1. Η παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 3996/2011 (Α΄ 170), περί του καθορισμού των καταβαλλόμενων ασφαλιστικών εισφορών των ασκούμενων δικηγόρων και των ασκούμενων δικαστικών επιμελητών, αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Οι ασκούμενοι δικηγόροι, από την εγγραφή τους στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση των πρώην Τομέων Υγείας Δικηγόρων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Εθνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.) και καταβάλλουν μηνιαίως:
(α) για την περίοδο από 1ης.1.2017 έως τις 31.12.2019, την ασφαλιστική εισφορά πρώτης πενταετίας του άρθρου 41 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 37 του ν. 4670/2020 (Α΄ 43), για παροχές σε είδος και σε χρήμα,
(β) για την περίοδο από 1ης.1.2020 και εφεξής, την ασφαλιστική εισφορά, σύμφωνα με τον πίνακα της παρ. 3 του άρθρου 41 του ν. 4387/2016, για παροχές σε είδος και σε χρήμα, εφόσον δεν υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση άλλου ασφαλιστικού οργανισμού για παροχές σε είδος και σε χρήμα.
Τα παραπάνω εφαρμόζονται αναλόγως και για τους ασκούμενους δικαστικούς επιμελητές από την εγγραφή τους στον οικείο Σύλλογο Δικαστικών Επιμελητών.».
2. Καταβληθείσες εισφορές, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, επιστρέφονται κατά το μέρος που υπερβαίνουν την εισφορά που προβλέπεται στην παρ. 1. Τυχόν καταλογισθείσες εισφορές, κατά το μέρος που υπερβαίνουν την εισφορά που προβλέπεται στην παρ. 1, διαγράφονται.
Η υποχρεωτική ασφάλιση ασκουμένων δικηγόρων έχει κριθεί αντισυνταγματική (Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών 18906/2015).
Σύμφωνα με τη σκέψη 10 της απόφασης «το δικαστήριο κρίνει κατά πλειοψηφία ότι η διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του ν. 3996/2011, στο βαθμό που εξομοιώνει τους ασκούμενους δικηγόρους με τους εν ενεργεία δικηγόρους της πρώτης πενταετίας αντιβαίνει στη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Σ.) σε συνδυασμό με το άρθρο 22 παρ.5 του Σ. καθόσον θεσπίζει ενιαία ρύθμιση (υποχρεωτική υπαγωγή στον κλάδο πρόνοιας με αυτασφάλιση, ίδιο ύψος εισφορών) για διακεκριμένες κατηγορίες ασφαλισμένων, που υπάγονται σε διαφορετικό νομικό καθεστώς, δηλ. τελούν κάτω από διαφορετικές συνθήκες και οι οποίες δικαιολογούν και επιβάλλουν τη διαφοροποίηση της ασφαλιστικής τους κατάστασης».
Οπότε για την αποφυγή αντισυνταγματικότητας, θα ήταν σκόπιμο η διατύπωση να μεταβληθεί σε «Οι ασκούμενοι δικηγόροι, από την εγγραφή τους στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, υπάγονται προαιρετικά..»
Οπωσδήποτε, πάντως, θα πρέπει να τροποποιηθεί η 3 (β) ως εξής: «εφόσον δεν υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση άλλου ασφαλιστικού οργανισμού για παροχές σε είδος και σε χρήμα [ή ασφαλίζονται έμμεσα (ως προστατευόμενα μέλη)].
Η εξαίρεση από την υποχρεωτική ασφάλιση των έμμεσα ασφαλισμένων (προστατευόμενων τέκνων) είναι απαραίτητη. Αφορά ασκούμενους που είναι μεταπτυχιακοί φοιτητές και έτσι καλύπτονται από την ασφάλιση των γονέων τους. Η υποχρεωτική ασφάλιση αυτών των προσώπων δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό αφού είναι ήδη ασφαλισμένοι και τους επιβαρύνει αδικαιολόγητα.
Οι ασκούμενοι δικηγόροι να εξαιρούνται από κάθε είδους εισφορά. Κατά τη συνταξιοδότησή τους εφόσον το επιθυμούν δύναται να εξαγοράσουν την περίοδο ενάσχόλησής τους ως ασκούμενοι [ανάλογο με αυτό που ισχύει για τους κληρωτούς θητείας]
Παίρνουν τα πολλά οι ασκούμενοι δικηγόροι, θα πληρώνουν οι ίδιοι και τις εισφορές τους.
Για τους δικαστικούς επιμελητές δεν γνωρίζω.
Παρακαλώ να γίνει μία ρύθμιση ώστε εάν αυτός ο χρόνος δεν χρησιμοποιηθεί για σύνταξη να μην είναι υποχρεωμένοι να πληρώσουν εκ των υστέρων και μετά αυτές οι πληρωμές να πάνε υπέρ Πίστεως.