1. Κοινωνική υπηρεσία που είναι αρμόδια για τη διενέργεια έρευνας κατά τις διατάξεις του παρόντος και των άρθρων 1533 παρ.2 , 1557, 1600, 1645, 1665 ΑΚ και αδυνατεί να τη διεξαγάγει, δηλώνει αιτιολογημένα την αδυναμία της στην Γενική Διεύθυνση Κοινωνικής Αλληλεγγύης εντός δεκαπέντε ημερών. Στην περίπτωση αυτήν, με απόφαση της Γενικής Διεύθυνσης Κοινωνικής Αλληλεγγύης ανατίθεται η διεξαγωγή της έρευνας σε άλλη κοινωνική υπηρεσία των φορέων που αναφέρονται στα άρθρα 13 και 22 ή των ΟΤΑ Α΄ βαθμού ή, εφόσον αυτό δεν καθίσταται δυνατό, σε πραγματογνώμονα Κοινωνικό Λειτουργό, εκπαιδευμένο σε θέματα αναδοχής από τους φορείς εποπτείας του άρθρου 13 του παρόντος εγγεγραμμένο σε ειδικό κατάλογο πιστοποιημένων κοινωνικών λειτουργών που τηρεί ο Σύνδεσμος Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος για τον σκοπό αυτόν, o οποίος θα είναι σε άμεση συνεργασία με τον αρχικώς αρμόδιο φορέα, ολοκληρώνει εντός του προβλεπόμενου στα αρ. 10 και 11 χρονικού διαστήματος την κοινωνική έκθεση και υποβάλλει αυτήν στον αρχικώς αρμόδιο φορέα. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από πρόταση του ΣΚΛΕ, ορίζονται οι λεπτομέρειες για τη διαδικασία εγγραφής στον ειδικό κατάλογο πιστοποιημένων κοινωνικών λειτουργών , ο τρόπος και το ύψος της αμοιβής αυτών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.
2. Σε περίπτωση που μετά το οριζόμενο κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου χρονικό διάστημα δεν έχει ολοκληρωθεί η κοινωνική έρευνα από υπαιτιότητα της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας, οι ενδιαφερόμενοι έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν από την Γενική Διεύθυνση Κοινωνικής Αλληλεγγύης να διενεργήσει σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο.
Η πρόβλεψη πάλι στο Άρθρο 25, παράγραφος 1 της δυνατότητας η αρμοδιότητα της εποπτείας να ανατίθεται από τους λίγους, συγκεντρωτικούς φορείς του Άρθρου 13 π.χ. στις κοινωνικές υπηρεσίες των ΟΤΑ Α βαθμού δεν λύνει καθόλου το πρόβλημα και έρχεται μάλλον προς επίρρωση του προβληματισμού του κριτικού σημείου του ανά χείρας εγγράφου αμέσως παραπάνω. Αν δηλαδή όντως υπάρχει η αναγνώριση ότι η ανάθεση σε τόσους λίγους δεν επαρκεί (και φυσικά πώς να επαρκέσει όταν με τις προβλέψεις του Άρθρου 13) τότε γιατί ο νομοθέτης δεν έχει την τόλμη να προβλέψει το αυτονόητο, ήτοι να επεκτείνει την αρμοδιότητα της εποπτείας της αναδοχής στις κοινωνικές υπηρεσίες των ΟΤΑ Α βαθμού; Στην πραγματικότητα η επέκταση όφειλε μάλλον να συμπεριλάβει πολύ περισσότερες από τις υφιστάμενες κοινωνικές υπηρεσίες του στενότερου και ευρύτερου δημοσίου τομέα. Οι δε πρόνοιες της παραγράφου 1 του Άρθρου 25 δημιουργούν την υπόνοια πως μάλλον οι συντάκτες του παρόντος Σ/Ν είχαν υπόψη τους την πραγματικότητα και την αναπαραγωγή των προβλημάτων που συντηρεί το Άρθρο 13 και επιχείρησαν τοιουτοτρόπως να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις ή να αποφύγουν αντί αντιμετωπίσουν τα προβλήματα. Ποιοι θα είναι αυτοί οι «ιδιώτες κοινωνικοί λειτουργοί» μένει αδιευκρίνιστο. Και εν πάση περιπτώσει μένει ακατανόητο γιατί υφιστάμενες κοινωνικές υπηρεσίες του δημοσίου τομέα με μόνιμα στελέχη κοινωνικούς λειτουργούς κρίνονται πως δεν πρέπει να συμπεριληφθούν στους αρμόδιους του Άρθρου 13 ενόσω «ιδιώτες» εγγεγραμμένοι σε κάποιο «ειδικό κατάλογο» του επαγγελματικού τους συλλόγου κρίνονται ικανοί. Επεκτείνοντας αυτό τον συλλογισμό θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν τυχόν κοινωνικοί λειτουργοί με πολύχρονη εμπειρία και πιστοποιημένες σχετικές δεξιότητες που υπηρετούν σε δημόσιους φορείς άλλους των προνοιών του Άρθρου 13 θα μπορούσαν να ζητήσουν σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Σ/Ν να συμπεριληφθούν και αυτοί στον «ειδικό κατάλογο» του ΣΚΛΕ και με ποιο σκεπτικό θα αποκλείονται από αυτό το δικαίωμα. Πέραν αυτών όμως, η ανάθεση σε ιδιώτες δημιουργεί μια σειρά προβληματισμούς από πλευράς τεχνικής-σχεδιαστικής αλλά και προσανατολισμού της ασκούμενης κοινωνικής πολιτικής. Τεχνικά είναι πρόδηλη η ανεπάρκεια οποιουδήποτε σχετικού μηχανισμού να ελέγξει την ποιότητα των δεξιοτήτων των προς εγγραφή στον όποιο «ειδικό κατάλογο». Ως εκ τούτου οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι απεριόριστοι και οι δυνατότητες ελέγχου ενός τέτοιου «συστήματος» πρακτικά ανύπαρκτες με ρεαλιστικούς όρους. Σημειωτέον ότι η τοποθέτηση ενός παιδιού σε ανάδοχο δεν μπορεί να νοείται ως διαδικασία η οποία επιδέχεται μόνο εκ των υστέρων κατασταλτικό έλεγχο ή δίωξη των όσων την πιστοποίησαν: η φύση της εν λόγω ενέργειας καθιστά απαραίτητη την ύπαρξη και λειτουργία διαρκών συστημάτων ελέγχου και με αρμοδιότητα παρέμβασης. Από πλευράς κοινωνικής πολιτικής η πρόνοια αυτή ως ιδιωτικοποίηση της λειτουργίας της κοινωνικής έρευνας και περιορισμό των δημοσίων κοινωνικών υπηρεσιών σε ένα ρόλο «κράτους-στρατηγείου» που απλώς επιβλέπει αναθέσεις σε ιδιώτες είναι προβλέψιμο πως θα επιφέρει αφενός την επέκταση παρόμοιων αναθέσεων και σε άλλες περιπτώσεις κοινωνικής έρευνας ή παρέμβασης και αφετέρου πως θα συντελέσει (ομού με τις παρατεταμένες συνθήκες λιτότητας στον δημόσιο τομέα) στο να απορφανιστεί έτι περαιτέρω ο κοινωνικός τομέας από στελεχιακό δυναμικό.
Νικολαΐδης Γιώργος, Ψυχίατρος, Δ/ντης της Δ/νσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας, Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού
Να διευκρινιστεί από πιο χρονικό σημείο ξεκινά η προθεσμία του 15ημέρου. Από τότε που κάποιος υποβάλλει αίτηση σε κάποιον από τους φορείς εποπτείας για την διεξαγωγή κοινωνικής έρευνας. Ποιά είναι η Γενική Διεύθυνση Κοινωνικής Αλληλεγγύης; Να γραφεί με σαφήνεια που ανήκει. Οι φορείς εποπτείας (Δ/νσεις Κοινωνικής Μέριμνας, Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας, Δημοτικά Βρεφοκομεία) δεν προκύπτει εάν μπορούν να διεξαγάγουν κοινωνική έρευνα σε οποιονδήποτε κάνει αίτηση για να εγγραφεί στο ειδικό μητρώο αναδόχων. Π.χ. σήμερα το Δημοτικό Βρεφοκομείο «Αγιος Στυλιανός» Θεσσαλονίκης, παρά την ύπαρξη της σχετικής διάταξης στο υφιστάμενο Π.Δ. 86/2009 (η ίδια διάταξη επαναλαμβάνεται και στο παρόν σχέδιο νόμου) ισχυρίζεται οτι κοινωνική έρευνα διεξάγει μόνο εάν οι υποψήφιοι ανάδοχοι γονείς κάνουν αίτηση για αναδοχή συγκεκριμένου παιδιού . Δεν έχουν αντιληφθεί οι φορείς ότι το Ειδικό Μητρώο τηρείται ανεξάρτητα με την ύπαρξη αναδεχόμενου ανηλίκου. Πρέπει οι διατάξεις να έχουν μεγαλύτερη σαφήνεια αλλιώς όχι μόνο δεν βελτιώνουν το πρόβλημα του προηγούμενου νομικού καθεστώτος αλλά δημιουργούν περισσότερες απορίες και αβεβαιότητες.
Οι διατάξεις αυτές είναι πολύ συγκεχυμένες, ελάχιστα επεξεργασμένες και με πολλά κενά όπως εντοπίζουν και όσοι προηγουμένως έχουν σχολιάσει. Γίνεται απόπειρα στο άρθρο, αυτό που είναι εν πολλοίς ακατανόητο και ασυνεχές, και καλυφθούν – χωρίς όμως προηγουμένως να προβλέπονται – θέματα εκπαίδευσης και διαρκούς επιμόρφωσης σώματος επαγγελματιών της κοινωνικής εργασίας και της ψυχικής υγείας που είναι απολύτως απαραίτητα για την ασφαλή εφαρμογή του θεσμού. Σήμερα πρακτική εμπειρία διαθέτουν μόνο τα τμήματα κοινωνικής μέριμνας των περιφερειακών ενοτήτων που διενεργούν την κοινωνική έρευνα για τις υιοθεσίες και κανένας άλλος επαγγελματίας του χώρου. Ειδικότερα η παραπομπή σε κοινωνικό λειτουργό Ο.Τ.Α. θα παραμείνει εντελώς ανενεργή λόγω των συνθηκών εργασίας των συγκεκριμένων υπαλλήλων αλλά και της ανυπαρξίας οποιασδήποτε σχέσης με το αντικείμενο. Κινδυνεύει ακόμη να καταστεί και επικίνδυνη. Δεν πρέπει να γίνονται επιπόλαιοι πειραματισμοί με τόσο σοβαρά θέματα. Προβλέπεται στο παρόν σχέδιο νόμου επιμόρφωση για τους ανάδοχους γονείς και δεν προβλέπεται για τους επαγγελματίες πού ούτε σχετικές ακαδημαϊκές γνώσεις έχουν αποκτήσει στον τομέα της αναδοχής και της υιοθεσίας από τις σχολές τους ούτε έχουν κάνει πρακτική εμπειρία. Πρέπει να συνταχθεί ειδικό άρθρο για την εκπαίδευση των επαγγελματιών της κοινωνικής εργασίας και της ψυχικής υγείας. Να ληφθεί υπόψη ότι σήμερα υπάρχει ένα μεγάλο τμήμα των επαγγελματιών αυτών που ευθαρσώς δηλώνουν ότι είναι αντίθετοι στα μέτρα αυτά και αρνούνται έμμεσα ή άμεσα να προβούν σε σχετικές κοινωνικές έρευνες. Αν οι επαγγελματίες δεν ενημερωθούν και δεν εκπαιδευθούν θα γίνουν πολλά λάθη και θα αδρανοποιηθούν οι διατάξεις. Η λύση δεν είναι οι ιδιώτες πραγματογνώμονες. Διότι και αυτοί δεν υπάρχουν αλλά και δεν υπάρχει λόγος να υπάρχουν αφού οι υπηρεσίες εποπτείας είναι στελεχωμένες. Η απροθυμία οφείλεται στην άγνοια, στο φόβο του λάθους και στην ευθυνοφοβία. Είναι όμως δικαιολογημένη. Οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι ψυχολόγοι ή ψυχίατροι δεν έχουν σήμερα κανένα υπόβαθρο για να αναλάβουν συστηματικά ένα τόσο απαιτητικό έργο. Το άρθρο θέλει γράψιμο από την αρχή.
Η κοινωνική έρευνα χρειάζεται χρόνο για να ολοκληρωθεί και απαιτεί και την συνεργασία με το ευρύτερο οικογ.περιβάλλον, σημαντικών άλλων των υποψηφίων. Επίσης η/ο ΚΛ θα πρέπει ν ανήκει σε διεπιστημονική ομάδα ή ν απευθύνεται σε άλλους επαγγελματίες υγείας προκειμένου να τεκμηριώσει την έρευνα του/της.
Η ανάθεση της διεξαγωγής της έρευνας σε ιδιώτη -πραγματογνώμονα Κοινωνικό Λειτουργό, αποτελεί επί της ουσίας παραδοχή περί μη πρόθεσης ενίσχυσης των αρμόδιων κρατικών φορέων και ενδεχομένως μπορεί να εκληφθεί ως μια στροφή στην «ιδιωτικοποίηση της πρόνοιας». Η διατήρηση αυτής της ευθύνης σε κρατικούς οργανισμούς ενέχει και έναν συμβολισμό ότι το κράτος αναγνωρίζει την ευθύνη του απέναντι στους ανηλίκους που χρήζουν προστασίας. Η μη προώθηση άλλωστε της αναδοχής σχετίζεται με ζητήματα όπως πχ ότι τα παιδιά παραμένουν στα ιδρύματα συνηθέστερα μόνο με εισαγγελική εντολή φιλοξενίας (χωρίς το ίδρυμα να έχει την επιτροπεία, άρα να προχωρήσει και σε αναδοχή), με το ότι οι δομές φιλοξενίας θεωρούν ότι εφόσον δεν θα φιλοξενούν παιδιά θα απειλείται η ύπαρξή τους, με το ότι η αναδοχή νοείται από πολλούς ως το προοίμιο για την τεκνοθεσία, συνεπώς. Δεν είναι λοιπόν ζήτημα άμεσα συναρτώμενο μόνο με το προσωπικό.
για να λειτουργήσει η αναδοχή και η υιοθεσία χωρίς προσκόμματα και καθυστερήσεις και διαφωνίες σχετικά με το ποιός μπορεί να κάνει τί, καλό είναι να ξεκινήσει η οργάνωση των φορέων που αναλαμβάνουν Υιοθεσία και Αναδοχή: προσλήψεις κοινωνικών λειτουργών και ψυχολόγων και εκπαίδευσή τους στα Κέντρα που ήδη διενεργούν Υ και Α καθώς και δια βίου εκπαίδευσή τους. Καλό είναι πρώτα να οργανωθούν οι Δομές και μετά να ξεκινήσει η ισχύς του Νόμου, διότι αυτό το πρωθύστερο που συμβαίνει, δημιουργεί πολύ άγχος στους επαγγελματίες που καλούνται να εφαρμόσουν Νόμο, χωρίς να έχουν εκπαιδευτεί. Μπορεί ο Νόμος να προβλέψει και αυτό; Την υποχρεωτική ίδρυση τμημάτων Αναδοχής και Υιοθεσίας στους Φορείς του άρθρου 13;
«ή, εφόσον αυτό δεν καθίσταται δυνατό, σε πραγματογνώμονα Κοινωνικό Λειτουργό, εκπαιδευμένο σε θέματα αναδοχής από τους φορείς εποπτείας του άρθρου 13 του παρόντος εγγεγραμμένο σε ειδικό κατάλογο πιστοποιημένων κοινωνικών λειτουργών που τηρεί ο Σύνδεσμος Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος για τον σκοπό αυτόν»
Δεν αναφέρεται πουθενά για εκπαιδεύσεις επαγγελματιών σε ζητήματα αναδοχής από τους φορείς εποπτείας.
Άρα δεν υπάρχει τέτοιος επαγγελματίας παρά από εκπαίδευση του ΣΚΛΕ.
Όπως και να έχει δεν είναι σκόπιμο να εμπλέκεται ελεύθερος επαγγελματίας αλλά θα μπορούσε να εμπλέκεται επαγγελματίας από γειτονική περιφερειακή ενότητα ή περιφέρεια ή άλλο φορέα σχετιζόμενο με την αναδοχή με κάλυψει των εξόδων από των φορέα εποπτείας.
Προς το παρόν εκπαιδευμένοι είναι οι κοιν. λειτουργοί που εργάζονταν ή εργάζονται στις Περιφερειακές Ενότητες . Επομένως που θα βρεθούν εκτός του χώρου πιστοποιημένοι και με εμπειρία; Ποιός διασφαλίζει ότι με την αμοιβή δεν κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε εμπορευματοποίηση της βεβαίωσης καταλληλότητας ;δημιουργήστε αυτοτελείς υπηρεσίες παιδικής προστασίας και ενισχύστε τις με εξειδικευμένο προσωπικό
Δεν είναι δυνατόν όσοι ασχολούνται με τέτοιους σοβαρούς θεσμούς να ασχολούνται παράλληλα και με χίλια δυό άλλα αντικείμενα . Μειώνεται το κύρος και η αξιοπιστία των θεσμών. Όταν μιλάμε για παιδική προστασία εννοούμε μια υπηρεσία που θα ασχολείται μόνο με αυτό το αντικείμενο . Με αυτόν τον τρόπο και οι καθυστερήσεις θα εξαλειφθούν και θα διασφαλιστεί η αποφυγή εκμετάλλευσης
Άρθρο 25
Ο ρόλος των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών που έχουν τη τεχνογνωσία και διεπιστημονική ομάδα να μπορούν να διενεργούν εκπαίδευση, έρευνα και εποπτεία των αναδοχών οικογενειών.