Ο Φορέας Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, μετά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του και εφόσον από τον κύκλο οικονομικής του δραστηριότητας προκύπτουν έσοδα που καλύπτουν το κόστος μιας θέσης εργασίας πλήρους απασχόλησης, ή το ισοδύναμό της σε θέσεις μερικής απασχόλησης με βάση τον κατώτατο νομοθετημένο μισθό ή τον μισθό που ορίζει η αντίστοιχη συλλογική σύμβαση, υποχρεούται από το δεύτερο χρόνο λειτουργίας του και εφεξής να απασχολήσει τουλάχιστον έναν εργαζόμενο, ακόμη και μέλος του. Η διαπίστωση παράβασης της προαναφερθείσας υποχρέωσης, επιφέρει τη διαγραφή του νομικού προσώπου από το Μητρώο.
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΔΥΝΑΝΤΑΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΦΟΡΕΙΣ ΚΑΛΟ ΟΙ ΑΕ, ΕΠΕ, ΟΕ κλπ
Οι ΑΕ διέπονται από τον νόμο 2190/20, όπως ισχύει και εξ` αυτού και μόνο, δεν δύναται να ικανοποιούν τις διατάξεις που σωρευτικά ισχύουν σε αυτό το νομοσχέδιο για γίνουν φορείς ΚΑΛΟ. Περίπου το ίδιο ισχύει και για τις άλλες νομικές μορφές κεφαλαιουχικού χαρακτήρα.
Πχ αναφέρω ένα μόνο τυπικό χαρακτηριστικό αδυναμίας ένταξης τους στο παρόν νομοσχέδιο: Δεν εφαρμόζουν δημοκρατικό σύστημα λήψης αποφάσεων, σύμφωνα με την αρχή ένα μέλος μία ψήφος.
Δηλαδή εκ νόμου σύστασης τους δεν επιτρέπεται και ως εκ τούτου δεν δύνανται να εφαρμόσουν την διάταξη του εδαφίου α, της παραγρ. 2, του άρθρου 2 του παρόντος νομοσχεδίου.
Άρα δεν προκύπτει κάποιο θέμα τροποποίησης του παρόντος νομοσχεδίου περί αυτού του θέματος.
Διερωτώμαι, όμως, αν επιθυμούμε πράγματι διεύρυνση του επιχειρηματικού πεδίου της ΚΑΛΟ ή αν αυτό θα πρέπει να παραμείνει μόνο στους ήδη επιχειρούντες στο στενό πλαίσιο του 4019/11 ?
Αν όντως επιθυμούμε διεύρυνση της ΚΑΛΟ δεν έχει νόημα να μας απασχολεί το τι νομική μορφή θα έχει ένας οποιοδήποτε φορέας, που επιθυμεί να συνταυτιστεί με τα απαιτούμενα του παρόντος νομοσχεδίου προκειμένου να δραστηριοποιηθεί στον χώρο της ΚΑΛΟ.
Θα έπρεπε ίσως να μας απασχολεί αν τα κριτήρια που θέτει το νομοσχέδιο για να γίνει ένας φορέας ΚΑΛΟ, είναι επαρκή ή όχι….
Πάρα ταύτα, ως προς τις ΑΕ, είναι επαρκή, δεν δύνανται να γίνουν φορείς ΚΑΛΟ.
Άρθρο 3
1αα
Θα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη για αδιανέμητο/αδιαίρετο αποθεματικό για μεγάλες επενδύσεις και ζημιές.
γγ
Βάζοντας την κοινωνική ωφέλεια εδώ αναιρείτε την εσωτερικότητα που της έχετε δώσει στον ορισμό.
Πρόταση: είτε να φύγει τελείως είτε να αντικατασταθεί από «..δράσεις δικτύωσης και ενίσχυσης άλλων κοινωνικών συνεταιρισμών».
2: προκύπτουν κέρδη όχι έσοδα
Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας Παρ.1
Πρέπει να γίνει κατανοητό και διαυγές ότι δεν μπορεί να περιληφθούν ΑΕ ή ΕΠΕ του ιδιωτικού τομέα οι οποίες κατά τα άλλα καλώς (σύμφωνα με τους όρους της ιδιωτικής οικονομίας που ανήκουν επιχειρούν για το κέρδος. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν πρέπει η εταιρική κοινωνική ευθύνη (ΕΚΕ) που κάποιες εταιρείες του ιδιωτικού τομέα επιδεικνύουν να χαρακτηρίσει τις ιδιωτικές αυτές επιχειρήσεις ως κοινωνικές.
Επίσης πρέπει να γίνει κατανοητό ότι και οι ΑΕ που αποτελούν τα νομικά πρόσωπα των διοικητικών περιφερειών και ΟΤΑ δεν μπορεί να θεωρηθούν φορείς της κοινωνικής οικονομίας αφού δεν ισχύει για αυτές το εδάφιο α του άρθρου 2 α. «Εφαρμόζουν δημοκρατικό σύστημα λήψης αποφάσεων, σύμφωνα με την αρχή ένα μέλος μία ψήφος». Σε αυτές τις υβριδικές μορφές ΑΕ όπως γνωρίζουμε υπάρχει η δεσπόζουσα αρχή του δημοσίου και της Τοπικής αυτοδιοίκησης και διοικείται από υπαλλήλους συνδεδεμένους με, και ελεγχόμενους από, το δημόσιο. Οπότε αντικειμενικά δεν ισχύει το δημοκρατικό σύστημα αποφάσεων.
Θεσμοθέτηση της δυνατότητας να δέχονται οι κοινωνικές επιχειρήσεις ,μέλη-επενδυτές, που ενδιαφέρονται αποκλειστικά για την απόδοση του κεφαλαίου που επενδύουν και έχουν περιορισμένη διοικητική αρμοδιότητα ή να εκδίδουν συμμετοχικά ομόλογα, δηλαδή ομόλογα συνδεδεμένα με το κέρδος της κοινωνικής επιχείρησης ή μετοχές με ελάχιστη εγγυημένη απόδοση, ανεξαρτήτως του κέρδους, αλλά χωρίς δικαίωμα ψήφου.
Η δυνατότητα διανομής πλεονασμάτων στα μη εργαζόμενα μέλη θα δώσει την δυνατότητα προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων στον κοινωνικό τομέα.
Η Συνεργατική Οικονομία θα πρέπει να εφαρμόζεται, σαν εκούσια ένωση προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, κερδοσκοπικού ή μη, με πόρους επιχειρηματικής αυτοτροφοδοτούμενης συνέργειας, με την απόκτηση νομικής προσωπικότητας (νομικό πρόσωπο) και συστατική πράξη, καταστατικό ή σύσταση οργανισμού του νομικού προσώπου, σύμφωνα με τα υφιστάμενα Εθνικά και Ευρωπαϊκά νομικά πλαίσια με τις αναγκαίες προσαρμογές, διευκόλυνσης και προτροπής στην κατεύθυνση της παρούσας πρότασης. Η ένωση αυτή προσώπων, σε πρώτη φάση, θα αποτελεί Συνεταιρισμό, αφού ο σκοπός της θα είναι κερδοσκοπικός και οικονομικός και θα διέπεται από τις διατάξεις για την εταιρεία, κατά τον αστικό κώδικα (για την Ελληνική Δημοκρατία, το Προεδρικό Διάταγμα 456/1984). Στην Ελληνική Δημοκρατία διατάξεις που διέπουν αυτού του είδους τις ενώσεις προσώπων είναι ο Νόμος 1667/1986, όπως ισχύει, για τους Αστικούς Συνεταιρισμούς (ιδίως παραγωγικούς, καταναλωτικούς, προμηθευτικούς, πιστωτικούς, μεταφορικούς και τουριστικούς), που αποβλέπουν με τη συνεργασία των μελών τους στην οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική ανάπτυξη των μελών τους και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους, γενικά μέσα σε μια κοινή επιχείρηση, καθώς επίσης και ο Νόμος 4015/2011, για τους Αγροτικούς Συνεταιρισμούς, τις συλλογικές οργανώσεις και την επιχειρηματικότητα του αγροτικού κόσμου. Η ίδια αυτή ένωση προσώπων, σε δεύτερη φάση, θα αποτελεί Σωματείο, αφού ο σκοπός της θα είναι μη κερδοσκοπικός ή μέρος της περιουσίας τους θα αποτελεί ίδρυμα ταγμένο σε έναν κοινωφελή σκοπό, ακόμη θα αποτελεί και αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, ανάλογα με το καταστατικό της και θα διέπεται από τις διατάξεις για τα σωματεία, κατά τον αστικό κώδικα (για την Ελληνική Δημοκρατία, το Προεδρικό Διάταγμα 456/1984). Τέτοιες ενώσεις αποτελούν οι Μη κερδοσκοπικές, Μη κυβερνητικές οργανώσεις (Μ.Κ.Ο.), που ανάλογα με τη νομική τους μορφή, βάσει του καταστατικού τους, όπως έχουμε π.χ. τις Αστικές Μη Κερδοσκοπικές Εταιρίες, οι οποίες και αποτελούν την πιο συνηθισμένη μορφή εθελοντικών οργανώσεων στην Ελλάδα, τα Φιλανθρωπικά Σωματεία, ο πιο διαδεδομένος τύπος ενεργοποίησης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στον τομέα της Κοινωνικής Πρόνοιας, ακόμη και τα Κοινωφελή Ιδρύματα με τους αντίστοιχους οργανισμούς τους. Στην κατηγορία αυτή επίσης υπάγονται και οι διεπαγγελματικές οργανώσεις, του άρθρου 8 του Νόμου 4015/2011, που ασκούν δραστηριότητες κάθε τομέα συναφούς αγροτικής παραγωγής. Ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας, των οργανώσεων αυτών, δεν απαγορεύει την ανάληψη από την οργάνωση οικονομικών δραστηριοτήτων. Η ειδοποιός διαφορά από τα κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα είναι ότι το τυχόν κέρδος δε διανέμεται στα μέλη του νομικού προσώπου, αλλά παραμένει στην οργάνωση. Πολλές μη κερδοσκοπικές οργανώσεις δραστηριοποιούνται οικονομικά, με σκοπό να διατηρήσουν ή και να αυξήσουν την ίδια περιουσία τους, ώστε να έχουν τα μέσα για την επίτευξη του κοινωφελούς τους σκοπού. Μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης φάσης, δεν θα υφίστανται σχέσεις ελέγχου και ιεραρχίας, αλλά συνεργασίας και συναλληλίας, με τον συντονισμό κοινών δράσεων ή ακόμη και πλήρους ανεξαρτησίας μεταξύ τους, ως προς τους τομείς δραστηριοτήτων και τους σκοπούς των. Η πρώτη φάση θα τροφοδοτεί τη δεύτερη με ποσοστό του παραχθέντος «περισσεύματός» της, ανάλογο με το μέγεθος της δραστηριότητας της δεύτερης, έτσι ώστε η δεύτερη, για την εκπλήρωση των κοινωφελών σκοπών της, να μην εξαρτά τη δραστηριότητά της από κρατικές ή άλλες επιχορηγήσεις, χωρίς να αποκλείονται οι χορηγίες. Η πρόταση απαιτεί προσαρμογή των υπαρχόντων νόμων, σε εθνικό επίπεδο, στα δεδομένα εφαρμογής της με θεσμικά, φορολογικά και οικονομικά μέτρα και κίνητρα, και προσαρμογή των πολιτικών καινοτομίας και αλληλεγγύης της ΕΕ, με κατάλληλα χρηματοδοτικά μέσα και προγράμματα, για τη διευκόλυνση αποδοχής και συμμετοχής των πολιτών της στις οργανώσεις, που θα συσταθούν κατά την ιδέα της πρότασης. Και είναι γνωστό πως σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αποτελεί τον μεγαλύτερο προμηθευτή αναπτυξιακών και ανθρωπιστικών προγραμμάτων στον κόσμο. Η πρόταση, όμως, μπορεί να έχει ολοκληρωμένη εφαρμογή και με το υπάρχον νομικό πλαίσιο, εθνικό και ευρωπαϊκό. Η δε Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ), που είναι η φωνή της κοινωνίας των πολιτών, προωθεί τις αξίες που αποτελούν το θεμέλιο της ευρωπαϊκής οικοδόμησης και προάγει, στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο, τη δημοκρατία, τη συμμετοχική δημοκρατία και τον ρόλο των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, πιστεύουμε πως λαμβάνει όλα τα προσήκοντα μέτρα και τις πρωτοβουλίες , για ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης που όχι μόνο θα έχει οικονομικό αντίκτυπο, αλλά θα συμβάλει επίσης στην κοινωνική πρόοδο των πολιτών και του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Άλλωστε η ΕΟΚΕ είναι σε θέση να παρέχει συμβουλές σχετικά με τον αντίκτυπο των προτεινόμενων νέων νόμων στη ζωή των ανθρώπων και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να προσαρμοστεί η νομοθεσία ώστε να συγκεντρώνει πλατιά δημόσια υποστήριξη. «Η Ευρώπη δεν θα δημιουργηθεί ως δια μαγείας ούτε με βάση ένα γενικό σχέδιο. Θα οικοδομείται με συγκεκριμένα επιτεύγματα, που πρώτα θα δημιουργήσουν μια πραγματική αλληλεγγύη». Αυτό δήλωσε ο Ρομπέρ Σουμάν στην περίφημη διακήρυξή του της 9ης Μαΐου 1950, που έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Σχόλια από την διαβούλευση του KoinSEp.org
Όλοι οι φορείς πρεπει να πληρούν τις προβλεπόμενες προϋποθεσεις για να ενταχθούν στο μητρώο ΚΑΛΟ , διαφορετικά υπάρχει εσωτερικός αθέμιτος ανταγωνισμός Οι ΚΟΙΣΠΕ και οι ΚΟΙΝΣΕΠ ΕΝΤΑΞΗΣ πρεπει να ειναι με το ίδιο ευνοϊκο νομικό πλαίσιο 72
1. Η ειδική φύση και η εξασφάλιση της διακριτότητας των Κοι.Σ.Π.Ε. ως Μονάδων Ψυχικής Υγείας με επιχειρηματική δραστηριότητα στο υπό διαμόρφωση οικοσύστημα της Κοινωνικής & Αλληλέγγυας Οικονομίας.
Οι Κοι.Σ.Π.Ε. ως Μονάδες Ψυχικής Υγείας του άρθρου 12 του Ν. 2716 εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας και συγκεκριμένα από τη Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας αυτού. Η υποχρέωση εγγραφής των Κοι.Σ.Π.Ε. στο Τμήμα Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας του άρθρου 2 παρ. 10 δημιουργεί τόσο γραφειοκρατία όσο και ένα δίπολο εποπτευουσών αρχών που θα προκαλεί σύγχυση και σύγκρουση αρμοδιοτήτων.
ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ:
α) Στο άρθρο 3 η διόρθωση της διατύπωσης: «Οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις (Κοιν.Σ.Επ) που θεσπίζονται από τον παρόντα νόμο και οι Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί Περιορισμένης Ευθύνης (Κοι.Σ.Π.Ε.) που διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2716/1999, όπως ισχύει, και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και του ν. 1667/1986, καθώς και όσων ορίζει το αρ.12 του ν. 3842/2010, καθώς και οι Συνεταιρισμοί Εργαζομένων που θεσπίζονται από τον παρόντα νόμο…», ως εξής: «Οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις (Κοιν.Σ.Επ) που θεσπίζονται από τον παρόντα νόμο και οι Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί Περιορισμένης Ευθύνης (Κοι.Σ.Π.Ε.) που διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν.2716/1999, όπως ισχύει, και όπου δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη συμπληρωματικά από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, καθώς και του Ν.1667/1986, καθώς και όσων ορίζει το αρ.12 του Ν.3842/2010, καθώς και οι Συνεταιρισμοί Εργαζομένων που θεσπίζονται από τον παρόντα νόμο…»
Να διατυπώνεται στην παράγραφο 1, η δυνατότητα των υφιστάμενων με το 4019 ΚοινΣΕπ, να είναι φορείς ΚΑλΟ…
Επίσης στην περίπτωση γγ. του εδάφιου α. θα μπορούσε η τρίτη πρόταση να απαλειφθεί (Η συμβολή του Φορέα ….) και να προστεθεί η λέξη συμβολή στο εδάφιο γ. «και η συμβολή του Φορέα να αποδεικνύεται ετησίως…»
Επίσης στην παράγραφο 2, θα ήταν ίσως η υποχρέωση απασχόλησης να μετριέται σε ΕΜΕ (1 ΕΜΕ)
ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ ΑΝΑΜΕΣΑ στην ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ και την ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Ένας νόμος για την ΚΑΟ λόγω της ιδιαίτερης κατεύθυνσης του, είναι πιθανό να μην είναι δυνατό να συμπεριλάβει όλο το πλήθος των συνεταιριστικών οντοτήτων.
Υπό την προσέγγιση ότι ο νόμος για την ΚΑΟ, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει τις κατευθύνσεις της Διεθνούς Συνεταιριστικής Συμμαχίας (ICA) και της CICOPA, πιθανό δεν θα είχε νόημα ένας τέτοιος νόμος.
Θα ήταν προτιμότερο τα όποια κίνητρα και ευεργετήματα του παρόντος νόμου να δοθούν στους κάθε φύσεως συνεταιρισμούς και να τελειώναμε εκεί. Ούτε φυσικά κάθε μορφή συνεταιρισμού, απαραίτητα, αποτελεί ή πρέπει να αποτελεί Φορέα Κοινωνικής Αλληλέγγυας Οικονομίας (ΦΚΑΟ).
Άλλωστε το παρόν νομοσχέδιο εντάσσει ως ΦΚΑΟ και αστικές εταιρείες κλπ νομικές μορφές και αν αποδεχθούμε την παραπάνω προσέγγιση, θα έπρεπε πιθανό, ο νόμος να συμπεριλάβει και αυτών τις κατευθυντήριες γραμμές.
Βεβαίως, το βασικό πρότυπο – νομικού προσώπου, τόσο του 4019/11, όσο και του παρόντος νομοσχεδίου αποτελεί το κλασικό συνεταιριστικό πρότυπο αλλά αν αντιλαμβάνομαι καλά, η κυρίαρχη αρχή δεν είναι απλά η συνεταιριστική επιχειρηματικότητα. Αυτή πάντα την είχαμε, με τα καλά και τα κακά της.
Η κυρίαρχη αρχή είναι η επικέντρωση στον εργαζόμενο κοινωνικό επιχειρηματία σε αντιδιαστολή με τον επιχειρηματία επενδυτή.
Και διερωτώμαι το εξής: το απλό μη εργαζόμενο μέλος ενός π.χ. αστικού συνεταιρισμού, που πιθανό κατέχει και πλείονες συνεταιριστικές μερίδες, μέσω των οποίων επιθυμεί (ορθώς) να έχει ένα αντίκρισμα οφέλους αλλά και πιθανώς εργάζεται ή βιοπορίζεται με κάποιον άλλο τρόπο εκτός συνεταιρισμού, τι σχέση έχει με το μέλος ενός κοινωνικού συνεταιρισμού που παράλληλα εργάζεται σε αυτόν και αυτή του η εργασία αποτελεί συνάμα και κύριο τρόπο βιοπορισμού του ?
Μήπως αυτή είναι μια κύρια διαφορά (όχι η μόνη) ανάμεσα στην συνεταιριστική επιχειρηματικότητα και την συνεταιριστική κοινωνική επιχειρηματικότητα ?
Και αυτή την διαφορά την ανάγαγε τόσο ο 4019/11, όσο και το παρόν σχέδιο νόμου, προσδοκώντας να καταστήσουν ως βιώσιμο, ένα τρίτο εναλλακτικό πόλο επιχειρηματικότητας ανάμεσα στον παραδοσιακό ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, όπου ο εργαζόμενος θα αποτελεί το κύριο συστατικό αυτής της επιχειρηματικότητας.
Σαφώς και είναι αυτονόητο ότι κάποιες συνεταιριστικές πρωτοβουλίες και μορφές έχουν σημαντικά στοιχεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας και πιθανό πλησιάζουν κατά πολύ τα ζητούμενα του παρόντος νομοσχεδίου.
Γι` αυτό πιστεύω ότι και το παρόν νομοσχέδιο καλεί αυτά τα σχήματα να ενταχθούν σε αυτό. Όμως εφ` όσον επιθυμούν να ενταχθούν, η προαναφερόμενη διαφορά και αναγωγή θα πρέπει να είναι διακριτή και σαφής.
ΤΟ ΤΥΠΙΚΟ ΘΕΜΑ ΠΕΡΙ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΚΕΡΔΩΝ ΚΑΙ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑΤΩΝ ΣΤΟΥΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥΣ
Στους αγροτικούς συνεταιρισμούς, πράγματι, βάση του νόμου που τους διέπει αλλά και από την φορολογική νομοθεσία διακρίνεται το θετικό αποτέλεσμα τους, σε πλεόνασμα και σε κέρδος.
Διερωτώμαι, αν στους αστικούς συνεταιρισμούς, υπάρχει νόμος ή ακόμα και αν στην φορολογική νομοθεσία υπάρχουν διατάξεις που να διακρίνουν το θετικό αποτέλεσμα τους, σε πλεόνασμα και σε κέρδος ?
Αν δεν υπάρχουν τέτοιος νόμος και φορολογικές διατάξεις, τότε το θετικό αποτέλεσμα στους αστικούς συνεταιρισμούς δεν διακρίνεται. Αποτελεί και χαρακτηρίζεται μοναδικά ως κέρδος.
Αν είναι έτσι, προς τι η ταύτιση των αγροτικών συνεταιρισμών με τους αστικούς συνεταιρισμούς, ως προς την διάκριση του θετικού αποτελέσματος τους, σε πλεόνασμα ?
Είναι ευρέως γνωστό ότι στους αγροτικούς συνεταιρισμούς δύναται να υφίστανται ουσιαστικά – πραγματικά και τυπικά βάση νόμου πλεονάσματα, σε
αντίθεση με τους αστικούς (βλέπε σχετικό σχόλιο στο άρθρο 11).
Το παρόν νομοσχέδιο από καμιά διάταξη του, δεν απαγορεύει ή περιορίζει τα ουσιαστικά – πραγματικά και τυπικά βάση νόμου πλεονάσματα των συνεταιρισμών, εφ` όσον αυτοί επιθυμήσουν να γίνουν Φορείς Κοινωνικής Αλληλέγγυας Οικονομίας.
Άρα οι αγροτικοί συνεταιρισμοί καλύπτονται από το παρόν νομοσχέδιο χωρίς να απαιτείται κάποια τροποποίηση του.
Όμως δεν είναι δυνατή κάποια τροποποίηση του παρόντος, για κάτι που δεν υφίσταται, ούτε στον ιδρυτικό νόμο, ούτε στον φορολογικό περί αστικών συνεταιρισμών, εκτός και αν το παρόν νομοσχέδιο προτίθεται να τροποποιήσει τόσο τον ιδρυτικό, όσο και το φορολογικό νόμο περί αστικών συνεταιρισμών.
ΣΧΟΛΙΟ:
1. Οι αστικές εταιρείες ρυθμίζονται από τα άρθρα 741 – 784 του Αστικού Κώδικα. Ως τέτοιες νοούνται οι εταιρείες που δεν έχουν εμπορικούς σκοπούς, αλλά επιδιώκουν επιστημονικούς ή άλλους ανιδιοτελείς. Ωστόσο και οι εταιρείες αυτές έχουν πολλές φορές διάφορα εισοδήματα (κυρίως από επιδοτήσεις, δωρεές κ.λπ. ή ακόμη και από κάποιες αναπόφευκτες δραστηριότητες). Έτσι προέκυψε η διάκριση, την οποία δέχεται και η νομοθεσία, των αστικών εταιρειών σε: α) κερδοσκοπικές και β) μη κερδοσκοπικές. Ακόμα, οι επαγγελματικές δικηγορικές εταιρείες, καθώς και οι αντίστοιχες συμβολαιογραφικές, χαρακτηρίζονται απευθείας από το νόμο ως «αστικές» (βλ. άρθρα 1 Π.Δ. 518/89 και 1 Π.Δ. 284/93, αντίστοιχα).
Την έννοια της αστικής εταιρείας δίνει το άρθρο 741 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο: «Με τη σύμβαση της εταιρείας δύο ή περισσότεροι έχουν αμοιβαίως υποχρέωση να επιδιώκουν με κοινές εισφορές κοινό σκοπό και ιδίως οικονομικό».
Από τη διατύπωση της παραπάνω διάταξης προκύπτει ότι η αστική εταιρεία:
α) Μπορεί να επιδιώκει οικονομικό σκοπό – και αυτό είναι το σύνηθες – όχι, όμως, εμπορικό. Οικονομικός είναι ο σκοπός όταν περιέχει παροχές με οικονομική αξία. Η επιδίωξη κέρδους δεν είναι απαραίτητη.
β) Μπορεί να μην επιδιώκει οικονομικό (αλλά απλώς μορφωτικό, φιλανθρωπικό, κ.λπ.) σκοπό.
γ) Εάν ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι από την αρχή εμπορικός ή μεταβληθεί αργότερα σε εμπορικό, τότε πρόκειται για προσωπική εμπορική εταιρεία (ομόρρυθμη, ετερόρρυθμη) και όχι για αστική.
Ένωση προσώπων άρθρου 78 του Αστικού Κώδικα
Σύμφωνα με τις διατάξεις του ορίζεται ως ένωση προσώπων εκείνη που επιδιώκει σκοπό μη κερδοσκοπικό. Απαγορεύεται δηλαδή η επιδίωξη κέρδους προς όφελος, είτε του νομικού προσώπου, είτε των μελών του και διακρίνεται από τις εμπορικές εταιρείες από την ανυπαρξία εμπορικού σκοπού.
Αστικοί και αγροτικοί συνεταιρισμοί
Σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους για τους αστικούς και αγροτικούς συνεταιρισμούς κίνητρο συμμετοχής είναι η διανομή πλεονασμάτων στα μέλη τους, ανάλογα με τις συναλλαγές τους με το συνεταιρισμό. Το γεγονός αυτό είναι εύλογη και πιθανή αιτία να μη ισχύσει για αυτούς η συγκεκριμένη διάταξη, εφόσον σωρευτικά ως φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας θα πρέπει να εφαρμόζουν τα αναφερόμενα α και β της παραγράφου 1 του άρθρου 3.
Από τα παραπάνω προκύπτει δυστοκία για το αν μπορούν ή αν θα θελήσουν οι νομικές αυτές οντότητες να χαρακτηριστούν και να ενταχθούν στο καθεστώς των φορέων Κοινωνικής Αλληλέγγυας Οικονομίας, ακόμα και αν πληρούν σωρευτικά τα κριτήρια που τίθενται. Ουσιαστικά η συγκεκριμένη παράγραφος δημιουργεί «κενά».
Επιπλέον προωθείται η λογική να καλούνται να υπηρετήσουν τον ίδιο θεσμό με τον ίδιο νόμο, νομικά πρόσωπα με εμφανείς διαφοροποιήσεις και αντιθέσεις ως προς το νομικό και χρηματοοικονομικό τους πλαίσιο (εμπορικός σκοπός – μη εμπορικός, κερδοσκοπικός – μη κερδοσκοπικός, μη διανομή κέρδους – διανομή πλεονάσματος κ.λ.π.). Αν και στην παρούσα φάση δεν γίνεται εύκολα ορατό, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα και στην εφαρμογή του νόμου, θα δημιουργηθούν παρερμηνείες που με την επικρατούσα τάση της γενίκευσης στην ελληνική κοινωνία και νοοτροπία, όλοι οι φορείς που προβλέπει το σχέδιο νόμου, αλλά και οι ΚοινΣΕπ και οι Συνεταιρισμοί εργαζομένων συλλήβδην, θα έχουν την τύχη της απαξίωσης, αρκεί και μόνο να αναλογιστούμε τα όσα δημοσιοποιήθηκαν στο παρελθόν για τις ΜΚΟ και για κάποιους συνεταιρισμούς, εν δυνάμει πλέον φορείς της κοινωνικής οικονομίας.
ΠΡΟΤΑΣΗ:
Η διατύπωση της παραγράφου προτείνεται να είναι πλήρως αποσαφηνισμένη με την προσθήκη άρθρων, ως προς την λειτουργία κάθε νομικής οντότητας που μπορεί, με βάση τις διατάξεις του παρόντος Σχεδίου νόμου, να χαρακτηριστεί φορέας Κοινωνικής Αλληλέγγυας Οικονομίας, όπως ακριβώς αναλύονται σε επόμενα άρθρα οι Κοιν.Σ.Επ. και οι Συνεταιρισμοί εργαζομένων.
Το ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΟΛΙΤΩΝ αντιτίθεται στο νέο νομοσχέδιο.
Είμαστε αντίθετοι με το νομοσχέδιο για δύο λόγους.
1. Το άρθρο 3 παρ. 1 ονομάζει φορείς κοινωνικής οικονομίας και «οποιαδήποτε άλλη νομική προσωπικότητα».
Το άρθρο αυτό εισάγει στο χώρο της κοινωνική οικονομίας εμμέσως πλην σαφώς, επιχειρήσεις του κράτους και της αγοράς. Αποτέλεσμα είναι η πρόσβαση στο Ταμείο Κοινωνικής Οικονομίας όλων των μορφών επιχειρήσεων της αγοράς και του κράτους.
Οι προϋποθέσεις που θέτει το ίδιο νομοσχέδιο για να χαρακτηριστεί μια τέτοια κρατική/ιδιωτική επιχείρηση ως κοινωνική, είναι προσχηματικές, γιατί το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων αυτών μπορούν να επικαλεστούν όλα τα «κοσμητικά επίθετα του κοινωνικού» όπως κοινωνική ωφέλεια, κοινωνική ευαισθησία, κοινωνικό αντίκτυπο κλπ. με την έννοια «στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις».
Πρόκειται για ουσιαστική εισπήδηση στον χώρο της κοινωνικής οικονομίας από αλλότριες δυνάμεις, ξένες προς την κοινωνική οικονομία. Η ειδοποιός διαφορά που διαχωρίζει σαφώς την κοινωνική οικονομία από τις άλλες μορφές του κράτους και της αγοράς είναι το υποκείμενο, είναι το κοινωνικό κεφάλαιο, είναι η ενσωμάτωση του συνεργατισμού και της κοινωνικής δικτύωσης.
Είναι παγκοσμίως γνωστό ότι χωρίς την κοινωνία και τους φορείς της, κοινωνική οικονομία απλώς δεν υφίσταται, για αυτό άλλωστε διακρίνεται σαφώς ο τρίτος τομέας της οικονομίας από τους άλλους δύο. Αυτή η βασική διάκριση σε αυτό το νομοσχέδιο καταργείται. Αν όλες οι επιχειρήσεις μπορούν να είναι κοινωνικές, τότε δεν είναι καμία. Εδώ πρόκειται για μια οντολογική διαφορά σε σχέση με τον «κρατισμό που προσποιείται» φορώντας το νέο προσωπείο της κοινωνικής οικονομίας.
Προτείνουμε την απάλειψη της σχετικής αναφοράς του αρ. 3..
2. Πρώτα πρέπει να συγκροτηθεί στρατηγικό σχέδιο για την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία μετά από ουσιαστική διαβούλευση με τους φορείς της, και κατόπιν να οργανωθεί διαβούλευση για νέο νομοσχέδιο, το οποίο ασφαλώς θα προκύψει ακριβώς από το στρατηγικό σχέδιο. Χωρίς να ξέρουμε τους στόχους της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα, πώς μπορούμε να μιλάμε για νομικά ή/και οικονομικά εργαλεία;
Προτείνουμε την απόσυρση του νομοσχεδίου.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3
Η δυνατότητα σε οποιασδήποτε μορφής εταιρεία να αποκτήσει τον χαρακτήρα του Φορέα Κ.Αλ.Ο. είναι μεν θετική αφού άρει τον περιορισμό που ίσχυε μόνο για τις ΚΟΙΝΣΕΠ και δίνει τη δυνατότητα σε πραγματικούς συνεταιρισμούς που είχαν υιοθετήσει άλλη νομική μορφή να ενταχθούν στο ενοποιημένο πλέον νομικά πεδίο της Κ.Αλ.Ο. Δημιουργεί όμως την ανησυχία μήπως, με την έναρξη των υποστηρικτικών μέτρων του άρθρου 26, σπεύσουν πάμπολοι επιτήδειοι, που ουδεμία σχέση έχουν με Κ.Αλ.Ο ή συνεταιριστικές λογικές και πρακτικές, να επωφεληθούν των προνομίων για να βαφτίσουν τις κερδοσκοπικές τους επιχειρήσεις σαν φορείς ΚΑΛΟ. Με πιθανό αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό των Φ.ΚΑΛΟ. που ίσως οδηγήσει σε δυσκολία διαχείρισης των διαδικασιών που θα προκύψουν για το Μητρώο ΦΚΑΛΟ και την αύξηση της γραφειοκρατίας
Στο άρθ.3. παρ.1, ορίζεται ότι :«Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας μπορούν να είναι …καθώς επίσης και οποιαδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων… ‘ . Το πλαίσιο και τα χαρακτηριστικά των κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων (Κοιν.Σ.Επ.), συλλογικής και μη εξηρτημένης εργασίας , καθορίζονταν στον προοδευτικό, μεταρρυθμιστικό νόμο Ν.4019/΄11 για την Κοινωνική Οικονομία. Η επιχειρούμενη, αναγκαία και αυτονόητη επικαιροποίηση και διεύρυνση του εν λόγω νόμου, θα πρέπει εκτός από το να αποδεικνύει την αναγκαιότητα των παραπάνω, να διασφαλίζει ότι στα πλαίσια της Κοινωνικής Συνεταιριστικής Οικονομίας, προστατεύεται, ενισχύεται και διασφαλίζεται η διοχέτευση των ευρωπαϊκών και κρατικών πόρων σε αμιγώς κοινωνικές επιχειρήσεις και όχι να απελευθερώνει και κατοχυρώνει θεσμικά την εισαγωγή – με τον μανδύα της Κοινωνικής Οικονομίας -οποιασδήποτε νομικής προσωπικότητας Δήμου ή Δημοσίου. Η επιχειρούμενη δια του νόμου εισαγωγή οποιασδήποτε κρατικής ΑΕ, κρατικών οργανισμών, δημοτικών οργανισμών και, φυσικά, οποιασδήποτε ιδιωτικής ΑΕ, ΟΕ, ΕΕ, ΕΠΕ κλπ. , ακυρώνει στην ουσία την ουσιαστική προσφορά και στήριξη των αυθεντικών Κοινωνικών Επιχειρήσεων, εφόσον με νομιμοφάνεια πλέον ελευθερώνεται η πρόσβαση δημόσιων και κυρίως ιδιωτικών επιχειρήσεων στα κονδύλια του ΕΣΠΑ που προορίζονται από την Ε.Ε. σε φορείς αποκλειστικά του γ΄τομέα (της κοινωνικής οικονομίας).
Στο άρθ.3. παρ.1, ορίζεται ότι :«Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας μπορούν να είναι …καθώς επίσης και οποιαδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων… ‘ . Το πλαίσιο και τα χαρακτηριστικά των κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων (Κοιν.Σ.Επ.), συλλογικής και μη εξηρτημένης εργασίας , καθορίζονται στον προοδευτικό, μεταρρυθμιστικό νόμο Ν.4019/΄11 για την Κοινωνική Οικονομία. Η επιχειρούμενη σήμερα, αναγκαία και αυτονόητη επικαιροποίηση και διεύρυνση του εν λόγω νόμου, θα πρέπει εκτός από το να αποδεικνύει την αναγκαιότητα των παραπάνω, να διασφαλίζει ότι στα πλαίσια της Κοινωνικής Συνεταιριστικής Οικονομίας, προστατεύεται, ενισχύεται και διασφαλίζεται η διοχέτευση των ευρωπαϊκών και κρατικών πόρων σε αμιγώς κοινωνικές επιχειρήσεις και όχι να απελευθερώνει και κατοχυρώνει θεσμικά την εισαγωγή – με τον μανδύα της Κοινωνικής Οικονομίας -οποιασδήποτε νομικής προσωπικότητας Δήμου ή Δημοσίου. Η επιχειρούμενη δια του νόμου εισαγωγή οποιασδήποτε κρατικής ΑΕ, κρατικών οργανισμών, δημοτικών οργανισμών και, φυσικά, οποιασδήποτε ιδιωτικής ΑΕ, ΟΕ, ΕΕ, ΕΠΕ κλπ. , ακυρώνει στην ουσία την ουσιαστική προσφορά και στήριξη των αυθεντικών Κοινωνικών Επιχειρήσεων, εφόσον με νομιμοφάνεια πλέον ελευθερώνεται η πρόσβαση δημόσιων και κυρίως ιδιωτικών επιχειρήσεων στα κονδύλια του ΕΣΠΑ που προορίζονται από την Ε.Ε. σε φορείς αποκλειστικά του γ΄τομέα (της κοινωνικής οικονομίας).
Όσον αφορά την φορολόγηση θα πρέπει να μπει η παρακάτω ρητή διατύπωση Η Κοιν.Σ.Επ. δεν υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος για το ποσοστό των κερδών της το οποίο διατίθεται για το σχηματισμό αποθεματικού και τις δραστηριότητές της. Το ποσοστό των κερδών της Κοιν.Σ.Επ. που διανέμεται στους εργαζόμενους υπόκειται σε παρακράτηση φόρου εισοδήματος, σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα φορολογικό συντελεστή του πρώτου, μετά από το αφορολόγητο ποσό, κλιμακίου εισοδήματος της κλίμακας της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 2238/1994 (Α’ 151), όπως ισχύει. Με την παρακράτηση του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση, όσον αφορά στα κέρδη της Κοιν.Σ.Επ. και των εργαζομένων της Κοιν.Σ.Επ., οι οποίοι ανήκουν σε Ευάλωτες Ομάδες Πληθυσμού.
H ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ (Ο.ΚΕ.Σ.Α.), συμπορευόμενη με τις εκατοντάδες (πρωτοβάθμιες, δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες) Αποδημητικές Οργανώσεις στην Αττική και πανελλαδικά, εκφράζει την έντονη διαμαρτυρία για τη μη σαφή αναφορά στο σχ.νόμου των οργανώσεών μας καθώς και των δικαιωμάτων τους στα πλαίσια της κοινωνικής οικονομίας. Απαιτείται σαφής και συνολικός προσδιορισμός για τις εθελοντικές οργανώσεις και φυσικά αυτές των Απόδημων.
Πρέπει να εξειδικευτεί ο χαρακτήρας τους, οι πολυποίκιλες μορφές δράσης, η δομή και οργάνωσή τους και η μακρόχρονη πορεία τους.
Και ενώ εμφανίζεται αυτή η σκόπιμη παράβλεψη, προβλέπεται στο αρθ. 3 ότι Φορείς κοινωνικής οικονομίας μπορούν να είναι:…….και οποιαδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο…..
Δηλαδή, αυτό σημαίνει ότι μπορεί να είναι οποιαδήποτε κρατική ΑΕ, κρατικοί οργανισμοί, δημοτικοί οργανισμοί και, φυσικά, οποιαδήποτε ιδιωτική ΑΕ, ΟΕ, ΕΕ, ΕΠΕ κλπ.
Επιδιώκεται έτσι, με πλήρη νομιμοφάνεια η πρόσβαση δημόσιων και κυρίως ιδιωτικών επιχειρήσεων στα κονδύλια του ΕΣΠΑ που προορίζονται από την Ε.Ε. σε φορείς κοινωνικής οικονομίας.
Η λεηλασία δηλαδή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου με το νόμο, ώστε να μπορούν οι πόροι που προορίζονται από την ΕΕ για κοινωνική οικονομία, τους πραγματικούς φορείς της, να πηγαίνουν απρόσκοπτα βασικά στα ιδιωτικά συμφέροντα με λίγο πασάλειμμα σε κρατικούς φορείς.
Εάν δεν αλλάξουν όλα ριζικά, αυτό σημαίνει ότι το Σύστημα που διέλυσε τα πάντα, συνεχίζει όχι μόνο ανενόχλητο αλλά και ενισχυμένο.
Άρθρο 3 Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας Παρ.1
Πρέπει να γίνει κατανοητό και διαυγές ότι δεν μπορεί να περιληφθούν ΑΕ ή ΕΠΕ του ιδιωτικού τομέα οι οποίες κατά τα άλλα καλώς (σύμφωνα με τους όρους της ιδιωτικής οικονομίας που ανήκουν επιχειρούν για το κέρδος. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν πρέπει η εταιρική κοινωνική ευθύνη (ΕΚΕ) που κάποιες εταιρείες του ιδιωτικού τομέα επιδεικνύουν να χαρακτηρίσει τις ιδιωτικές αυτές επιχειρήσεις ως κοινωνικές.
Επίσης πρέπει να γίνει κατανοητό ότι και οι ΑΕ που αποτελούν τα νομικά πρόσωπα των διοικητικών περιφερειών και ΟΤΑ δεν μπορεί να θεωρηθούν φορείς της κοινωνικής οικονομίας αφού δεν ισχύει για αυτές το εδάφιο α του άρθρου 2 α. «Εφαρμόζουν δημοκρατικό σύστημα λήψης αποφάσεων, σύμφωνα με την αρχή ένα μέλος μία ψήφος». Σε αυτές τις υβριδικές μορφές ΑΕ όπως γνωρίζουμε υπάρχει η δεσπόζουσα αρχή του δημοσίου και της Τοπικής αυτοδιοίκησης και διοικείται από υπαλλήλους συνδεδεμένους με, και ελεγχόμενους από, το δημόσιο. Οπότε αντικειμενικά δεν ισχύει το δημοκρατικό σύστημα αποφάσεων.
Στυλιανός Κατωμέρης
Περιφερειακός Μηχανισμός Κοινωνικών Επιχειρήσεων Αττικής
Δε μου φαίνεται και πολύ λογικό να έχει φορολογηθεί το ποσό που θα πάει ως αποθεματικό, αφού παραμένει στην επιχείρηση. Ούτε το ποσό που επανεπνδύεται πάλι στην επιχείρηση. Γενικά είναι λίγο μπέρδεμα οι διατυπώσεις.
Μπράβο για την παράγραφο 2. Αρκεί τα «έσοδα» να γίνουν «κέρδη».
Πέραν του κόστους (σε ανθρωποώρες και συνδρομητικά τέλη) που συνεπάγεται η εγγραφή στο ΓΕΜΗ, δεν φαίνεται να επιλύονται με το νέο θεσμικό πλαίσιο και άλλα πάγια αιτήματα των ΚοινΣΕπ μέχρι σήμερα, όπως η υποχρέωση εξαρτημένης εργασίας για τους απασχολούμενους/συνεργάτες καθώς και η υποχρέωση καταβολής τέλους επιτηδεύματος, ενώ δε δίνεται και σαφής λύση για το καθεστώς εθελοντικής εργασίας των μελών της Δ.Ε. (απέναντι σε σχετικές αρχές, όπως επιθεώρηση εργασίας κτλ.), το οποίο παραπέμπει σε κάποια μέλλουσα Υπουργική Απόφαση. Η υποχρέωση εξαρτημένης εργασίας, αν και κατανοούμε πλήρως τους λόγους της, θεωρούμε πως δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις σύγχρονες εργασιακές συνθήκες και ανάγκες, αφού υπάρχουν μέλη/εργαζόμενοι των ΚοινΣΕπ που λόγω της φορολογικής βαναυσότητας και περιορισμών, δεν επιθυμούν τη συγκεκριμένη μορφή εργασίας, δημιουργώντας έτσι προβλήματα συνεργασίας και λειτουργίας. Επίσης, η συγκεκριμένη επιλογή δημιουργεί επιπρόσθετα έξοδα στις ΚοινΣΕπ (π.χ. λογιστές χρεώνουν επιπλέον για τη συγκεκριμένη υπηρεσία). Επιπρόσθετα, υπάρχουν αντικείμενα που, ενώ περιέχονται στους κωδικούς έναρξης των ΚοινΣΕπ, υπάρχει ανάγκη αυτά να υλοποιηθούν (ίσως για λόγους του έκτακτου της υπηρεσίας ή της ποιότητας της παρεχόμενης υπηρεσίας) από εξωτερικούς συνεργάτες. Ενώ και πάλι αντιλαμβανόμαστε τους λόγους της σχετικής απαγόρευσης και συνηγορούμε στο να δίνεται προτεραιότητα στην εξαρτημένη εργασιακή σχέση, θεωρούμε τη ρητή απαγόρευση ιδιαίτερα αυστηρή και δημιουργεί προβλήματα στην ανάπτυξη των ΚοινΣΕπ, καθώς εκτός των άλλων είναι και περισσότερο δαπανηρή.
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η υποχρέωση πρόσληψης προσωπικού, εφόσον τα έσοδα το επιτρέπουν, μετά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας. Βρίσκουμε τη συγκεκριμένη πρόβλεψη αρκετά αόριστη, με κίνδυνο την καταστρατήγηση. Από την εμπειρία μας, διαπιστώνουμε πως οι ΚοινΣΕπ –ακριβώς λόγω της σύνθετης φύσης τους- αργούν να αναπτυχθούν σε σχέση με τις κοινές επιχειρήσεις, βρίσκουν προσκόμματα θεσμικά-κοινωνικά-πολιτικά-επενδυτικά-τραπεζικά, τα οποία δεν φαίνεται να επιλύονται άμεσα από το παρόν θεσμικό πλαίσιο. Οι ΚοινΣΕπ, ενώ θέλουν να απασχολήσουν προσωπικό (και για τις περισσότερες αποτελεί αυτοσκοπό), το κόστος είναι πολύ μεγάλο και αναγκάζονται στα πρώτα χρόνια λειτουργίας τους να βασιστούν στο ανθρώπινο κεφάλαιο των μελών τους, ανταποκρινόμενες στα πάγια έξοδα λειτουργίας τους κατά κύριο λόγο. Φυσικά, αν μετά από εύλογο διάστημα (τουλάχιστον 3 χρόνια) οι ΚοινΣΕπ κρίνονται μη βιώσιμες για αντικειμενικούς λόγους, η λειτουργία τους δεν θα πρέπει να ενθαρρύνεται, καθώς θα δημιουργηθεί στρεβλός ανταγωνισμός. Η υποχρέωση, λοιπόν, του άρθου 3 παρ. γ2 κρίνεται γενικόλογη, καθώς είναι δύσκολο να οριστεί σχετικό πλαφόν βιωσιμότητας.
Κεφάλαιο Β’ Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας
Άρθρο 3 Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας
Παραγρ. 1 : Σωστά οι ΚοινΣΕπ, ΚοιΣΠΕ και ΣυνΕργ θεωρούνται αυτοδίκαια “Φορείς ΚΑΛΟ”. Ποιός όμως είναι ο λόγος που δεν ισχύει το ίδιο και για τους αστικούς (ν.1667/86) και τους αγροτικούς (ν.4384/16) συνεταιρισμούς, αλλά μπαίνουν προϋποθέσεις οι οποίες τους εξαιρούν;
Η εξαίρεση προκύπτει από τη διατύπωση “«Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας» μπορούν να είναι και οι αγροτικοί συνεταιρισμοί του Ν.4384/16 (Α’ 78), όπως ισχύει, οι αστικοί συνεταιρισμοί του ν.1667/1986, όπως ισχύει, οι ενώσεις προσώπων των άρθρων 78 επ. του Α.Κ., οι Αστικές Εταιρίες των άρθ. 741 επ. του Α.Κ., καθώς επίσης και οποιαδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων, εφόσον σωρευτικά :”
…
γγ….”Τα μέλη που δεν είναι εργαζόμενοι δεν έχουν δικαίωμα στη διανομή των κερδών”.
Άρα οι αστικοί και οι αγροτικοί συνεταιρισμοί δε μπορούν να ενταχθούν στους “Φορείς ΚΑΛΟ”, εκτός αν αλλάξουν το Καταστατικό τους ώστε να μη παρέχουν κανένα κίνητρο συμμετοχής στα μη εργαζόμενα με αμοιβή μέλη τους!
Σε συνδυασμό με το άρθρο 1. παραγρ. 3, (προϋποθέσεις ένταξης στους “Φορείς ΚΑΛΟ”) είναι προφανές ότι εξαιρούνται όλοι οι αστικοί και αγροτικοί συνεταιρισμοί που δεν θα θελήσουν να αρνηθούν το κίνητρο συμμετοχής στα μέλη τους, δηλαδή την περιορισμένη διανομή πλεονασμάτων στα μέλη, ανάλογα με τις συναλλαγές τους με το συνεταιρισμό.
Πρόκειται για τη δεύτερη, μετά τις εργασιακές σχέσεις στους συνεταιρισμούς, σοβαρή απόκλιση από τις Κατευθυντήριες Γραμμές για τη Συνεταιριστική Νομοθεσία, η οποία πρέπει οπωσδήποτε να διορθωθεί, αν ο νομοθέτης εννοεί πραγματικά αυτά που διατυπώνονται στο άρθρο 1 (σκοπός, στόχοι).
Στις “Κατευθυντήριες γραμμές για την Συνεταιριστική Νομοθεσία Τρίτη έκδοση αναθεωρημένη” του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας,
http://www.ilo.org/wcmsp5/groups/public/—ed_emp/—emp_ent/—coop/documents/publication/wcms_451733.pdf, (σελ. 47) αναφέρεται :
“Οι κεφαλαιουχικές εταιρείες διανέμουν κέρδη στους μετόχους κατ’ αναλογία των χρημάτων που έχουν επενδύσει. Τα ιδρύματα, οι ενώσεις προσώπων και τα ταμεία αλληλασφάλισης δεν μπορούν να διανέμουν κέρδη. Αντ’ αυτού, πρέπει να χρησιμοποιούν τα κέρδη για τη βελτίωση των προϊόντων / υπηρεσιών τους. Οι συνεταιρισμοί πρέπει να κάνουν διάκριση μεταξύ των συστατικών μερών του θετικού αποτελέσματος, δηλαδή του κέρδους (που προέρχεται από συναλλαγές με μη μέλη) και του πλεονάσματος (που προέρχεται, σύμφωνα με τις συνεταιριστικές αρχές, από συναλλαγές με μέλη). Σύμφωνα με τις αυστηρές συνεταιριστικές αρχές, τα κέρδη θα μεταφερθούν σε ένα αδιανέμητο αποθεματικό κεφάλαιο. Το πλεόνασμα θα πρέπει να κατανέμεται μεταξύ των μελών, τουλάχιστον εν μέρει, κατ’ αναλογία προς τις συναλλαγές τους με τον συνεταιρισμό κατά τη διάρκεια μιας καθορισμένης χρονικής περιόδου”.
Πρόταση 4η :
Για τα μη εργαζόμενα με αμοιβή μέλη πρέπει να προστεθεί η πρόβλεψη : “Το πλεόνασμα μπορεί να κατανέμεται μεταξύ των μελών, εν μέρει, κατ’ αναλογία προς τις συναλλαγές τους με τον συνεταιρισμό κατά τη διάρκεια μιας καθορισμένης χρονικής περιόδου”.
Παραγρ. 2 : “Ο Φορέας Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, μετά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του και εφόσον από τον κύκλο οικονομικής του δραστηριότητας προκύπτουν έσοδα που καλύπτουν το κόστος μιας θέσης εργασίας πλήρους απασχόλησης…”
Πρόταση 5η :
Η πρόβλεψη πρέπει να αφορά στα κέρδη ή πλεονάσματα μετά τους φόρους και όχι στα έσοδα.
Σχετικά με την παρ. 2, του αρθ.3 και από τα προηγηθέντα σχόλια διαπιστώνονται δύο βασικές εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις – αιτήματα: η πρώτη παραμένουμε στο προυπάρχον ‘γκρίζο τοπίο’ δηλαδή κανένας περιορισμός υποχρέωσης εμφανούς εργασίας για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, προκειμένου μέσω εθελοντικής (άδηλης) εργασίας να ενισχύεται η βιωσιμότητα της ΚοινΣΕπ και η δεύτερη που επιθυμεί αυστηρό περιορισμό δηλωμένης εργασίας από την πρώτη ημέρα λειτουργίας μιας ΚοινΣΕπ.
Είναι κατανοητό ότι η αδήλωτη εργασία ελέγχεται από άλλους νόμους και διατάξεις και δεν αποτελεί αντικείμενο υποκατάστασης τους, ο παρόν νόμος. Η παρ. 2, του αρθ.3, είναι κυρίως ουσιαστικού περιεχομένου και όχι ελεγκτικού, προσπαθεί να συγκεράσει τις δύο προαναφερόμενες αντίθετες απόψεις, που η καθεμία έχει την δική της καλοπροαίρετη λογική και ως εκ τούτου η προτεινόμενη διάταξη κινείται στην σωστή κατεύθυνση και πρέπει να παραμείνει στο νόμο για τους εξής λόγους:
Η πρώτη άποψη πρέπει να λάβει υπόψη της τα εξής: α) Σήμερα υπάρχουν ΚοινΣΕπ με σχετικά μεγάλο κύκλο δραστηριότητας και εσόδων και δεν δηλώνουν ούτε ένα εργαζόμενο. Πως παρήχθησαν αυτά τα έσοδα χωρίς το συντελεστή εργασία ? Ως εκ τούτου μάλλον προκύπτει ζήτημα εισφοροδιαφυγής και φοροδιαφυγής. β) Εν γένει προκύπτει το θέμα: Για να υπάρχουν έσοδα προϋπάρχει δραστηριότητα και για να υπάρχει αυτή, θα πρέπει να προϋπάρχει κάποιας μορφής εργασία από την οποία παράχθηκε αυτή. γ) Και η κοινωνική επιχειρηματικότητα δεν παύει να είναι επιχειρηματικότητα που θα πρέπει κάποια στιγμή να είναι βιώσιμη όπως όλες οι μορφές επιχειρηματικότητας και φυσικά όχι βιώσιμη λόγω αδήλωτης εργασίας. δ) οι βιώσιμοι Κοινωνικοί επιχειρηματίες συμμετάσχουν στην δημιουργία ασφαλιστικών και φορολογικών εσόδων για το κράτος και εν τέλει συμμετάσχουν στην ενίσχυση της απασχόλησης. ε) είναι άδικη η παροχή των ευεργετημάτων του νομού εξ ίσου και για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα ανάμεσα σε βιώσιμους, μη βιώσιμους, ‘πονηρούς’, κλπ υποτιθέμενους κοινωνικούς επιχειρηματίες. στ) από την παρ. 10 του αρθ.7 και από την παρ. 7 του αρθ.26, προκύπτει ότι ο προτεινόμενος νόμος αντιλαμβάνεται την πραγματική εθελοντική εργασία, ως μια διάσταση απαραίτητη στο περιβάλλον της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.
Η δεύτερη άποψη πρέπει να λάβει υπόψη της τα εξής: α) από την παρ. 2, του αρθ.3 δεν συνάγεται από πουθενά το συμπέρασμα ότι η ΚοινΣΕπ, δεν υποχρεούται να ασφαλίσει τους εργαζομένους της, από την πρώτη κιόλας ημέρα ίδρυσης της, εφ`όσον η λειτουργία η δραστηριότητα της και η νομική υποχρέωση, της επιβάλει κάτι τέτοιο. β) αντιθέτως από την διάταξη αυτή προκύπτει η υποχρέωση ότι η λειτουργία και η δραστηριότητα μιας ΚοινΣΕπ θα πρέπει να είναι τουλάχιστον τέτοια που κατά τον δεύτερο χρόνο της, να μπορεί να απασχολεί έστω ένα εργαζόμενο γ) η διάταξη αυτή δεν αναιρεί επ` ουδενός, τις σε κάθε στιγμή (άρα και από την πρώτη στιγμή) ασφαλιστικές υποχρεώσεις μιας ΚοινΣΕπ, αντιθέτως υποχρεώνει ότι τουλάχιστον από τον δεύτερο χρόνο λειτουργίας της θα πρέπει να έχει τις προϋποθέσεις για να έχει ασφαλιστικές υποχρεώσεις.. δ) ήδη ή διάταξη είναι αυστηρή δεν θα μπορούσε να γίνει πιο αυστηρή, γιατί πράγματι οποιαδήποτε επιχείρηση, είναι φυσικό, σε ένα πρώτο διάστημα μετά την ίδρυσή της να μην έχει εργαζομένους χωρίς αυτό (πάντα) να υποκρύπτει πρόθεση αδήλωτης εργασίας. ε) η παρούσα διάταξη σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παρ. 10 του αρθ.7 και της παρ. 7 του αρθ.26 ξεκαθαρίζουν το ‘γκρίζο’ τοπίο του 4019/11 και βέβαια πάντα υπερισχύουν και όλες οι ελεγκτικές διαδικασίες, των λοιπών νόμων περί ανασφάλιστης εργασίας.
Θεωρώ πολύ σημαντικό να τεθεί μία μέριμνα για τη θεσμική καταχώρηση δομών Ανταλλακτικής Οικονομίας. Στο Βόλο και τη Θεσσαλονίκη υπάρχουν ενεργές δομές με εικονικό/ανταλλακτικό νόμισμα -εκτός ευρώ- με πλούσια δράση, ενώ στο παρελθόν είχαν δημιουργηθεί και «τράπεζες χρόνου» (που βέβαια με τον καιρό άρχισαν να υπολειτουργούν).
Στο παρόν άρθρο (και νόμο) δε λαμβάνεται καμία μέριμνα για αυτές τις δομές, πλην της δυνατότητας ως ένωση προσώπων (ή ό,τι άλλο σχήμα έχουν υιοθετήσει) να ενταχθούν στο Μητρώο.
Επίσης, πρέπει ο νόμος να προχωρήσει και σε μία σχετική πρόβλεψη για την συλλειτουργία των διαφορετικών αυτών δομών υπό μία ταυτότητα που να ευνοεί τη συνεργασία μεταξύ τους (εφόσον το επιθυμούν οι Γενικές Συνελεύσεις των δομών) καθώς μιλάμε για διαφορετικές μονάδες μέτρησης της αξίας (ΚοιΝό στη Θεσσαλονίκη, Τ.Ε.Μ. στο Βόλο, ωροχρέωση σε τράπεζες χρόνου για υπηρεσίες κλπ).
ΤΟ Κεφάλαιο Γ΄ δεν καλύπτει -πιστεύω- το χώρο αυτό.
Θεωρώ σωστή την απόφαση για μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου και παραθέτω κάτι ανάλογο που προσπαθούν να εφαρμόσουν στην Καταλονία http://www.xes.cat/pages/xs142.php?i=1
Όσον αφορά τη παράγραφο 2, θεωρώ ότι αυτή η υποχρέωση είναι λανθασμένη και ουσιαστικά δεν δίνει τη δυνατότητα στις Κοιν.Σ.Επ. να αναπτυχθούν και να μπορέσουν να είναι βιώσιμες και ανεξάρτητες για να πετύχουν τους σκοπούς τους.
Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας είναι σίγουρα ο βασικός σκοπός των Κοιν.Σ.Επ., αλλά χωρίς να υπάρχει υποστήριξη και οποιαδήποτε πρόβλεψη για τη χρηματοδότηση των Κοιν.Σ.Επ. δεν μπορεί να αφαιρείται το δικαίωμα απόφασης των μελών της Κοιν.Σ.Επ. για τον τρόπο λειτουργίας της.
Θεωρώ ότι η παράγραφος αυτή θα ανακόψει τη περαιτέρω ανάπτυξη της κάθε Κοιν.Σ.Επ. η οποία είναι αναγκαία για να μπορέσει να είναι μακροχρόνια βιώσιμη και να δημιουργήσει σταθερές θέσεις εργασίας. Για παράδειγμα η Κοιν.Σ.Επ. η οποία εκπροσωπώ αποτελείται από 5 μέλη τα οποία θέλουν όλα να εργαστούν σε αυτήν και με εθελοντική εργασία προσπαθούν να πετύχουν ένα φιλόδοξο πολυετές σχεδιασμό. Η εθελοντική μας εργασία θα αποφέρει τα πρώτα έσοδα, αν είμαστε υποχρεωμένοι να δημιουργήσουμε μία θέση εργασίας με αυτά, τον επόμενο χρόνο δεν θα υπάρχουμε. Ποιος θα πληρώσει το τέλος επιτηδεύματος, 800 ευρώ; το οποίο πληρώνουμε μέχρι σήμερα, με μηδενικά έσοδα; πως θα επεκταθούν οι δραστηριότητές μας για να μπορέσουμε να ζήσουμε από αυτές; Δεν γίνεται να μην δίνεται η δυνατότητα να επενδυθεί το όποιο κέρδος των πρώτων χρόνων λειτουργίας μίας Κοιν.Σ.Επ., εφόσων τα μέλη της θεωρούν κάτι τέτοιο μακροχρόνια βιώσιμο. Οι περισσότερες Κοιν.Σ.Επ. στην Ελλάδα είναι σε αναζήτηση χρηματοδότησης για να υλοποιήσουν το σκοπό τους και να αρχίσουν να λειτουργούν κανονικά. Θα είναι καταστροφικό να μην μπορούν να διαχειριστούν τα έσοδα της πρώτης χρονιάς και να τα χρησιμοποιήσουν για επέκταση των δραστηριοτήτων της Κοιν.Σ.Επ.
Κοινωνική επιχειρηματικότητα χωρίς ελευθερία και υποστήριξη δεν μπορεί να υπάρξει.
Στην παράγραφο 2 του άρθρου 3, δεν διευκρινίζεται ο τρόπος απόκτησης των εσόδων, ως εκ τούτου, εάν αυτά δεν έχουν προκύψει από δωρεά, επιχορήγηση, κλπ, θα έχουν προκύψει από παραγωγή προϊόντων ή παροχή υπηρεσιών και με το δεδομένο ότι δεν υπάρχουν εργαζόμενοι, τίθεται ξεκάθαρα το θέμα της εργασίας από τα μέλη.
Μετά από ένα περίπου χρόνο υπηρεσίας στο Μητρώο, έχει υποπέσει στην αντίληψή μου ότι το θέμα της εργασίας από τα μέλη αποτελεί το πλέον γκρίζο θέμα κατά την εφαρμογή του ν. 4019/2011, καθώς στρεβλά πιστεύεται από πολλούς (ή ακόμη χειρότερα εφαρμόζεται;) ότι το ισχύον θεσμικό πλαίσιο επιτρέπει σιωπηρά την ανασφάλιστη εργασία από τα μέλη.
Και τούτο λόγω της πρόβλεψης στον ν. 4019/2011 της εφαρμογής του άρθρου 713 επ. Α.Κ., αλλά και της με αριθμ πρωτ. ΔΙΑΣΦ/Φ5/50/604022/16-10-2012 εγκυκλίου του ΟΑΕΕ.
Κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν ισχύει, καθώς σύμφωνα καταρχήν με το άρθρο 713 επ. Α.Κ.: «Με τη σύμβαση της εντολής ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας». Ο ν. 4019/2011, δηλαδή, δίνει τη δυνατότητα της μη αμειβόμενης εργασίας και όχι της ανασφάλιστης εργασίας.
Επίσης, δεν ισχύει και για την ΔΙΑΣΦ/Φ5/50/604022/16-10-2012 εγκύκλιο του ΟΑΕΕ, με την οποία: «…τα μέλη-εταίροι της ΚοινΣΕπ με μόνη την ιδιότητα του μέλους, απαλλάσσονται από κάθε ασφαλιστική υποχρέωση…», δηλαδή, σε καμία περίπτωση δεν απαλλάσσονται από ασφαλιστικές υποχρεώσεις τα μέλη που φέρουν την ιδιότητα του εντολοδόχου.
Κατόπιν των παραπάνω αναφερομένων, παρακαλώ για την αλλαγή της διατύπωσης στην παράγραφο 2 στο άρθρο 3, όπου θα αναφέρεται ρητά ότι δεν νοείται ανασφάλιστη εργασία από τα μέλη, με δεδομένο ότι ο νέος νόμος θα πρέπει να ξεκαθαρίζει τις γκρίζες ζώνες που δημιουργήθηκαν κατά την εφαρμογή του ισχύοντος νόμου.
Μέχρι τώρα η μέτρηση του κοινωνικού αντίκτυπου ήταν ένα κενό γραμμα, αν δεν καθορισθούν οι όροι εκπλήρωσης αυτού και τα κριτήρια πάλι στα ίδια θα γυρίσουμε,
Ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για τη διακυβέρνηση και τη λογοδοσία κοινωνικών επιχειρήσεων σύμφωνα με τους Bangoli και Megali (2011) θα πρέπει να περιλαμβάνει τρεις βασικές κατηγορίες πληροφοριών:
(α) τις χρηματοοικονομικές πληροφορίες για τη λειτουργία της επιχείρησης και την κατανομή των κεφαλαίων στις ενδιαφερόμενες ομάδες,
(β) τις πληροφορίες που αποκαλύπτουν την αποδοτικότητα των κοινωνικών στόχων των επιχειρήσεων,
(γ) τις πληροφορίες σχετικά με τη θεσμική νομιμοποίηση της λειτουργίας των κοινωνικών επιχειρήσεων.
Η πρώτη κατηγορία πληροφοριών περιλαμβάνει χρηματοοικονομικά δεδομένα για την κοινωνική και οικονομική προστιθέμενη αξία (economic and social added value) που προκαλείται διαμέσου της κατανομής των χρηματικών κεφαλαίων της κοινωνικής επιχείρησης προς τις ενδιαφερόμενες ομάδες. Ο πίνακας Ι παρουσιάζει μια σειρά τέτοιων δαπανών στις κύριες ενδιαφερόμενες ομάδες όπως είναι η διανομή των καθαρών κερδών για τη λειτουργία της κοινωνικής επιχείρησης, των μελών, του προσωπικού της κοινωνίας και των εξωτερικών χρηματοδοτών.
Για τη μέτρηση της κοινωνικής αποδοτικότητας η βιβλιογραφία παρέχει τέσσερις ομάδες δεικτών ως εξής: α) τους δείκτες μέτρησης εισροών (λ.χ. ανθρώπινοι πόροι και πρώτες ύλες), β) τους δείκτες μέτρησης εκροών (λ.χ. υπηρεσίες και προϊόντα), γ) δείκτες μέτρησης των αποτελεσμάτων (λ.χ οφέλη για τις ενδιαφερόμενες ομάδες της επιχείρησης), και δ) δείκτες μέτρησης επιπτώσεων (λ.χ. οφέλη για όλη την κοινωνία) (Bangoli and Megali, 2011). Τέλος, για τη μέτρηση της θεσμικής νομιμοποίησης των κοινωνικών επιχειρήσεων θα πρέπει αυτές να συμβάλλουν ταυτόχρονα σε δύο στόχους όπως είναι η κοινωνική συνοχή και η συμμόρφωση με την κείμενη νομοθεσία
http://wp.me/p51h7Z-1lX
Η συμβολή του Φορέα Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας στην κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη της κοινότητας όπου ασκεί τις δραστηριότητές του οφείλει να αποδεικνύεται ετησίως μέσω της χρήσης του «Εργαλείου Μέτρησης Κοινωνικού Αντικτύπου»,
Άρθρο 3 Αυτό το σημείο ΠΡΕΠΕΙ να αποσυρθεί και σε καμία περίπτωση να μην μπει σε ισχύ καθώς ανοίγει την πόρτα της ανασφάλιστης εργασίας έστω και αν υπάρχουν έσοδα από την πρώτη στιγμή της ενεργοποίησης μιας ΚοινΣΕπ η αλλιώς να σβηστεί η λέξη μετά τον πρώτο χρόνο και να μείνει η φράση από τον πρώτο χρόνο!
—————–
2.Ο Φορέας Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, μετά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του και εφόσον από τον κύκλο οικονομικής του δραστηριότητας προκύπτουν έσοδα που καλύπτουν το κόστος μιας θέσης εργασίας πλήρους απασχόλησης, ή το ισοδύναμό της σε θέσεις μερικής απασχόλησης με βάση τον κατώτατο νομοθετημένο μισθό ή τον μισθό που ορίζει η αντίστοιχη συλλογική σύμβαση, υποχρεούται από το δεύτερο χρόνο λειτουργίας του και εφεξής να απασχολήσει τουλάχιστον έναν εργαζόμενο, ακόμη και μέλος του. Η διαπίστωση παράβασης της προαναφερθείσας υποχρέωσης, επιφέρει τη διαγραφή του νομικού προσώπου από το Μητρώο.