Στο άρθρο 16Β του ν. 1876/1990 (Α’ 27) προστίθεται παρ. 3 και το άρθρο 16Β διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 16Β
Δικαστικός έλεγχος των διαιτητικών αποφάσεων
1. Σε περίπτωση που δεν ασκηθεί έφεση, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 16Α, κατά απόφασης διαιτησίας που εκδόθηκε με τη διαδικασία του άρθρου 16, τα μέρη, εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την πάροδο της προθεσμίας εφέσεως του άρθρου 16Α, μπορούν να ασκήσουν αγωγή περί του κύρους αυτής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά το άρθρο 16 στοιχείο 5 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η αγωγή αυτή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 επ. του ίδιου Κώδικα. Η σχετική αγωγή εγείρεται από συμμετέχοντα στη συλλογική διαφορά μέρη, η δε εκδοθησομένη απόφαση ισχύει για όλα τα δεσμευόμενα από τη διαιτητική απόφαση μέρη. Η δικάσιμος ορίζεται εντός σαράντα πέντε (45) ημερών από την κατάθεση της αγωγής ανεξάρτητα από τον αριθμό των υποθέσεων της δικασίμου. Η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκείται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης. Η δικάσιμος της έφεσης ορίζεται εντός τριάντα (30) ημερών από την άσκησή της. Η προθεσμία κλήτευσης είναι δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη συζήτηση.
2. Σε περίπτωση που ασκηθεί έφεση ενώπιον της Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, κατά απόφασης διαιτησίας η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 16, τα μέρη μπορούν να ασκήσουν αγωγή περί του κύρους αυτής, εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης της Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, ενώπιον του Εφετείου. Η αγωγή αυτή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η σχετική αγωγή εγείρεται από συμμετέχοντα στη συλλογική διαφορά μέρη, η δε εκδοθησομένη απόφαση ισχύει για όλα τα δεσμευόμενα από την τελική διαιτητική απόφαση μέρη. Η δικάσιμος ορίζεται εντός σαράντα πέντε (45) ημερών από την κατάθεση της αγωγής, ανεξάρτητα τον αριθμό των υποθέσεων της δικασίμου. Στην περίπτωση αυτή το Εφετείο μπορεί να κρίνει και το κύρος της απόφασης διαιτησίας που εκδόθηκε με τη διαδικασία του άρθρου 16.
3. Η άσκηση της αγωγής των παρ. 1 και 2 αναστέλλει την ισχύ της προσβαλλόμενης συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης μέχρι την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης επί της αγωγής.».
Η προσθήκη της παραγράφου 3 θα πρέπει να απαλειφθεί εντελώς καθώς μόνη η άσκηση αγωγής, ακόμα και απαράδεκτης, αναστέλλει την ισχύ της εκδοθείσας Διαιτητικής Απόφασης μέχρι την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης. Ο χρόνος ολοκλήρωσης της διαδικασίας ενώπιον των δικαστηρίων μέχρι έκδοση απόφασης από τον Άρειο Πάγο, αφενός είναι ιδιαίτερα μεγάλος, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μεγάλη ανασφάλεια δικαίου στο πεδίο της συλλογικής διαφοράς, αφετέρου μπορεί να προκαλεί δυσμενείς συνέπειες η τυχόν αναδρομική εφαρμογή της.
Εφόσον ήδη υπάρχει η δυνατότητα αναστολής της ισχύος της δικαστικής απόφασης με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σε περίπτωση πιθανολόγησης της βασιμότητας της αγωγής, δεν υπάρχει κανένας λόγος αναστολής της ισχύος με την άσκηση αγωγής.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ,
11. Σχετικά με τη διάταξη του αρ. 98 – Δικαστικός έλεγχος διαιτητικών αποφάσεων
Η προσθήκη της παραγράφου 3 θα πρέπει να απαλειφθεί εντελώς καθώς μόνη η άσκηση αγωγής, ακόμα και απαράδεκτης, αναστέλλει την ισχύ της εκδοθείσας Διαιτητικής Απόφασης μέχρι την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης. Ο χρόνος ολοκλήρωσης της διαδικασίας ενώπιον των δικαστηρίων μέχρι έκδοση απόφασης από τον Άρειο Πάγο, αφενός είναι ιδιαίτερα μεγάλος, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μεγάλη ανασφάλεια δικαίου στο πεδίο της συλλογικής διαφοράς, αφετέρου μπορεί να προκαλεί δυσμενείς συνέπειες η τυχόν αναδρομική εφαρμογή της.
Εφόσον ήδη υπάρχει η δυνατότητα αναστολής της ισχύος της δικαστικής απόφασης με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σε περίπτωση πιθανολόγησης της βασιμότητας της αγωγής, δεν υπάρχει κανένας λόγος αναστολής της ισχύος με την άσκηση αγωγής.
Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενέργειας , ημερομηνία 25/5/2021