Το άρθρο 36 του ν. 4387/2016 αντικαθίσταται και προστίθεται άρθρο 36 Α ως εξής:
«Άρθρο 36
Καταβολή εισφορών επί παράλληλης απασχόλησης
Οι ασφαλισμένοι του Ε.Φ.Κ.Α. οι οποίοι ασκούν παράλληλα δύο ή περισσότερες επαγγελματικές δραστηριότητες, μισθωτού ή αυτοτελώς απασχολούμενου ή ελεύθερου επαγγελματία ή ασφαλισμένου στον πρώην Ο.Γ.Α., καταβάλλουν για κάθε ασκούμενη επαγγελματική δραστηριότητα τις ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
1. α) Σε περιπτώσεις μισθωτών που πραγματοποιούν παράλληλα περισσότερες της μίας μισθωτές απασχολήσεις σε διαφορετικούς εργοδότες, καταβάλλονται για κάθε μισθωτή απασχόληση οι εισφορές για κύρια σύνταξη που προβλέπονται στο άρθρο 38 και έως του ανωτάτου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών της παραγράφου 2 του άρθρου 38 όπως ισχύει. Ως προς την εργοδοτική εισφορά το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών εφαρμόζεται χωριστά για κάθε εργοδότη. Στις περιπτώσεις αυτές, όσοι υποχρεούνται σε καταβολή εισφοράς επικουρικής ασφάλισης ή εφάπαξ παροχής καταβάλλονται αντίστοιχα για κάθε μισθωτή απασχόληση οι εισφορές που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 97 ή οι εισφορές μισθωτών του άρθρου 35, σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις και κατά τα ποσοστά που προβλέπονται στα άρθρα αυτά.
β) Σε περιπτώσεις αυτοτελώς απασχολουμένων που παράλληλα ασκούν και ελεύθερο επάγγελμα ή επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ, καταβάλλεται με ελεύθερη επιλογή του ασφαλισμένου μία ασφαλιστική εισφορά κύριας σύνταξης από τις προβλεπόμενες έξι ασφαλιστικές κατηγορίες της παραγράφου 1 του άρθρου 39, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 39.
Σε περιπτώσεις αυτοτελώς απασχολουμένων που παράλληλα ασκούν και ελεύθερο επάγγελμα ή επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ, καταβάλλεται με ελεύθερη επιλογή του ασφαλισμένου μία ασφαλιστική εισφορά υγειονομικής περίθαλψης από τις προβλεπόμενες έξι ασφαλιστικές κατηγορίες της παραγράφου 3 ή της παραγράφου 6 του άρθρου 41 αντιστοίχως, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 5 του άρθρου 41.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις και εφόσον υποχρεούται ο ασφαλισμένος σε καταβολή εισφοράς επικουρικής ασφάλισης ή εφάπαξ παροχής, καταβάλλεται αντίστοιχα με ελεύθερη επιλογή του ασφαλισμένου μία ασφαλιστική εισφορά επικουρικής ασφάλισης από τις προβλεπόμενες τρεις ασφαλιστικές κατηγορίες της παραγράφου 3 του άρθρου 97 σύμφωνα με τη παράγραφο 4 του άρθρου 97 και μία ασφαλιστική εισφορά εφάπαξ παροχής από τις προβλεπόμενες τρεις ασφαλιστικές κατηγορίες της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 35, σύμφωνα με τις περιπτώσεις γα’ και γβ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 35.
Ειδικά στις περιπτώσεις ιδιοκτητών τουριστικών καταλυμάτων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 2160/1993 (Α΄ 118) και του π.δ. 33/1979 (Α΄ 10), όπως ισχύουν, και γενικά όλων των κυρίων και μη κυρίων καταλυμάτων με το ειδικό σήμα λειτουργίας του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ) δυναμικότητας έως και πέντε (5) δωματίων σε ολόκληρη την Επικράτεια, καθώς και όλων των κύριων και μη κυρίων καταλυμάτων με το ειδικό σήμα λειτουργίας του ΕΟΤ δυναμικότητας από 6 έως και 10 δωματίων σε όλη την επικράτεια που είναι παράλληλα εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Αγροτών και Αγροτικών εκμεταλλεύσεων, οι οποίοι υπάγονται στην ασφάλιση του ΟΓΑ για άλλη δραστηριότητα, καταβάλλεται κατ’ επιλογή του ασφαλισμένου μία ασφαλιστική εισφορά από τις προβλεπόμενες έξι ασφαλιστικές κατηγορίες της παραγράφου 1 του άρθρου 40. Ο χρόνος ασφάλισης θεωρείται ότι διανύθηκε στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ.
γ) Για τους μισθωτούς που παράλληλα αυτοαπασχολούνται ή ασκούν ελεύθερο επάγγελμα ή επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ καταβάλλεται για τις εισφορές της κύριας σύνταξης υποχρεωτικά η ασφαλιστική εισφορά του άρθρου 38, ως μηναία εισφορά μισθωτού και εργοδότη και κατά τα ποσοστά που προβλέπονται στο άρθρο αυτό. Για τους μισθωτούς που παράλληλα αυτοαπασχολούνται ή ασκούν ελεύθερο επάγγελμα ή επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ καταβάλλεται για τις εισφορές της υγειονομικής περίθαλψης υποχρεωτικά η ασφαλιστική εισφορά της παραγράφου 1 του άρθρου 41, ως μηναία εισφορά μισθωτού και εργοδότη και κατά τα ποσοστά που προβλέπονται στο άρθρο αυτό.
i.Η ανωτέρω συνολική μηνιαία εισφορά μισθωτού και εργοδότη για την κύρια σύνταξη του άρθρου 38 δεν είναι δυνατόν να υπολείπεται του ποσού της εισφοράς της δεύτερης ασφαλιστικής κατηγορίας της παραγράφου 1 του άρθρου 39 για τους μισθωτούς που παράλληλα αυτοαπασχολούνται ή ασκούν ελεύθερο επάγγελμα ή της παραγράφου 1 του άρθρου 40 για τους ασφαλισμένους του πρώην Ο.Γ.Α..
Η ανωτέρω εισφορά για υγειονομική περίθαλψη δεν είναι δυνατόν να υπολείπεται του ποσού της εισφοράς της δεύτερης ασφαλιστικής κατηγορίας του της παραγράφου 2 του άρθρου 41 για τους μισθωτούς που παράλληλα αυτοαπασχολούνται ή ασκούν ελεύθερο επάγγελμα και της παραγράφου 6 του άρθρου 41 για τους ασφαλισμένους του πρώην Ο.Γ.Α..
Στην περίπτωση που η συνολική εισφορά κύριας σύνταξης του άρθρου 38, ως μηνιαία εισφορά μισθωτού και εργοδότη και κατά τα ποσοστά που προβλέπονται στο άρθρο αυτό υπολείπεται του ποσού της δεύτερης ασφαλιστικής κατηγορίας της παραγράφου 1 του άρθρου 39 για τους μισθωτούς που παράλληλα αυτοαπασχολούνται ή ασκούν ελεύθερο επάγγελμα ή της παραγράφου 1 του άρθρου 40 για τους ασφαλισμένους του πρώην Ο.Γ.Α. καταβάλλεται η διαφορά από τον ασφαλισμένο.
Στην περίπτωση που η εισφορά υγειονομικής περίθαλψης της παραγράφου 1 του άρθρου 41, ως μηναία εισφορά μισθωτού και εργοδότη και κατά τα ποσοστά που προβλέπονται στο άρθρο αυτό υπολείπεται του ποσού της δεύτερης ασφαλιστικής κατηγορίας της παραγράφου 2 του άρθρου 40 για τους μισθωτούς που παράλληλα αυτοαπασχολούνται ή ασκούν ελεύθερο επάγγελμα ή της παραγράφου 6 του άρθρου 40 για τους ασφαλισμένους του πρώην Ο.Γ.Α., καταβάλλεται η διαφορά από τον ασφαλισμένο.
Για τον υπολογισμό της ανωτέρω εισφοράς κύριας σύνταξης του άρθρου 38 και υγειονομικής περίθαλψης του άρθρου 41, υπολογίζονται οι συνολικές μηνιαίες εισφορές μισθωτού και εργοδότη, στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνονται οι εισφορές μισθωτού και εργοδότη επί των δώρων και του επιδόματος αδείας των μισθωτών.
ii. Ειδικά για τους μισθωτούς που παράλληλα ασφαλίζονται για πρώτη φορά ως αυτοτελώς απασχολούμενοι ή ελεύθεροι επαγγελματίες, η ανωτέρω συνολική μηνιαία εισφορά μισθωτού και εργοδότη για την κύρια σύνταξη του άρθρου 38 και για υγειονομική περίθαλψη του άρθρου 41 δεν είναι δυνατόν να υπολείπεται αντιστοίχως και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της προηγούμενης περίπτωσης i, του ποσού της εισφοράς της πρώτης ασφαλιστικής κατηγορίας της παραγράφου 1 του άρθρου 39 και της παραγράφου 2 του άρθρου 41 . Η ανωτέρω ρύθμιση ισχύει για πέντε (5) έτη από την έναρξη ασκήσεως του επαγγέλματος, κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως. Χρήση του ευεργετήματος αυτού είναι δυνατή μόνο μία φορά. Σε περίπτωση διακοπής της ασκήσεως του επαγγέλματος του ελεύθερου επαγγελματία ή αυτοτελώς απασχολούμενου δεν είναι δυνατή η συνέχιση ή επανέναρξη του ως άνω ευεργετήματος. Η δυνατότητα καταβολής της ανωτέρω μειωμένης εισφοράς δεν αποτελεί ασφαλιστική οφειλή και δεν αναζητείται.
iii. Οι μισθωτοί που απασχολούνται παράλληλα ως αυτοτελώς απασχολούμενοι ή ελεύθεροι επαγγελματίες ή σε επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ έχουν την δυνατότητα να επιλέγουν, κατόπιν αιτήσεως υψηλότερη ασφαλιστική κατηγορία εισφορών κύριας σύνταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 39 για τους μισθωτούς που παράλληλα αυτοαπασχολούνται ή ασκούν ελεύθερο επάγγελμα ή της παραγράφου 1 του άρθρου 40 για τους ασφαλισμένους του πρώην Ο.Γ.Α. από αυτήν την οποία υποχρεωτικά υπάγονται σύμφωνα με τις υποπεριπτώσεις i) και ii) της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Η παράγραφος 2 του άρθρου 39 και αντίστοιχα η παράγραφος 2 του άρθρου 40, σχετικά με την διαδικασία και την υποβολή της αίτησης επιλογής ανώτερης ασφαλιστικής κατηγορίας εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή. Σε περίπτωση που η συνολική εισφορά του άρθρου 38 υπολείπεται του ποσού της εισφοράς της εκάστοτε ασφαλιστικής κατηγορίας που επιλέγεται καταβάλλεται η διαφορά από τον ασφαλισμένο. Στην περίπτωση αυτή δεν καταβάλλεται επιπλέον εισφορά υγειονομικής περίθαλψης των παραγράφων 2 και 6 του άρθρου 41 αντίστοιχα.
iv. Μισθωτοί που παράλληλα αμείβονται με δελτία παροχής υπηρεσιών από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο παρέχουν μισθωτή εργασία ή σε συνδεδεμένα με αυτά πρόσωπα κατά την έννοια της περίπτωσης ζ’ του άρθρου 2 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167), εφαρμόζονται αναλογικά ως προς το ύψος, τον τρόπο υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς, οι διατάξεις του άρθρου 38.
v. Για τους μισθωτούς που παράλληλα αυτοαπασχολούνται ή ασκούν ελεύθερο επάγγελμα ή επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ και υποχρεούνται σε καταβολή εισφοράς επικουρικής ασφάλισης καταβάλλεται για τις εισφορές της επικουρικής ασφάλισης υποχρεωτικά η ασφαλιστική εισφορά της παραγράφου 1 του άρθρου 97, ως μηναία εισφορά μισθωτού και εργοδότη και κατά τα ποσοστά που προβλέπονται στο άρθρο αυτό. Η εισφορά αυτή δεν είναι δυνατόν να υπολείπεται του ποσού της εισφοράς της πρώτης ασφαλιστικής κατηγορίας της παραγράφου 3 του άρθρου 97. Σε περίπτωση που υπολείπεται καταβάλλεται η διαφορά από τον ασφαλισμένο. Οι ασφαλισμένοι αυτοί διατηρούν την δυνατότητα να επιλέγουν, κατόπιν αιτήσεως υψηλότερη ασφαλιστική κατηγορία εισφορών επικουρικής ασφάλισης, σύμφωνα με τη παράγραφο 4 του άρθρου 97. Σε περίπτωση που η συνολική εισφορά της παραγράφου 1 του άρθρου 97 υπολείπεται του ποσού της εισφοράς της εκάστοτε ασφαλιστικής κατηγορίας που επιλέγεται καταβάλλεται η διαφορά από τον ασφαλισμένο.
Για τους μισθωτούς που παράλληλα αυτοαπασχολούνται ή ασκούν ελεύθερο επάγγελμα ή επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ και υποχρεούνται σε καταβολή εισφοράς εφάπαξ παροχής, καταβάλλεται για τις εισφορές της εφάπαξ παροχής υποχρεωτικά η ασφαλιστική εισφορά μισθωτών του άρθρου 35, σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις και κατά τα ποσοστά που προβλέπονται στο άρθρο αυτό. Η εισφορά αυτή δεν είναι δυνατόν να υπολείπεται του ποσού της εισφοράς της πρώτης ασφαλιστικής κατηγορίας της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 35. Σε περίπτωση που υπολείπεται καταβάλλεται η διαφορά από τον ασφαλισμένο. Οι ασφαλισμένοι αυτοί διατηρούν την δυνατότητα να επιλέγουν, κατόπιν αιτήσεως υψηλότερη ασφαλιστική κατηγορία εισφορών εφάπαξ παροχής, σύμφωνα με τις περιπτώσεις γα’ και γβ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 35. Σε περίπτωση που η συνολική εισφορά μισθωτών του άρθρου 35 υπολείπεται του ποσού της εισφοράς της εκάστοτε ασφαλιστικής κατηγορίας που επιλέγεται καταβάλλεται η διαφορά από τον ασφαλισμένο.
vi. Όλες οι ανωτέρω ρυθμίσεις των υποπεριπτώσεων i έως v της περίπτωσης γ’ εφαρμόζονται και για τους δικηγόρους με έμμισθη εντολή. Ειδικά για τους δικηγόρους με έμμισθη εντολή καταβάλλεται για τις εισφορές της επικουρικής ασφάλισης υποχρεωτικά η ασφαλιστική εισφορά της παραγράφου 3 του άρθρου 97, σύμφωνα με την ειδική διάταξη της παραγράφου 4 του αρθρου 97 και για τις εισφορές εφάπαξ παροχής υποχρεωτικά η ασφαλιστική εισφορά της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 35, σύμφωνα με την ειδική διάταξη της υποπερίπτωσης γγ της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 35.
2. Οι ασφαλισμένοι της παραγράφου 1.γ) για υγειονομική περίθαλψη υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του φορέα, κλάδου ή, τομέα που εντάχθηκαν στον Ε.Φ.Κ.Α. και καταβάλλουν την ασφαλιστική εισφορά του άρθρου 38.
3. α. Ασφαλισμένοι ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, για τους οποίους προέκυπτε βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως αυτές ίσχυαν έως την έναρξη του ν. 4387/2016 για κάθε φορέα, τομέα, κλάδου ή λογαριασμό που εντάχθηκε στον Ε.Φ.Κ.Α., υποχρεωτική ασφάλιση σε δύο ή περισσότερους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς για την αυτή απασχόληση, καταβάλλουν τις προβλεπόμενες στο άρθρο 38 ασφαλιστικές εισφορές.
β. Οι παλαιοί ασφαλισμένοι κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 2084/1992, μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εξακολουθούν να έχουν προαιρετικά το δικαίωμα καταβολής δεύτερης εισφοράς στον Ε.Φ.Κ.Α., κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης. Στην περίπτωση αυτή καταβάλλουν το συνολικό ποσοστό εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 38.
4. α. Τα ανωτέρω οριζόμενα στη παράγραφο 3, εφαρμόζονται αντίστοιχα για την υγειονομική περίθαλψη, την επικουρική ασφάλιση και την εφάπαξ παροχή. Ειδικά για την εφάπαξ παροχή η παράγραφος 3.β καταλαμβάνει και τους νέους ασφαλισμένους κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 2084/1992.
β. Σε περίπτωση μισθωτών που παράλληλα αυτοαπασχολούνται ή ασκούν ελεύθερο επάγγελμα ή επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ καταβάλλονται υπέρ ΟΑΕΔ μόνο οι προβλεπόμενες για τους μισθωτούς εισφορές. Εάν δεν προβλέπεται η καταβολή εισφοράς υπέρ ΟΑΕΔ για τη μισθωτή εργασία ή την έμμισθη εντολή καταβάλλεται η εισφορά υπέρ ΟΑΕΔ του ελεύθερου επαγγελματία και υπέρ ΛΑΕ για τους ασφαλισμένους του πρώην ΟΓΑ.
5. Σε περίπτωση παράλληλης ασφάλισης για υγειονομική περίθαλψη αφενός σε εντασσόμενο στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέα, τομέα, κλάδο ή λογαριασμό και αφετέρου σε μη εντασσόμενο στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέα, τομέα, κλάδο ή λογαριασμό ο ασφαλισμένος διατηρεί το δικαίωμα να επιλέξει κατόπιν αιτήσεώς του, την ασφάλισή του για υγειονομική περίθαλψη στον φορέα εκτός Ε.Φ.Κ.Α. καταβάλλοντας την προβλεπόμενη εισφορά του φορέα που επιλέγει.
6. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται αναλογικά και για τα πρόσωπα της παρ.1 α. του άρθρου 4 του ν. 4387/2016.
7. Καταργείται το άρθρο 39 του ν. 2084/1992, καθώς και κάθε άλλη διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα του παρόντος.
8. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων μετά από γνώμη του Δ.Σ του Ε.Φ.Κ.Α. καθορίζονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων.
Άρθρο 36 Α
Αξιοποίηση του χρόνου παράλληλης απασχόλησης
και τρόπος υπολογισμού της σύνταξης
1. Χρονικά διαστήματα παράλληλης ασφάλισης που έχουν διανυθεί ως 31-12-2016 και για τα οποία έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές θεωρούνται διακριτοί, αυτοτελείς χρόνοι κύριας ασφάλισης.
2. Χρονικά διαστήματα παράλληλης απασχόλησης μετά την 1-1-2017 για τα οποία έχουν καταβληθεί περισσότερες της μιας ασφαλιστικές εισφορές θεωρούνται ενιαίος χρόνος ασφάλισης για κύρια σύνταξη.
3. Κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης απονομής κύριας σύνταξης το χρονικό διάστημα που έχει διανυθεί μετά την 1-1-2017 και για το οποίο έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές παράλληλης απασχόλησης προσμετράται κατ’ επιλογή του ασφαλισμένου στον ασφαλιστικό χρόνο ενός από τους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. πρώην φορείς, στον οποίο έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές για την θεμελίωση αυτοτελούς συνταξιοδοτικού δικαιώματος.
4. α. Η κύρια σύνταξη στις ανωτέρω περιπτώσεις υπολογίζεται ως ακολούθως:
Χρόνος ασφάλισης με τον οποίο θεμελιώνεται συνταξιοδοτικό δικαίωμα καθώς και χρόνος ασφάλισης που έχει διανυθεί από 1.1.2017 και εντεύθεν, λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 8 και 28 του παρόντος.
Για χρόνο ασφάλισης έως 31.12.2016 που δεν έχει ληφθεί υπόψη για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, χορηγείται επιπλέον παροχή για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, η οποία υπολογίζεται με ετήσιο ποσοστό αναπλήρωσης 0,075% για κάθε μία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς. Ο συντάξιμος μισθός σε αυτή την περίπτωση προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη τη βάση υπολογισμού της επί πλέον εισφοράς.
β. Για τον υπολογισμό της επικουρικής σύνταξης και της εφάπαξ παροχής, στις ανωτέρω περιπτώσεις εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 96 και 35 αντίστοιχα, του ν.4387/2016, όπως ισχύει.
5. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων μετά από γνώμη του Δ.Σ του Ε.Φ.Κ.Α. καθορίζονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων.».