1. Αν, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημέρα του ελέγχου, ο εργοδότης προβεί στην πρόσληψη του εργαζομένου ή των εργαζομένων που διαπιστώθηκαν ως αδήλωτοι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης, το πρόστιμο της παρ. 1 του άρθρου 5 μειώνεται ως εξής:
α) στο ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ, σε περίπτωση πρόσληψης με σύμβαση εργασίας διάρκειας τουλάχιστον τριών (3) μηνών,
β) στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, σε περίπτωση πρόσληψης με σύμβαση εργασίας διάρκειας τουλάχιστον έξι (6) μηνών, και
γ) στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, σε περίπτωση πρόσληψης με σύμβαση εργασίας διάρκειας τουλάχιστον ενός (1) έτους.
2. Στις περιπτώσεις εποχικών εργασιών, όπως αυτές ορίζονται στο εδ. γ΄ της περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 1545/1985 (Α΄ 91), εφόσον ο χρόνος λειτουργίας της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης δεν επαρκεί για τη συμπλήρωση του ελάχιστα απαιτούμενου χρόνου απασχόλησης των περ. α΄ και β΄ της παρ. 1, ο εργοδότης μπορεί να προβεί σε κατάτμηση της σύμβασης ορισμένου χρόνου κατά την περίοδο λειτουργίας στην οποία διενεργήθηκε ο έλεγχος και κατά την επόμενη περίοδο λειτουργίας. Διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί υποχρέωσης επαναπρόσληψης εργαζομένων εποχικών επιχειρήσεων εξακολουθούν να ισχύουν.
3. Το δικαίωμα έκπτωσης της παρ. 1 διατηρείται αν ο εργαζόμενος με υπεύθυνη δήλωσή του, που φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής, δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την πρόσληψη και ο εργοδότης, εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την ημέρα του ελέγχου, προβεί στην πρόσληψη άλλου εργαζομένου με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης.
4. Ο εργοδότης δεν επιτρέπεται να προβεί σε μείωση του προσωπικού από την ημερομηνία και ώρα του ελέγχου και καθ’ όλη τη διάρκεια των περιόδων της παρ. 1, κατά περίπτωση.
5. Ως μείωση του προσωπικού, κατά την έννοια της παρ. 4, θεωρείται: α) η μείωση του αριθμού των εργαζομένων της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης σε αριθμό μικρότερο από τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούνταν κατά την ημερομηνία και ώρα του ελέγχου, προσαυξημένο κατά τον αριθμό των εργαζομένων που προσέλαβε ο εργοδότης προκειμένου να τύχει της έκπτωσης, β) η αλλαγή του καθεστώτος απασχόλησης των εργαζομένων από πλήρη σε μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση, γ) η θέση εργαζομένων σε διαθεσιμότητα, δ) η εθελούσια έξοδος που γίνεται με πρωτοβουλία του εργοδότη, μέσω προγραμμάτων παροχής κινήτρων εθελούσιας εξόδου, και ε) η οικειοθελής αποχώρηση εργαζομένου.
Αν μειωθεί το προσωπικό σύμφωνα με τις περ. α΄, δ΄ και ε΄, ο εργοδότης υποχρεούται, εντός δέκα πέντε (15) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία που επήλθε η μείωση, να προβεί σε νέα πρόσληψη με τους ίδιους όρους εργασίας, ώστε να διατηρηθεί σταθερός ο αριθμός των εργαζομένων της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης.
6. Στην έννοια της μείωσης του προσωπικού της παρ. 4 δεν περιλαμβάνονται: α) η συνταξιοδότηση εργαζομένου, β) η λήξη σύμβασης ορισμένου χρόνου που είχε συναφθεί πριν από την ημερομηνία του ελέγχου, λόγω παρόδου της συμφωνηθείσας διάρκειας, γ) η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ύστερα από την υποβολή μήνυσης του εργοδότη κατά εργαζομένου για αξιόποινη πράξη που τέλεσε κατά την άσκηση της εργασίας του, δ) η φυλάκιση και ο θάνατος εργαζομένου, και ε) η αδυναμία ανανέωσης της άδειας διαμονής και πρόσβασης στην αγορά εργασίας αλλοδαπού εργαζομένου.
7. Το δικαίωμα έκπτωσης του παρόντος άρθρου παρέχεται εφόσον ο εργοδότης αποδεχθεί το πρόστιμο και παραιτηθεί από την άσκηση των προβλεπόμενων ένδικων βοηθημάτων. Δικαίωμα έκπτωσης δεν παρέχεται όταν ο εργοδότης είναι υπότροπος, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 5.
8. Σε περίπτωση μείωσης του προσωπικού, κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος, επιβάλλεται σε βάρος του εργοδότη, για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο, κατά δέσμια αρμοδιότητα, χωρίς προηγούμενη πρόσκλησή του για παροχή εξηγήσεων, το υπολειπόμενο του αρχικού προστίμου ποσό.