Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 38 του ν. 4387/2016 τροποποιούνται, η παράγραφος 4 καταργείται και οι παράγραφοι 5, 6, 7, 8, 9, 10 αναριθμούνται σε 4, 5, 6, 7, 8, 9 αντίστοιχα. Το άρθρο 38 του ν. 4387/2016 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 38
Εισφορές Μισθωτών και Εργοδοτών
1. Το συνολικό ποσοστό εισφοράς κύριας σύνταξης ασφαλισμένου μισθωτού και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων με εξαίρεση τις κοινωνικού χαρακτήρα έκτακτες παροχές λόγω γάμου, γεννήσεως τέκνων, θανάτου και βαριάς αναπηρίας και κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33% σε βάρος των εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένου από 1.1.2017 και του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος.
Το ανωτέρω ποσοστό εργοδοτικής εισφοράς καταβάλλεται μειωμένο για τις περιπτώσεις εργοδοτών που εντάσσονται στο πρόγραμμα επιδότησης μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα ηλικίας έως εικοσιπέντε (25) ετών που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 86 του ν.4583/2018 (Α΄ 212) και την αριθ. Δ.15/Δ΄/3220/72/26-2-2019 Κοινή Υπουργική Απόφαση (Β΄ 681).
2. Το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς των μισθωτών και των εργοδοτών, ορίζεται στο ποσό των 6.500 ευρώ αναπροσαρμοζόμενο από 1-1-2023 έως 31-12-2024 κατ’ έτος με διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, κατά το ποσοστό μεταβολής του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου έτους.. Σε περίπτωση αρνητικής τιμής του ως άνω ποσοστού το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών παραμένει στα επίπεδα του προηγουμένου έτους. Από 1-1-2025 και εφεξής το ανώτατο όριο των ασφαλιστέων αποδοχών προσαυξάνεται κατ΄ έτος κατά το δείκτη μεταβολής μισθών σύμφωνα με τα απροβλεπόμενα στη παρ. 4 του άρθρου 8.
3. Καταβάλλεται ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης ποσοστού 20% επιμεριζόμενη κατά ποσοστό 6,67% για τον εργαζόμενο και 13,33% για τον εργοδότη για τις ακόλουθες, ιδίως, κατηγορίες ασφαλισμένων, διατηρούμενου σε ισχύ του τεκμηρίου υπέρ της μισθωτής εργασίας της ρύθμισης του άρθρου 2 παρ. 1 του α.ν. 1846/1951.
α. Για τους ασφαλισμένους που υπάγονταν στην ασφάλιση του Τομέα Ασφάλισης Ναυτικών Πρακτόρων και Υπαλλήλων του ΟΑΕΕ ως έμμισθοι ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση.
β. Για τους ασφαλισμένους που έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση του ΕΤΑΑ και παρέχουν εξαρτημένη εργασία, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση.
γ. Ο διευθυντής, γενικός διευθυντής, εντεταλμένοι, διευθύνοντες ή συμπράττοντες σύμβουλοι διοικητές εταιριών ή συνεταιρισμών εφόσον συνδέονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας για τις εισπραττόμενες αμοιβές, των ανωτέρω ποσοστών υπολογιζομένων επί του συνολικού ποσού των αμοιβών.
δ. Τα πρόσωπα που διορίζονται ως μέλη Διοικητικού Συμβουλίου Α.Ε. και λαμβάνουν αμοιβή, των ανωτέρω ποσοστών υπολογιζομένων επί της αμοιβής κατ’ αποκοπή, καθώς και οι διαχειριστές όλων των νομικών μορφών των Εταιρειών πλην ΙΚΕ.
Ειδικά για τα ανωτέρω μέλη Διοικητικού Συμβουλίου Α.Ε., σε περίπτωση που η καταβληθείσα σύμφωνα με τα ανωτέρω ασφαλιστική εισφορά αντιστοιχεί ή υπερβαίνει το ποσό εισφοράς της 2ης ασφαλιστικής κατηγορίας του άρθρου 39 παρ. 1 του παρόντος, θεωρείται ότι ο ασφαλισμένος έχει συμπληρώσει 25 ημέρες ασφάλισης κατά μήνα.
Εάν η καταβληθείσα σύμφωνα με τα ανωτέρω ασφαλιστική εισφορά υπολείπεται του ως άνω ποσού εισφοράς, ως χρόνος ασφάλισης κατά μήνα λαμβάνεται το πηλίκο της καταβληθείσας ασφαλιστικής εισφοράς δια του ποσού εισφοράς της 2ης ασφαλιστικής κατηγορίας του άρθρου 39 παρ. 1 του παρόντος, πολλαπλασιαζόμενο επί 25.
ε. Τα μέλη Δ.Σ. αγροτικών συνεταιρισμών εφόσον λαμβάνουν αμοιβή, των ανωτέρω ποσοστών υπολογιζομένων επί της αμοιβής.
Σε περίπτωση που η καταβληθείσα σύμφωνα με τα ανωτέρω ασφαλιστική εισφορά αντιστοιχεί ή υπερβαίνει το ποσό εισφοράς της 2ης ασφαλιστικής κατηγορίας του άρθρου 39 παρ. 1 του παρόντος, θεωρείται ότι ο ασφαλισμένος έχει συμπληρώσει 25 ημέρες ασφάλισης κατά μήνα.
Εάν η καταβληθείσα σύμφωνα με τα ανωτέρω ασφαλιστική εισφορά υπολείπεται του ως άνω ποσού εισφοράς, ως χρόνος ασφάλισης κατά μήνα λαμβάνεται το πηλίκο της καταβληθείσας ασφαλιστικής εισφοράς δια του ποσού εισφοράς της 2ης ασφαλιστικής κατηγορίας του άρθρου 39 παρ. 1 του παρόντος, πολλαπλασιαζόμενο επί 25.
στ. Για τους δικηγόρους με έμμισθη εντολή, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών.
ζ. Οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου υπάγονταν στην ασφάλιση του ΟΓΑ ως μισθωτοί – ανειδίκευτοι εργάτες, μετακλητοί πολίτες τρίτων χωρών.
Ο σχετικός χρόνος ασφάλισης θεωρείται χρόνος ασφάλισης στο πρώην ΙΚΑ – ΕΤΑΜ.
η. Οι ασφαλισμένοι μισθωτοί, οι οποίοι, σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις εκάστου Τομέα, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, υπάγονταν στην ασφάλιση του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ, καταργούμενης κάθε άλλης διάταξης που ρυθμίζει διαφορετικά το θέμα.
Υπόχρεος για την καταβολή της εργοδοτικής εισφοράς είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, για λογαριασμό του οποίου οι ασφαλισμένοι του παρόντος άρθρου παρέχουν τις υπηρεσίες τους περιοδικά έναντι παροχής. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται και στις κατηγορίες αυτές οι πάσης φύσεως διατάξεις περί εισφορών του πρώην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
4. Παραμένουν στο ύψος που προβλεπόταν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων, που εμπίπτουν στις κατηγορίες που εξαιρέθηκαν από την αύξηση των ορίων ηλικίας της υποπαραγράφου Ε3 της παρ. Ε του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. Φ11321/οικ.47523/1570 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Β` 2311), καθώς και των εργαζομένων που υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 20 και 21 του Ν. 3863/2010 (Α` 115), όπως ισχύει, καθώς και όσοι για την απασχόλησή τους δεν υπάγονταν στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, αλλά υπάγονταν είτε αποκλειστικά και μόνο για τον κίνδυνο του ατυχήματος είτε εκτός αυτού και στον κλάδο παροχών ασθενείας σε είδος. Στο ίδιο ύψος παραμένουν και οι αντίστοιχες εργοδοτικές εισφορές.
5. Τα ποσοστά εισφορών των ασφαλισμένων που υπάγονται ή θα υπάγονταν βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, στο ΝΑΤ, υπολογίζονται μηνιαίως επί του βασικού μισθού που δεν μπορεί να είναι κατώτερος από τον προβλεπόμενο στην ισχύουσα ή την τελευταία ισχύσασα ΣΣΕ του κλάδου, πλέον των επιδομάτων που προβλέπονται στα άρθρα 84 και 85 του Π.δ. 913/1978. Οι εισφορές καταβάλλονται ανά τρίμηνο.
6. Οι εισφορές δηλώνονται από τον εργοδότη στην Αναλυτική Περιοδική Δήλωση, σύμφωνα με την νομοθεσία του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, ως ισχύει.
7. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Φ.Κ.Α. και καθορίζονται οι απαιτούμενες διαδικασίες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου σχετικά με τις εισφορές των κατά την παράγραφο 4 εξαιρούμενων κατηγοριών ασφαλισμένων, την ενσωμάτωση αυτών στα πληροφοριακά συστήματα και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
8. Από την 15.9.2016 η εισφορά που προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. δ`, στο άρθρο 4 παρ. γ` του ν.δ. 465/1941 (Α` 301), στο άρθρο 36 παρ. 2 του Ν.δ. 158/1946 (Α`318), στο άρθρο 3 παρ. Γ` του Ν. 1872/1951 (Α`202), στο άρθρο 4 παρ. 3 περίπτωση β` του Ν. 4041/1960 (Α` 36), στο άρθρο 4 του Ν.δ. 4547/1966 (Α` 192), στα άρθρα 11, 14 και 15 του α.ν. 248/1967 (Α` 243), στα άρθρα 2, 3 και 8 του Ν. 1344/1973 (Α` 36), στο άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 1866/1989 (Α` 222), στους νόμους 248/1967, 1989/1991, καθώς και στην Φ. 146/1/10978/1969 καταργείται.
9. Από 1.7.2016 οι αποδοχές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και οι ασφαλιστικές εισφορές και ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών κατατίθενται από τους εργοδότες μέσω τραπεζικού λογαριασμού και μεταφέρονται αντιστοίχως και αποδίδονται από την οικεία τράπεζα στους λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών, των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και του Δημοσίου.
Από 1.7.2019 οι αποζημιώσεις απόλυσης των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και ο αντίστοιχος φόρος της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του ν. 4172/2013 (Α` 167) κατατίθενται από τους εργοδότες μέσω λογαριασμού πληρωμών και μεταφέρονται αντιστοίχως και αποδίδονται από τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών στους λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών και του Δημοσίου.
Για το σκοπό αυτόν κάθε υπόχρεος εργοδότης υπογράφει σχετική σύμβαση με τράπεζα που επιλέγει. Κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.».