1. Οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις (Κοιν.Σ.Επ) που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο και οι Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί Περιορισμένης Ευθύνης (Κοι.Σ.Π.Ε.) που διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2716/1999 (Α’ 96), όπως ισχύει, και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και του ν. 1667/1986 (Α’ 196), καθώς και όσων ορίζει το αρ.12 του ν. 3842/2010 (Α’ 58), καθώς και οι Συνεταιρισμοί Εργαζομένων που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο, θεωρούνται αυτοδικαίως από τη σύστασή τους Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας και υπάγονται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου από την εγγραφή τους στο Μητρώο. «Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας» μπορούν να είναι και οι αγροτικοί συνεταιρισμοί του Ν.4384/16 (Α’ 78), όπως ισχύει, οι αστικοί συνεταιρισμοί του ν.1667/1986, όπως ισχύει, οι ενώσεις προσώπων των άρθρων 78 επ. του Α.Κ., οι Αστικές Εταιρίες των άρθ. 741 επ. του Α.Κ., καθώς επίσης και οποιαδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων, εφόσον σωρευτικά:
α. Το καταστατικό τους περιέχει τις απαιτούμενες προβλέψεις των παραγράφων 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 2 του παρόντος, καθώς και -κατά περίπτωση- μία ή περισσότερες εκ των προβλέψεων των παραγράφων 6, 7 ή και 8 του ιδίου άρθρου.
β. Τα μετά τη φορολόγηση κέρδη διατίθενται ετησίως για τους εξής σκοπούς:
αα. ποσοστό τουλάχιστον 5% για το σχηματισμό αποθεματικού
ββ. ποσοστό έως 35% στους εργαζόμενους του Φορέα, εκτός κι αν τα 2/3 των μελών της Γενικής Συνέλευσης του Φορέα αποφασίσει αιτιολογημένα τη διάθεση του ποσοστού αυτού σε δραστηριότητες του στοιχείου γγ.
γγ. και το υπόλοιπο διατίθεται είτε για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τη γενικότερη διεύρυνση της παραγωγικής δυνατότητας είτε για δράσεις κοινωνικής ωφέλειας, όπως ορίζονται στους καταστατικούς σκοπούς του. Τα μέλη που δεν είναι εργαζόμενοι δεν έχουν δικαίωμα στη διανομή των κερδών. Η συμβολή του Φορέα Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας στην κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη της κοινότητας όπου ασκεί τις δραστηριότητές του οφείλει να αποδεικνύεται ετησίως μέσω της χρήσης του «Εργαλείου Μέτρησης Κοινωνικού Αντικτύπου», της παραγράφου 8 του άρθρου 26.
γ. Η οικονομική τους δραστηριότητα αποφέρει συλλογική και κοινωνική ωφέλεια, όπως ορίζονται στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 2, οι οποίες οφείλουν να περιγράφονται καταστατικά και να αποδεικνύονται ετησίως μέσω της χρήσης του «Εργαλείου Μέτρησης Κοινωνικού Αντικτύπου», της παραγράφου 8 του άρθρου 26 .
2.Ο Φορέας Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, μετά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του και εφόσον από τον κύκλο οικονομικής του δραστηριότητας προκύπτουν έσοδα που καλύπτουν το κόστος μιας θέσης εργασίας πλήρους απασχόλησης, ή το ισοδύναμό της σε θέσεις μερικής απασχόλησης με βάση τον κατώτατο νομοθετημένο μισθό ή τον μισθό που ορίζει η αντίστοιχη συλλογική σύμβαση, υποχρεούται από το δεύτερο χρόνο λειτουργίας του και εφεξής να απασχολήσει τουλάχιστον έναν εργαζόμενο, ακόμη και μέλος του. Η διαπίστωση παράβασης της προαναφερθείσας υποχρέωσης, επιφέρει τη διαγραφή του νομικού προσώπου από το Μητρώο.
3.Η απόδοση της ιδιότητας του Φορέα Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας σε νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων που πληροί τα στοιχεία της παραγράφου 1 πιστοποιείται με την εγγραφή στο Μητρώο. Η εγγραφή στο Μητρώο συνεπάγεται την απόδοση Αριθμού Γενικού Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας (Α.Γε.Μ.Κ.Ο.).