Το άρθρο 97 του ν. 4387/2016 αντικαθίσταται ως ακολούθως :
«Άρθρο 97
Εισφορές επικουρικής ασφάλισης
1. Από 1.6.2016 και μέχρι τις 31.5.2019, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς για την επικουρική ασφάλιση στο Ε.Τ.Ε.Α. όλων των μισθωτών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993, υπολογίζεται σε ποσοστό 3,5% για τον ασφαλισμένο και σε ποσοστό 3,5% για τον εργοδότη επί των ασφαλιστέων αποδοχών του εργαζομένου, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 38. Από 1.6.2019 και μέχρι την 31.5.2022, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς στο Ε.Τ.Ε.Α. όλων των μισθωτών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993, υπολογίζεται σε ποσοστό 3,25% για τον ασφαλισμένο και σε ποσοστό 3,25% για τον εργοδότη επί των ασφαλιστέων αποδοχών του εργαζομένου, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 38. Μετά το πέρας της εξαετίας, το ποσοστό της μηνιαίας εισφοράς επανέρχεται στο ύψος που ίσχυε κατά τις 31.12.2015.
2. Η εισφορά της περίπτωσης β` του άρθρου 59 του Ν. 3371/2005 (Α` 178) και η πρόσθετη ειδική εισφορά του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 4225/2014 (Α`2), εξακολουθούν να καταβάλλονται. Άλλες ειδικές εισφορές άπαξ καταβαλλόμενες από τους ασφαλισμένους εντασσόμενων στο Ε.Τ.Ε.Α. ταμείων, τομέων κλάδων και λογαριασμών, καθώς και άλλα επιπλέον έσοδα που προκύπτουν πέραν από τις ασφαλιστικές εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών παύουν να καταβάλλονται από 1.1.2018.
3. Από 1.1.2020 για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, οι αυτοτελώς απασχολούμενοι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι έμμισθοι δικηγόροι, του οικείου τομέα του κλάδου επικουρικής ασφάλισης του πρώην Ε.Τ.Α.Α. κατατάσσονται σε τρείς (3) ασφαλιστικές κατηγορίες, των οποίων το ποσόν της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς αντιστοιχεί σε:
Ασφαλιστικές κατηγορίες | ποσά εισφορών επικουρικής σύνταξης σε ευρώ (από 1/1/2020 έως 31/5/2022) | ποσά εισφορών επικουρικής σύνταξης σε ευρώ (από 1/6/2022) |
1η κατηγορία | 42 | 39 |
2η κατηγορία | 51 | 47 |
3η κατηγορία | 61 | 56 |
4. Οι ασφαλισμένοι κατατάσσονται με ελεύθερη επιλογή τους σε μία από τις τρεις (3) ασφαλιστικές κατηγορίες. Η κατάταξη σε μία από τις τρεις είναι υποχρεωτική. Αν ο ασφαλισμένος δεν επιλέξει ασφαλιστική κατηγορία κατατάσσεται υποχρεωτικά στη πρώτη.
Ο ασφαλισμένος μπορεί με αίτησή του να επιλέξει ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία από αυτή που υπάγεται ή, εφόσον βρίσκεται σε ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία να επιλέξει κατώτερη. H αίτηση επιλογής δύναται να υποβάλλεται και ηλεκτρονικά.
Αίτηση για μεταβολή ασφαλιστικής κατηγορίας δύναται να υποβάλλεται οποτεδήποτε, σε κάθε περίπτωση όμως η μετάταξη από κατηγορία σε κατηγορία θα γίνεται από την 1η του επόμενου έτους από την υποβολή της αίτησης και θα ισχύει υποχρεωτικά για όλο το επόμενο έτος από την υποβολή της αίτησης.
Σε πρώτη εφαρμογή του παρόντος οι ασφαλισμένοι επιλέγουν εντός δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου την ασφαλιστική κατηγορία στην οποία επιθυμούν να υπαχθούν άλλως κατατάσσονται στη πρώτη ασφαλιστική κατηγορία
Ειδικά για τους έμμισθους δικηγόρους τα ανωτέρω ποσά της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς επιμερίζονται κατά 50% για τον εντολέα και κατά 50% για τον ασφαλισμένο.
5. Aπό 1-1-2023 έως 31-12-2024 τα ως άνω ποσά των ασφαλιστικών κατηγοριών προσαυξάνονται κατ’ έτος με διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, κατά το ποσοστό μεταβολής του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου έτους. Σε περίπτωση αρνητικής τιμής του ως άνω ποσοστού το ποσόν της εισφοράς παραμένει στα επίπεδα του προηγουμένου έτους. Από 1-1-2025 και εφεξής τα ως άνω ποσά των ασφαλιστικών κατηγοριών προσαυξάνονται κατ΄ έτος κατά το δείκτη μεταβολής μισθών σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη παρ. 4 του άρθρου 8.
6. Τα πρόσωπα της παρ. 3 του άρθρου 76, που ασφαλίζονται από 01-01-2021 προαιρετικά, καταβάλλουν τις εισφορές της παρ. 1 σε περίπτωση μισθωτής απασχόλησης ή της παρ. 3 εφόσον είναι υγειονομικοί αυτοαπασχολούμενοι ή ασκούν επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ.
7. Εισφορές που καταβλήθηκαν νόμιμα δεν επιστρέφονται.».
Να επανέλθει το ποσοστό της μηνιαίας εισφοράς επικουρικής ασφάλισης στο ύψος που ίσχυε κατά τις 31.12.2015 αναδρομικά από 01.01.2020 και όχι μετά το πέρας της εξαετίας όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1.
Καταργείται η έκπτωση επί των εισφορών των νέων ασφαλισμένων της πρώτης πενταετίας. Προτείνεται η διατήρηση των εκπτώσεων που ήδη προβλέπονται στο άρθρο 39 για κύρια σύνταξη και υγεία και στις εισφορές επικουρικής ασφάλισης.
Παράγραφος 4 – «Οι ασφαλισμένοι κατατάσσονται με ελεύθερη επιλογή τους σε μία από τις τρεις (3) ασφαλιστικές κατηγορίες. Η κατάταξη σε μία από τις τρεις είναι υποχρεωτική.»
Υπάρχει εθνική και ανταποδοτική σύνταξη.
Θα υπάρχει πλέον επιλογή εισφορών με επιλογή ασφαλιστικής κλάσης/βαθμίδας και ο ασφαλισμένος επιλέγει το ποσό που επιθυμεί, για να μετρήσει στην ανταποδοτική σύνταξη. Ωραία.
Το σύστημα πλέον θα έχει 3(!) υποσυντάξεις, 2(!) με επιλογή βαθμίδας.
Πώς καποιος μπορεί να γνωρίζει πως η επικούρηση συγκρίνεται με την ανταπόδοση?
Κοιτάξτε Ευρώπη, απλά συστήματα, μία εισφορά ασφαλισμένου στο κράτος, μία εθνική σύνταξη ανάλογη με την εισφορά. Και ο εργοδότης συνεισφέρει με εργαζόμενο σε ιδιωτική.
Αναφορικά με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου αυτού, θα πρέπει να διευκρινιστεί ρητά ότι η εισφορά επικουρικής ασφάλισης για εμμίσθους δικηγόρους, μισθωτούς μηχανικούς και υγειονομικούς θα καταβάλλεται σε 12μηνη βάση (όπως άλλωστε ισχύει για τους ελ. επαγγελματίες/αυτοαπασχολούμενους), δηλαδή επί των μηνιαίων αποδοχών τους και ότι τα δώρα εορτών και αδείας που τυχόν λαμβάνει αυτή η κατηγορία ασφαλισμένων δεν θα βαρύνονται με τη σχετική εισφορά. Το ίδιο ισχύει και την εισφορά εφάπαξ του άρθρου 31 του νομοσχεδίου (που τροποποιεί το άρθρο 35 του ν.4387/2016).
Επιπλέον, αναφορικά με τις εισφορές εφάπαξ και επικουρικής της ως άνω κατηγορίας ασφαλισμένων, θα πρέπει να υπάρξει πρόνοια εφαρμογής των άρθρων 4 και 5 του ν.4578/2018 (ΦΕΚ 200/Α/3-12-2018) που περιείχαν παρόμοια ρύθμιση (καταβολή εισφορών επί του εκάστοτε κατώτατου μισθού ανεξαρτήτως αποδοχών), αναδρομικά πλέον και όπως παραπάνω σχετικά με τα δώρα εορτών κ.λπ., καθώς οι ρυθμίσεις αυτές εντελώς αδικαιολογήτως δεν έχουν εφαρμοστεί εδώ και ένα έτος με συνέπεια να έχουν καταβληθεί από τους ασφαλισμένους και τους εργοδότες τους αχρεωστήτως υψηλά ποσά εισφορών εφάπαξ και επικουρικής (δεδομένου ότι οι ΑΠΔ δεν έχουν διορθωθεί καταλλήλως).
Σχετικά με τις εισφορές επικουρικής ασφάλισης, και επειδή δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, μελετήσατε την δυνατότητα εξαγοράς των όποιων καταβληθεισών εισφορών για όποιους δεν έχουν τις προυποθέσεις για επικουρική σύνταξη, ή την δυνατότητα συμπλήρωσης των εισφορών που απαιτούνται προκειμένου να θεμελιώσουν επικουρική σύνταξη. Και αυτό είτε πρίν είτε μετά την κύρια συνταξιοδότησή τους.
Ευχαριστώ
Διατηρείται η εξής αδικία, ο εργαζόμενος με δελτίο παροχής υπηρεσιών υπάγεται στις εισφορές μισθωτών σύμφωνα με το άρθρο 39§9, το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της επικουρικής εισφοράς. Όμως στην περίπτωση του δικηγόρου εργαζόμενου με μπλοκάκι που στην ουσία υποκρύπτει σχέση έμμισθης εντολής ο εργαζόμενος δικηγόρος επιβαρύνεται με 3,5% επί της αμοιβής του, ενώ ο έμμισθος μπορεί να επιλέξει μία από τις τρεις κατηγορίες και σύμφωνα με την §4 «τα ανωτέρω ποσά της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς επιμερίζονται κατά 50% για τον εντολέα και κατά 50% για τον ασφαλισμένο.»
Με αυτό τον τρόπο ο δικηγόρος εργαζόμενος με δελτίο παροχής υπηρεσιών αντιμετωπίζεται αυστηρότερα από το έμμισθο δικηγόρο [με τον οποίο στην πραγματικότητα βρίσκεται στο ίδιο καθεστώς]. Ενδεικτικά έμμισθος δικηγόρος με μηνιαίες αποδοχές 1.500 ευρώ μπορεί να επιλέξει εισφορά 42 ευρώ άρα 21 ευρώ αυτός και 21 ο εργοδότης. Δικηγόρος με δελτίο παροχής υπηρεσιών για αμοιβή 1.500 ευρώ θα πληρώσει εισφορές 52,5 ευρώ ο ίδιος και 52,5 ευρώ ο εργοδότης, ήτοι 150% περισσότερα.
Επομένως, ορθότερο είναι να υπάρξει η ίδια πρόβλεψη για τους δικηγόρους υπαγόμενους στο άρθρο 39§9, ώστε και αυτοί να μπορούν να επιλέξουν χαμηλότερες εισφορές και ο εργοδότης τους όσο και οι ίδιοι θα καταβάλλουν λιγότερες εισφορές και όμοιες με το καθεστώς που υποκρύπτουν, ήτοι την έμμισθη εντολή.