1. Οι επιθυμούντες να γίνουν ανάδοχοι γονείς υποβάλλουν στον εκάστοτε αρμόδιο κατά το άρθρο 13 φορέα τα εξής δικαιολογητικά:
α. Αίτηση από την οποία να προκύπτει το ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση κατοικίας, η ηλικία τους και στην οποία πρέπει να αναφέρεται οπωσδήποτε τεκμηριωμένα ο λόγος που τους ωθεί να γίνουν ανάδοχοι γονείς.
β. Πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης.
γ. Εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου εισοδήματος των τριών τελευταίων ετών. Σε περίπτωση που δεν έχει ακόμη εκδοθεί εκκαθαριστικό σημείωμα του τελευταίου οικονομικού έτους, αρκεί υπεύθυνη δήλωση του αιτούντος ότι έχει καταθέσει τη δήλωση φόρου εισοδήματος του τελευταίου οικονομικού έτους και ότι αναλαμβάνει την υποχρέωση να προσκομίσει το εκκαθαριστικό σημείωμα όταν εκδοθεί.
δ. Πιστοποιητικό δημόσιου νοσηλευτικού ιδρύματος, από το οποίο να προκύπτει ότι δεν πάσχουν ο αιτών και τα συνοικούντα με αυτόν πρόσωπα, από χρόνια μεταδοτικά νοσήματα.
ε. Πιστοποιητικό περί μη θέσης σε δικαστική συμπαράσταση, ή κίνησης σχετικής διαδικασίας από το πρωτοδικείο του τόπου μόνιμης κατοικίας των αιτούντων και όσων συνοικούν με αυτούς.
στ. Αντίγραφο ποινικού μητρώου δικαστικής χρήσης των ιδίων και των συνοικούντων με αυτούς ενηλίκων μελών, από το οποίο να προκύπτει ότι δεν έχουν καταδικασθεί τελεσίδικα για αδικήματα από εκείνα που επισύρουν, σύμφωνα με το άρ. 1537 του ΑΚ, έκπτωση από τη γονική μέριμνα, ή για κακοποίηση, ή παραμέληση ανηλίκου, ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, ή για παράβαση της ισχύουσας νομοθεσίας περί ναρκωτικών, ή περί εμπορίας ανθρώπων, ή οργάνων.
ζ. Πιστοποιητικό ότι δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για τα προβλεπόμενα ανωτέρω υπό στοιχείο στ. αδικήματα καθώς και πιστοποιητικό εκδιδόμενο από την εισαγγελία του τόπου μόνιμης κατοικίας τους ότι δεν είναι φυγόδικοι ή φυγόποινοι για τα ίδια αδικήματα.
Τα υπό στοιχεία στ. και ζ. πιστοποιητικά αναζητούνται αυτεπαγγέλτως σε ετήσια βάση από τον αρμόδιο φορέα εποπτείας για όσο χρονικό διάστημα είναι εγγεγραμμένος ο υποψήφιος ή ο ανάδοχος στα μητρώα των άρθρων 6 και 7.
2. Μετά την υποβολή αίτησης και την προσκόμιση των ανωτέρω δικαιολογητικών από τους υποψηφίους, ο αρμόδιος φορέας υποχρεούνται να διεξαγάγει κοινωνική έρευνα προκειμένου να διαπιστωθεί η καταλληλότητα των Υποψηφίων Ανάδοχων Γονέων προς εγγραφή τους στο Μητρώο του άρθρου 6 παρ. 2 του παρόντος. Η έρευνα διεξάγεται και περατώνεται εντός τριών (3) μηνών από την πλήρη υποβολή των δικαιολογητικών. Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, ο φορέας συντάσσει έκθεση καταλληλότητας, εγγράφει τους ενδιαφερόμενους στο ειδικό μητρώο που τηρεί κατά το άρθρο 6 παρ. 2 και διεξάγει το πρόγραμμα εκπαίδευσης του αρ. 14.
Μετά και την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος εκπαίδευσης, ο φορέας εγγράφει τους ενδιαφερομένους στο Εθνικό Μητρώο Εγκεκριμένων Υποψηφίων Αναδόχων του αρ. 6 παρ. 1.
3. Μέγιστος χρόνος παραμονής των στοιχείων υποψηφίου αναδόχου στο Εθνικό Μητρώο του άρ.6 ορίζονται τα (3) τρία έτη. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της τριετίας και μη τοποθέτησης σε αυτόν ανηλίκου, διαγράφεται από το Εθνικό Μητρώο του άρ.6 και για την εκ νέου επανεγγραφή του ακολουθείται η διαδικασία του παρόντος άρθρου.
Η διατύπωση της παραγράφου 3 του Άρθρου 9 του παρόντος Σ/Ν είναι λίαν προβληματική: υπονοεί πως η αναδοχή δεν γίνεται με την ευθύνη και την συνεχιζόμενη παρακολούθηση και υποστήριξη κάποιας υπηρεσία αλλά καθίσταται ένα τεχνικό ζήτημα που απλώς προϋποθέτει την προσκόμιση από τους εμπλεκόμενους κάποιων πιστοποιητικών εφάπαξ ανά τριετία (ως εάν τα λοιπά να μπορούν να «τρέξουν» αυτόματα…). Από αυτή την θεμελιώδη αστοχία του κειμένου του παρόντος Σ/Ν απορρέουν πλείστες άλλες αδυναμίες του καθώς η ανάδοχη τοποθέτηση αντιμετωπίζεται ως εάν να μη απαιτεί διαρκή διαθεσιμότητα φροντίδας από κάποια σχετική υπηρεσία, ως εάν το «ταίριασμα» παιδιών και αναδόχων να μπορεί να γίνει περίπου αυτόματα, ως εάν ανάδοχοι να μην χρειάζονται στήριξη (πέραν της επιδοματικής) κατά την άσκηση του ρόλου τους, ως εάν άνθρωποι εντός μιας τριετίας να μην αλλάζουν θετικά ή αρνητικά ως προς την ικανότητά τους να επιτελούν τον ρόλο τους ως ανάδοχοι. Η αντικατάσταση της υπηρεσίας που έχει στην ευθύνη της την εκπαίδευση, τοποθέτηση, εποπτεία, παρακολούθηση, υποστήριξη των αναδόχων από μια απλή διοικητική εγγραφή σε ένα ηλεκτρονικό σύστημα εφάπαξ ανά τριετία εγκυμονεί εκτός των άλλων σοβαρούς κινδύνους για τα παιδιά που θα τίθενται με τέτοιους όρους σε ανάδοχες τοποθετήσεις.
Νικολαΐδης Γιώργος, Ψυχίατρος, Δ/ντης της Δ/νσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας, Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού
Η διατύπωση του εδαφίου δ της παραγράφου 1 του Άρθρου 9 του παρόντος Σ/Ν, που έρχεται σε συνέχεια της διατύπωσης του εδαφίου β της παραγράφου 2 του Άρθρου 8 του παρόντος Σ/Ν κάνει μια εφάπαξ πιστοποίηση να είναι επαρκή για μια εξακολουθητική πράξη διάρκειας 3 ετών. Αυτό είναι εν γένει προβληματικό ούτως ή άλλως αλλά αφορά πολύ περισσότερο την ίδια την γονεϊκή καταλληλότητα (απλώς ισχύει ωσαύτως και για τα πιστοποιητικά σωματικής υγείας κλπ).
Νικολαΐδης Γιώργος, Ψυχίατρος, Δ/ντης της Δ/νσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας, Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού
Το ψυχικό νόσημα διαπιστώνεται από ψυχίατρο, αλλά μέχρι στιγμής τα πιστοποιητικά βγαίνουν πολύ εύκολα και χωρίς πραγματική εξέταση.
Πιστοποιητικά ψυχικής υγείας και περί μη χρονίων μεταδοτικών νοσημάτων πρέπει να ζητούνται κάθε δύο χρόνια και από όλους τους επαγγελμαίες που συνεργάζονται ή ασχολούνται με παιδιά.
Άρθρο 09 – Απαιτούμενα δικαιολογητικά και διαδικασία εγγραφής στα Ειδικά και στο Εθνικό Μητρώο Υποψηφίων Αναδόχων Γονέων: Κατάργηση του σημείου δ, της παραγράφου 1: «Πιστοποιητικό δημόσιου νοσηλευτικού ιδρύματος, από το οποίο να προκύπτει ότι δεν πάσχουν ο αιτών και τα συνοικούντα με αυτόν πρόσωπα, από χρόνια μεταδοτικά νοσήματα», καθώς όπως αναφέρθηκε προηγουμένως με αυτόν τον τρόπο έχουμε διάκριση σε βάρος των οροθετικών προσώπων.
Εκ μέρους του Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών (ΣΥΔ),
Μαρίνα Γαλανού.
Να προστεθεί στο άρθρο 9 παρ.1 στα απαιτούμενα δικαιολογητικά: «Πιστοποιητικό δημόσιου Νοσηλευτικού Ιδρύματος από το οποίο να προκύπτει ότι ο αιτών και τα συνοικούντα με αυτόν πρόσωπα δεν πάσχουν από ψυχικό νόσημα».
Στις περιπτώσεις που κρίνεται από την υπηρεσία αναγκαία η ψυχολογική εκτίμηση του υποψήφιου ανάδοχου γονέα αυτή θα πραγματοποιείται από την ψυχολόγο της υπηρεσίας ή από ψυχολόγο που υπηρετεί σε άλλη δημόσια υπηρεσία της Περιφέρειας (ΚΨΥ, Δήμους,κ.α).
παρ. 1δ: Είναι σημαντικό να οριστούν κάποια συγκεκριμένα νοσηλευτικά ιδρύματα τα οποία θα λάβουν πρότερη ενημέρωση για το σκοπό της έκδοσης των εν λόγω πιστοποιητικών, προκειμένου να αποφεύγονται καθυστερήσεις που κωλύουν τη διαδικασία συλλογής των απαιτούμενων δικαιολογητικών και κατά συνέπεια τη διαδικασία αναδοχής. Επίσης, θα μπορούσε να υπάρξει σχετική πρόβλεψη και για χορήγηση πιστοποιητικών από ιδιώτες γιατρούς προκειμένου να αποφεύγονται καθυστερήσεις.
ΆΡΘΡΟ 13 παρ.1β
Αναδοχές ανηλίκων εποπτεύονται και από τις Περιφέρειες κατά τις οποίες ανήλικοι(που προτείνονται από Δήμους, Νοσοκομεία κ.α) τοποθετούνται σε ανάδοχες οικογένειες από το Μητρώο Υποψηφίων Αναδόχων Γονέων που τηρείται στις Δ/νεις Κοινωνικής Μέριμνας,είτε με δικαστική απόφαση είτε με σύναψη σύμβασης.Οι περιπτώσεις αυτές των ανηλίκων που δεν υπάγονται στο εν λόγω άρθρο θα παρέπει να προστεθουν σε αυτό.
Άρθρο 9 παρ.1
α.Είναι άκρως απαραίτητη η υποβολή πιστοποιητικού ψυχιάτρου από Δημόσιο Νοσηλευτικό Ίδρυμα σχετικά με την ψυχική υγεία των αιτούντων
β.Πως πιστοποιείται η «καλή σωματική υγεία»που αναφέρεται στο άρθρο
08 2β΄;Θα ήταν υποστηρικτικό για τους επαγγελματίες να ορίζεται με διαύγεια με ιατρική γνωμάτευση η ικανότητα ανταπόκρισης στα γονεικά καθήκοντα των υαγ αλλά και των υθγ ανάλογα με τη νόσο και την εξέλιξη της νόσου
Επικαιροποίηση των δικαιολογητικών δε προβλέπεται; Περιπτώσεις που αναδοχή έγινε με ορισμένα από αυτά τα δικαιολογητικά, θα ζητηθούν συμπληρωματικά αυτά που υπολείπονται μετά την ισχύ του νόμου;
Παράγραφος 2. Προτείνεται ο αρμόδιος φορέας να εκδίδει βεβαίωση καταλληλότητας που θα προκύπτει από την Κοινωνική Έρευνα του Κοινωνικού Λειτουργού και την Αξιολόγηση του Ψυχολόγου. Δηλ. να είναι αποτέλεσμα διεπιστημονικής συνεργασίας. Προτείνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την περιγραφή της προσωπικότητας και την εκτίμηση της γονεϊκής ικανότητας.
Παράγραφος 1. Ενώ στις προϋποθέσεις (άρθρο 8, 2β) αναφέρεται οι ανάδοχοι γονείς και οι συνοικούντες με αυτούς να έχουν καλή ψυχική και διανοητική υγεία δεν προβλέπεται αντίστοιχο Πιστοποιητικό δημόσιου νοσηλευτικού ιδρύματος ως απαιτούμενο δικαιολογητικό.
Συμφωνώ με την κ. Καδόγλου αφού οι Υπηρεσίες μας δεν είναι ενισχυμένες με ειδικότητες σαν τις παραπάνω . Το σωστό θα ήταν οι Υπηρεσίες μας να απαρτίζονται από Διεπιστημονική ομάδα που θα έχει και την ευθύνη της καταλληλότητας και όχι μόνο από κοιν. λειτουργό . Το Δημόσιο Νοσηλευτικό Ίδρυμα μόνο καθυστέρηση θα φέρει στην διαδικασία . Το πιστ/κό υγείας που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα ανα προστεθεί και ψυχολόγος είναι επαρκές
ΆΡΘΡΟ 9 & δ : Προτείνεται να δημιουργηθεί ένα έντυπο Υγείας Υποψηφίου Αναδόχου Γονέα όπου θα καταγράφεται λεπτομερώς και θα πιστοποιείται η κατάσταση σωματικής και ψυχικής Υγείας των Υποψηφίων Αναδόχων Γονέων και των μελών που συνοικούν μαζί τους.Το ανωτέρω έντυπο είναι σημαντικό να έχει προσδιορισμένη χρονική ισχύ από την ημερομηνία έκδοσης του.
Άρθρο 9. Νοσήματα χρόνια ( π.χ.σκλήρυνση κατά πλάκας,μυασθένεια,καρκίνος κ.α) που προοδευτικά καθιστούν τον ασθενή με μειωμένη ικανότητα αυτοεξυπηρέτησης αφήνουμε τον Κοινωνικό Λειτουργό μόνο του να απορρίψει ή να εγκρίνει υποψήφιο ανάδοχο γονέα;.Ψυχικά νοσήματα;. Το υπάρχον ως τώρα κριτήριο καταλληλότητας για τη σωματική και ψυχική υγεία θα πρέπει να αναφέρεται με σαφήνεια και να πιστοποιείται από εξειδικευμένους φορείς.
Η ψυχιατρική εξέταση και σχετική γνωμάτευση είναι άκρως απαραίτητη.
Άρθρο 09, 1:
Προτείνεται να ζητείται πιστοποιητικό ψυχιάτρου, όπως γίνεται με την υιοθεσία.
Επιπλέον, προτείνεται να δίδεται πιστοποιητικό από ψυχολόγο περί υγιούς προσωπικότητας που μπορεί να ασκήσει το γονεϊκό ρόλο.
Αυτές οι βεβαιώσεις είναι απαραίτητες, διότι οι δύο παραπάνω ειδικότητες διαθέτουν επιπλέον επίσημα εργαλεία αξιολόγησης της προσωπικότητας του υποψήφιου ανάδοχου, τα οποία μπορούν να συμβάλλουν στην εκτίμησή της γονεϊκής του ικανότητας. Πλέον, η εκτίμηση της γονεϊκής ικανότητας χρειάζεται να αντιμετωπίζεται ως ένα θέμα που απαιτεί διεπιστημονικότητα, καθώς ξεπερνά τα όρια μιας μόνο ειδικότητας, πχ του κοινωνικού λειτουργού ή του ψυχιάτρου, καθώς οι παράμετροι που χρειάζεται να συνυπολογιστούν ανήκουν σε διαφορετικές επιστήμες.