Το άρθρο 21 του ν. 1264/1982 (Α’ 79) διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 21
Προσωπικό Ασφαλείας και Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας
1. Κατά τη διάρκεια της απεργίας η συνδικαλιστική οργάνωση, η οποία την κηρύσσει, έχει υποχρέωση να διαθέτει το αναγκαίο προσωπικό για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και την πρόληψη καταστροφών και ατυχημάτων, το Προσωπικό Ασφαλείας.
2. Στις υπηρεσίες οργανισμούς, επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις της παρ. 2 του άρθρου 19, πέραν του προσωπικού ασφαλείας διατίθεται και προσωπικό για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας, το Προσωπικό Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας. Οι στοιχειώδεις αυτές ανάγκες ορίζονται ως τουλάχιστον το ένα τρίτο (⅓) της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας, ανάλογα με τους κινδύνους που προκύπτουν για τη ζωή, την υγεία και την ασφάλεια των πολιτών.
3. Η συνδικαλιστική οργάνωση που κήρυξε την απεργία γνωστοποιεί εγγράφως στον εργοδότη, με έγγραφο που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή πριν από την έναρξη της απεργίας, τα ονόματα των εργαζομένων που θα παρέχουν τις υπηρεσίες τους ως προσωπικό ασφαλείας και, αν απαιτείται, ως προσωπικό στοιχειώδους λειτουργίας. Με ευθύνη της συνδικαλιστικής οργάνωσης, το διατιθέμενο προσωπικό των παρ. 1 και 2 παρέχει τις υπηρεσίες του υπό τις οδηγίες του εργοδότη, προς εκπλήρωση των σκοπών για τους οποίους διατίθεται.
4. Το προσωπικό των παρ. 1 και 2 καθορίζεται με ειδική συμφωνία μεταξύ της πιο αντιπροσωπευτικής συνδικαλιστικής οργάνωσης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και του εργοδότη. Πλέον αντιπροσωπευτική είναι η συνδικαλιστική οργάνωση που έχει ως μέλη τους εργαζόμενους που προέρχονται από όλους τους κλάδους της επιχείρησης. Αν στην επιχείρηση υπάρχουν περισσότερες συνδικαλιστικές οργανώσεις, αντιπροσωπευτικότερη είναι εκείνη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο αριθμό μελών που ψήφισαν κατά τις τελευταίες εκλογές για την ανάδειξη διοίκησης, ανεξάρτητα από τις ειδικότητες των εργαζομένων που είναι μέλη της. Οι λοιπές συνδικαλιστικές οργανώσεις δικαιούνται να παρέμβουν στις διαπραγματεύσεις και τις λοιπές διαδικασίες.
5. Η συμφωνία της παρ. 4 αναφέρει τουλάχιστον:
α) τα συμβαλλόμενα μέρη,
β) την εκμετάλλευση ή επιχείρηση ή τις εκμεταλλεύσεις ή επιχειρήσεις στις οποίες θα εφαρμόζεται,
γ) τις υπηρεσίες και τμήματα της εκμετάλλευσης ή επιχείρησης ή των εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων που θα λειτουργούν κατά τη διάρκεια της απεργίας, αναλόγως με τη διάρκειά της και τις επιπτώσεις στο δημόσιο συμφέρον και την οικονομία συγκεκριμένης ή ευρύτερης περιοχής ή όλης της χώρας,
δ) τον αριθμό των εργαζομένων ανά ειδικότητα που απαιτείται για τη στελέχωση των υπηρεσιών και τμημάτων της εκμετάλλευσης ή επιχείρησης ή των εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων με προσωπικό των παρ. 1 και 2, όπου απαιτείται
ε) διαδικαστικά θέματα ορισμού των εργαζομένων των παρ. 1 και 2 και
στ) τη διάρκεια αυτής, η οποία μπορεί να είναι ορισμένη, αλλά τουλάχιστον ενός (1) έτους, ή αόριστη.
6. Στις επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις της παρ. 2 του άρθρου 19, πέραν του προσωπικού της παρ. 2, με την ίδια συμφωνία είναι δυνατό να καθορίζονται οι συγκεκριμένες ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, τις οποίες πρέπει να καλύπτει ο εργοδότης σε περίπτωση απεργίας και οι συνέπειες για την παραβίαση της συμφωνίας. Κριτήρια για τα θέματα αυτά αποτελούν το είδος και η κοινωνική κρισιμότητα των υπηρεσιών και αγαθών, που παρέχει η επιχείρηση και η ανάγκη διασφάλισης της άσκησης του δικαιώματος της απεργίας, πάντοτε εντός του πλαισίου που καθορίζει η παρ. 2 και ιδίως το τελευταίο εδάφιο αυτής.
7. Η συμφωνία καταρτίζεται με απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών. Έως την 5η Νοεμβρίου κάθε ημερολογιακού έτους, ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη καλεί το άλλο μέρος σε διαπραγμάτευση με εξώδικη κλήση, στην οποία περιέχεται υποχρεωτικά η πρόταση για καθορισμό του προσωπικού των παρ. 1 και 2. Η κλήση επιδίδεται προς το άλλο μέρος με δικαστικό επιμελητή και κατά τον ίδιο τρόπο κοινοποιείται στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.
8. Η συμφωνία καταρτίζεται το αργότερο έως την 25η Νοεμβρίου κάθε ημερολογιακού έτους και κατατίθεται στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, εντός πέντε (5) ημερών από την υπογραφή της. Η συμφωνία είναι έγκυρη, ακόμη κι αν ο διάλογος ξεκινήσει σε ημερομηνία διαφορετική της προβλεπόμενης στην παρ. 7, εφόσον καταρτιστεί με απευθείας διαπραγματεύσεις μέχρι την 25η Νοεμβρίου και κατατεθεί στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, εντός πέντε (5) ημερών από την υπογραφή της. Η συμφωνία αυτή ισχύει ολόκληρο το ημερολογιακό έτος που ακολουθεί και, σε περίπτωση μη καταγγελίας ή τροποποίησής της, ισχύει και για τα επόμενα ημερολογιακά έτη.
9. Αν η συμφωνία δεν καταρτισθεί έως την 25η Νοεμβρίου ή δεν κατατεθεί στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παρ. 8, τα μέρη υποχρεούνται να προσφύγουν στη διαδικασία της μεσολάβησης. Η μεσολάβηση πρέπει να ολοκληρωθεί εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ανάληψη των καθηκόντων του μεσολαβητή. Εάν η μεσολάβηση δεν καταλήξει σε συμφωνία, κάθε ενδιαφερόμενη πλευρά έχει δικαίωμα να παραπέμψει το θέμα στην επιτροπή του άρθρου 44.
10. Δεν επιτρέπεται η κήρυξη απεργίας χωρίς να έχει προηγουμένως καθοριστεί το προσωπικό ασφαλείας και, όπου απαιτείται, το προσωπικό στοιχειώδους λειτουργίας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο παρόν, ή χωρίς να τεθεί πραγματικώς στη διάθεση του εργοδότη το προσωπικό αυτό, υποκείμενο στο διευθυντικό του δικαίωμα, με ευθύνη της συνδικαλιστικής οργάνωσης που κηρύσσει την απεργία.
11. Τα ζητήματα των παρ. 1, 2, 3 και 4 μπορούν να ρυθμίζονται και με συλλογικές συμβάσεις εργασίας για όλες τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως του δημόσιου ή μη χαρακτήρα τους και του χαρακτηρισμού τους ή μη ως κοινής ωφέλειας».
Το ποσοστό του ενός τρίτου παρακάμπτει το δικαίωμα στην απεργία πολλών εργταζομένων.
Με την προτεινόμενη τροποποίηση, στις επιχειρήσεις του αρ. 19§2 του ν. 1264/1982 προβλέπεται ότι σε περίπτωση απεργίας θα πρέπει να απασχολείται προσωπικό που ορίζεται στο 1/3 της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας.
Η διάταξη αυτή πρέπει να απαλειφθεί και να παραμείνει η διαδικασία καθορισμού προσωπικού εξυπηρέτησης στοιχειωδών κοινωνικών αναγκών, καθώς με τη νέα ρύθμιση περιορίζεται ανεπίτρεπτα το απεργιακό δικαίωμα του κάθε εργαζόμενου, ενώ με αυτό τον τρόπο ματαιώνεται και ο σκοπός της απεργίας.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ε.ΤΕ. ΟΜΙΛΟΥ ΔΕΗ-ΚΗΕ
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ
ΜΕΛΟΣ ΔΣ Ε.Κ.ΑΘΗΝΑΣ
Η επιβολή του 33% είναι έξω πραγματική. Τα ποσοστά ασφαλείας θα πρέπει να καθορίζονται με βάση τις πραγματικές ανάγκες όπως αυτές καθορίζονται με βάση τα όργανο γράμματα . Π.Χ . Δεν είναι δυνατόν μια επιχείρηση που με 1000 εργαζόμενους που το Σάββατο η την Κυριακή λειτουργεί με 100 εργαζόμενους σε απεργία να πρέπει να λειτουργεί με 333!!!
Η διαβούλευση και η συμφωνία πρέπει να βασίζεται με την πραγματικότητα και όχι με ρητή διάταξη ποσοστού.
Η απαίτηση για ορισμό προσωπικού ασφαλείας σε ποσοστό “ένα τρίτο (1⁄3) της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας, ανάλογα με τους κινδύνους που προκύπτουν για τη ζωή, την υγεία και την ασφάλεια των πολιτών” δεν μπορεί να ευσταθεί. Τα καθήκοντα του προσωπικού ασφαλείας έχουν άμεση σχέση με την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και την πρόληψη καταστροφών και ατυχημάτων. Με δεδομένο το παραπάνω δεν αντιλαμβανόμαστε ποια σκοπιμότητα εξυπηρετεί η απαίτηση για λειτουργία μιας επιχείρησης σε ποσοστό 33%. Το μέτρο αυτό κρίνεται απεργοσπαστικό και στοχεύει στη μείωση της συμμετοχής των εργαζομένων στις απεργιακές κινητοποιήσεις.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος -πλην της κατάργησης του δικαιώματος της απεργίας- για τη διάταξη αυτή, καθώς προβλέπεται από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο η χορήγηση προσωπικού ασφαλείας. Ας εφαρμοστεί αυτό που ισχύει και επαρκεί για την εξυπηρέτηση των αναγκών όλων.
Το υψηλότατο ποσοστό στο προσωπικό ασφαλείας, καθιστά ανενεργή την οποιαδήποτε προσπάθεια απεργιακής κινητοποίησης, αφού πρακτικά ελάχιστοι θα έχουν τη δυνατότητα να απεργήσουν. Συνεπώς παραβιάζεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της απεργίας, που πρέπει να ασκείται ανεμπόδιστα. Η απεργία καθίσταται «γράμμα δίχως παραλήπτη».
Επιχειρείται περαιτέρω αποδυνάμωση του μοναδικού ισχυρού μέσου διαμαρτυρίας που έχουν στη διάθεσή τους οι εργαζόμενοι, της απεργίας, με τον ορισμό του προσωπικού ασφαλείας στις ΔΕΚΟ στο 33%. Στην προκειμένη περίπτωση εισάγεται μία εντελώς εσφαλμένη αντίληψη της έννοιας και του σκοπού του «προσωπικού ασφαλείας». Υπενθυμίζουμε ότι στις περισσότερες χώρες δεν υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη για διάθεση προσωπικού ασφαλείας αλλά θεωρείται υποχρέωση σύμφυτη με την καλόπιστη άσκηση του δικαιώματος απεργίας. Τα καθήκοντα του προσωπικού ασφαλείας έχουν άμεση σχέση με την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και την πρόληψη καταστροφών και ατυχημάτων. Δεν επιτρέπεται συνεπώς στον εργοδότη να αναθέσει επιπλέον καθήκοντα στους εργαζόμενους, ούτε να αξιοποιηθεί το προσωπικό ασφαλείας ως θεσμοθετημένος απεργοσπαστικός μηχανισμός με στόχο να αποδυναμωθεί η πίεση που ασκείται με την απεργία. Η παροχή ενός επιπέδου λειτουργίας μιας επιχείρησης σε ποσοστό 33% δεν συνδέεται με τους παραπάνω σκοπούς αλλά αποτυπώνει έναν αυθαίρετο και ίσως και αντισυνταγματικό νομοθετικό προσδιορισμό του «ανεκτού ποσοστού απεργίας» για το Κράτος, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την πρόθεση μείωσης της αποτελεσματικότητας των απεργιακών κινητοποιήσεων. Είναι σίγουρο ότι το συγκεκριμένο σημείο θα αποτελέσει σημείο δικαστικών διενέξεων μέχρι την κατάργησή του.
Σύμφωνα με το ΣχΝ, στις υπηρεσίες οργανισμούς, επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις της παρ. 2 του άρθρου 19, πέραν του προσωπικού ασφαλείας διατίθεται και προσωπικό για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας (Προσωπικό Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας). Οι στοιχειώδεις αυτές ανάγκες ορίζονται ως τουλάχιστον το ένα τρίτο (⅓) της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας, ανάλογα με τους κινδύνους που προκύπτουν για τη ζωή, την υγεία και την ασφάλεια των πολιτών. Πρόκειται για ένα μεγάλο ποσοστό κάλυψης αναγκών, που αν προσμετρηθεί και με τις υπηρεσίες των τυχόν μη απεργών, εξουδετερώνει την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος απεργίας
Ορίζεται ακόμη, ότι δεν επιτρέπεται η κήρυξη απεργίας χωρίς να έχει προηγουμένως καθοριστεί το προσωπικό ασφαλείας και, όπου απαιτείται, το προσωπικό στοιχειώδους λειτουργίας ή χωρίς να τεθεί πραγματικά στη διάθεση του εργοδότη το προσωπικό αυτό, υποκείμενο στο διευθυντικό του δικαίωμα, με ευθύνη της συνδικαλιστικής οργάνωσης που κηρύσσει την απεργία. Πρόκειται για μια οριζόντια ρύθμιση που δεν λαμβάνει υπόψη της την ιδιαιτερότητα κάθε επιχείρησης του άρθρου 19 παρ. 2 του ν. 1264/1982 σε σχέση με το προσωπικό εξυπηρέτησης στοιχειωδών αναγκών. Με τη ρύθμιση του ΣχΝ προσβάλλεται -καταλύεται το δικαίωμα της απεργίας, αφού οι τιθέμενοι περιορισμοί και προϋποθέσεις εμποδίζουν την άσκησή του, με όρους αποτελεσματικότητας που προστατεύει το άρθρο 23 παρ. 2 του Συντάγματος.
Στο ισχύον δίκαιο υπάρχει υποχρέωση διάθεσης προσωπικού ασφαλείας και, προκειμένου για επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, προσωπικό για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του του κοινωνικού συνόλου. Ο ισχύων νόμος δεν καθορίζει ελάχιστο ποσοστό του προσωπικού αυτού. Αν η μεσολάβηση για το ζήτημα του καθορισμού προσωπικού ασφαλείας δεν καταλήξει σε συμφωνία, η υπόθεση μπορεί να παραπεμφθεί από οποιαδήποτε πλευρά στην επιτροπή του άρθρου 15 του ν. 1264/1982
Με το παρόν άρθρο υπονομεύεται το δικαίωμα της απεργίας στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Αμφισβητείται ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα με πρόσχημα την ενδεχόμενη καταχρηστικότητα του. Με τις ρυθμίσεις του ν.1264/82 είναι ίσης αντιμετώπισης η διασφάλιση του δικαιώματος στην απεργία και παράλληλα η διασφάλιση της εξυπηρέτησης των στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου. Με τη διαδικασία του διαλόγου και της διαπραγμάτευσης μεταξύ εργοδοσίας και συνδικαλιστικών οργανώσεων ορίζεται μέχρι σήμερα το πλαίσιο λειτουργίας μιας επιχείρησης δημόσιου χαρακτήρα (ιδιωτική ή δημόσια) σε περίπτωση απεργίας μόνο για το σκοπό της εξασφάλισης στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου και εκτός του πλαισίου του διευθυντικού δικαιώματος. Με το παρόν άρθρο εισάγεται μια καινοφανής διατύπωση περί Προσωπικού Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας στο ένα τρίτο της συνήθους παρεχόμενης υπηρεσίας που υπερβαίνει κατά πολύ το ποσοστό της κάλυψης των στοιχειωδών αναγκών, ειδικά αν προστεθεί και ο αριθμός των μη απεργών. Με αυτόν το τρόπο εξουδετερώνεται η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος απεργίας και γίνεται δυνατό να λειτουργεί η επιχείρηση σε μεγάλο βαθμό και σε καμία περίπτωση στοιχειωδώς.
Με την προτεινόμενη τροποποίηση, στις επιχειρήσεις του αρ. 19§2 του ν. 1264/1982 προβλέπεται ότι σε περίπτωση απεργίας θα πρέπει να απασχολείται προσωπικό που ορίζεται στο 1/3 της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας.
Η διάταξη αυτή πρέπει να απαλειφθεί και να παραμείνει η διαδικασία καθορισμού προσωπικού εξυπηρέτησης στοιχειωδών κοινωνικών αναγκών, καθώς με τη νέα ρύθμιση περιορίζεται ανεπίτρεπτα το απεργιακό δικαίωμα του κάθε εργαζόμενου, ενώ με αυτό τον τρόπο ματαιώνεται και ο σκοπός της απεργίας.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ε.ΤΕ. ΟΜΙΛΟΥ ΔΕΗ-ΚΗΕ
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ
ΜΕΛΟΣ ΔΣ Ε.Κ.ΑΘΗΝΑΣ
Νομίζω πως δεν μπορεί να ορίζεται οριζόντια και αφοριστικά το 1/3 των εργαζομένων ως προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσιας (παραγραφος 2).
Το ποσοστό του προσωπικού αυτού θα πρέπει να καθορίζεται ad hoc αναλογα με τη φύση των υπηρεσιών που παρέχει η κάθε επιχείρηση/οργανισμός/εκμετάλλευση σε σχέση – αποκλειστικά και μόνο – με την διασφάλιση της ζωής και της υγείας των πολιτών, Οποιοδήποτε επιπλεον κριτήριο θίγει την ουσία της απεργίας ως μέσο διεκδίκησης.
Ο ορισμός του ποσοστού του προσωπικού που θα οριστει ως «ελαχιστης εγγυημένης υπηρεσίας» μπορεί να γίνεται στο πλαίσιο της συμφωνίας της παραγράφου 4 μεταξύ συνδικαλιστικής οργάνωσης και εργοδότη , αφού εξάλλου με την ίδια συμφωνία αναγνωρίζει ο νομοθέτης στους ανωτέρω τη δυνατότητα να καθορίζουν τις συγκεκριμένες ανάγκες του κοινωνικου συνόλου που πρέπει να καλυπττονται σε περίπτωση απεργίας (παραγραφος 6)
Με την προτεινόμενη τροποποίηση, στις επιχειρήσεις του αρ. 19§2 του ν. 1264/1982 προβλέπεται ότι σε περίπτωση απεργίας θα πρέπει να απασχολείται προσωπικό που ορίζεται στο 1/3 της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας.
Η διάταξη αυτή πρέπει να απαλειφθεί και να παραμείνει η διαδικασία καθορισμού προσωπικού εξυπηρέτησης στοιχειωδών κοινωνικών αναγκών, καθώς με τη νέα ρύθμιση περιορίζεται ανεπίτρεπτα το απεργιακό δικαίωμα του κάθε εργαζόμενου, ενώ με αυτό τον τρόπο ματαιώνεται και ο σκοπός της απεργίας.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ,
9. Σχετικά με τη διάταξη του αρ. 94 – Προσωπικό Ασφαλείας και Προσωπικό Ελάχιστης εγγυημένης Υπηρεσίας
Με την προτεινόμενη τροποποίηση, στις επιχειρήσεις του αρ. 19§2 του ν. 1264/1982 προβλέπεται ότι σε περίπτωση απεργίας θα πρέπει να απασχολείται προσωπικό που ορίζεται στο 1/3 της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας.
Η διάταξη αυτή πρέπει να απαλειφθεί και να παραμείνει η διαδικασία καθορισμού προσωπικού εξυπηρέτησης στοιχειωδών κοινωνικών αναγκών, καθώς με τη νέα ρύθμιση περιορίζεται ανεπίτρεπτα το απεργιακό δικαίωμα του κάθε εργαζόμενου, ενώ με αυτό τον τρόπο ματαιώνεται και ο σκοπός της απεργίας.
Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενέργειας , ημερομηνία 25/5/2021