Αρχική Καταργηση ΟργανισμωνΆρθρο 09: Ένταξη του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου «Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών» (Ε.Κ.Κ.Ε.) στο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου «Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών» (Ε.Ι.Ε.)Σχόλιο του χρήστη Θωμάς Μαλούτας (εκ μέρους του ΔΣ του ΕΚΚΕ) | 3 Οκτωβρίου 2012, 19:00
Έχουμε ήδη διατυπώσει προς τους αρμόδιους φορείς, τις σοβαρές μας αντιρρήσεις για τη συγχώνευση του ΕΚΚΕ με το ΕΙΕ στη βάση της υποβάθμισης, τουλάχιστον, που επιφυλάσσεται στο μοναδικό Ερευνητικό Κέντρο (ΕΚ) που αφορά στην κοινωνική έρευνα στην Ελλάδα και, μάλιστα, σε εποχή συνεχούς συσσώρευσης αρνητικών κοινωνικών συνεπειών από την οικονομική ύφεση. Εξίσου σοβαρός είναι ο φόβος μας ότι η επικείμενη συγχώνευση ενέχει τον κίνδυνο σοβαρής υποβάθμισης - και εν τέλει πιθανής ακύρωσης - του έργου ενός φορέα που δυναμικά δραστηριοποιείται σε εθνικά και ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα, που προσφέρει συμβουλευτικό έργο στην Πολιτεία, που συνεισφέρει με την ερευνητική του εμπειρία και τεκμηρίωση στον τομέα των μεταπτυχιακών σπουδών, που παράγει δημοσιεύσεις και αναπτύσσει βάσεις κοινωνικών δεδομένων για την εξυπηρέτηση ευρύτερων ομάδων χρηστών. Πέραν των παραπάνω γενικών αντιρρήσεων που θα έπρεπε να οδηγήσουν στην απόσυρση του σχετικού άρθρου και στην παραπομπή του ζητήματος στις συντεταγμένες διαδικασίες αναδιάρθρωσης των Ερευνητικών Κέντρων που επίκειται να δρομολογηθούν άμεσα από την αρμόδια ΓΓΕΤ, η προχειρότητα, η ασάφεια και η ανεπάρκεια των προβλέψεων του άρθρου 9 που αφορούν στους βασικούς όρους υλοποίησης της συγχώνευσης είναι προφανές ότι θα δημιουργήσουν περισσότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται ότι καλούνται να επιλύσουν. Η προχειρότητα αυτή και οι προβληματικές μεθοδεύσεις αφορούν επιγραμματικά τα παρακάτω σημεία: 1. Απόφαση συγχώνευσης χωρίς εκτίμηση σκοπιμότητας και επιπτώσεων: Δεν υπάρχει κανενός είδους –έστω και πρόχειρη– εκτίμηση για το υποτιθέμενο οικονομικό ή/και λειτουργικό θετικό αποτέλεσμα από τη συγχώνευση ΕΚΚΕ-ΕΙΕ. Από την προωθούμενη συγχώνευση δεν θα προκύψει οικονομικό όφελος, αφού αμειβόμενες θέσεις μελών Διοικητικών Συμβουλίων δεν καταργούνται καθώς δεν υπάρχουν τέτοιου είδους θέσεις στα ΕΚ και ενοικίαση κτηρίων δεν τερματίζεται καθώς οι λειτουργικές ανάγκες του νέου φορέα δεν θα μπορούν να καλυφθούν από τα ιδιόκτητα κτήρια του ΕΙΕ. 2. Πρωθύστερη απόφαση: Σήμερα, τα ΕΚ της χώρας βρίσκονται μεταξύ δύο φάσεων αναδιάρθρωσης. Η πρώτη έχει ολοκληρωθεί στις αρχές του 2012 με εσωτερικές –στα Κέντρα– συγχωνεύσεις, ως αποτέλεσμα των οποίων ο αριθμός των ερευνητικών Ινστιτούτων μειώθηκε κατά 50% περίπου. Εκκρεμεί η δεύτερη φάση αναδιάρθρωσης μεταξύ ΕΚ, η οποία σύμφωνα και με την αρμόδια Γενική Γραμματεία Έρευνας & Τεχνολογίας, θα γίνει με τρόπο συντεταγμένο και αφού τεθεί η λογική του επιδιωκόμενου στόχου και απαντηθούν ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα, όπως η στρατηγική συγκρότησης των νέων βασικών πόλων (π.χ. θεματική, γεωγραφική, σε σχέση με τους υπό διαμόρφωση ερευνητικούς στόχους αιχμής), η ενδεδειγμένη θεσμική υπόσταση των ΕΚ, κ.λπ. Οι συγχωνεύσεις ΕΚ που προωθούνται εσπευσμένα και πρόχειρα με το παρόν νομοσχέδιο βρίσκονται έξω από τη λογική της συντεταγμένης αναδιάρθρωσης του χώρου της έρευνας. Οι ερευνητικοί φορείς που είχαν την ατυχία να εμπλακούν σε αυτήν την υπόθεση αποτελούν θύματα επικοινωνιακών επιλογών και πολιτικών λογικών που ουσιαστικά δεν τους αφορούν, αλλά έχουν σοβαρές συνέπειες για τη λειτουργία και το μέλλον τους, τις οποίες οι βεβιασμένες αυτές αποφάσεις δεν έχουν συνυπολογίσει. 3. Μία από τις αντιφατικές εκδοχές ενός παλιού σεναρίου: Η συγχώνευση ΕΚΚΕ-ΕΙΕ αποτελεί αναβίωση ενός σεναρίου που επανέρχεται κατά καιρούς με διαφορετική, ωστόσο, κάθε φορά λογική. Ανάλογη ατεκμηρίωτη απόπειρα του τότε αρμόδιου υπουργείου (Υπουργείο Ανάπτυξης, 2009) στόχευε στη συνένωση του ΕΚΚΕ με τα ανθρωπιστικά Ινστιτούτα του ΕΙΕ σε ένα Κέντρο Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών στο πλαίσιο της θεματικής αναδιάταξης του ερευνητικού ιστού, κάτι όμως που θα οδηγούσε στον ουσιαστικό διαμελισμό του ΕΙΕ. Σήμερα, με την προσάρτηση του ΕΚΚΕ στο ΕΙΕ, επιλέγεται, εξίσου ατεκμηρίωτα, η ενδυνάμωση της υφιστάμενης διεπιστημονικής φυσιογνωμίας του ΕΙΕ, δημιουργώντας τετελεσμένο για την επικείμενη διαδικασία αναδιάρθρωσης του χώρου της έρευνας, το οποίο θα πρέπει να δικαιολογηθεί εκ των υστέρων. 4. Έλλειψη κατοχύρωσης οικονομικής βιωσιμότητας του νέου φορέα: Δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη όσον αφορά τη χρηματοδότηση του νέου φορέα, κάτι που δημιουργεί έντονες ανησυχίες για τη βιωσιμότητα όλων των συνιστωσών του. 5. Αντισυνταγματική, αυθαίρετη και καθολική άρση των δικαιωμάτων του μόνιμου προσωπικού του ΕΚΚΕ: Οι μόνιμοι υπάλληλοι του ΕΚΚΕ χάνουν τη μονιμότητά τους –και ότι άλλο αυτή συνεπάγεται– με την ένταξή τους στο νέο φορέα, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, κάτι που αποτελεί παραβίαση του Συντάγματος, όπως τονίζουν έγκυροι νομικοί μεταξύ των οποίων πρέπει να περιληφθεί και ο αρμόδιος Υπουργός που, με την επιστημονική του ιδιότητα, είχε στηλιτεύσει πρόσφατα τις προσπάθειες άρσης της μονιμότητας στο δημόσιο (Αυγή 18-4-2010). Στην προκειμένη περίπτωση η προσάρτηση ενός ΝΠΔΔ σε ένα ΝΠΙΔ αποτελεί την ευκαιρία να δοκιμαστεί στην πράξη η κατάργηση της μονιμότητας των Δημοσίων Υπαλλήλων, ανοίγοντας το δρόμο της μαζικής κατάργησής της στην επόμενη φάση συγχώνευσης δημόσιων φορέων και, γενικότερα, από εδώ και στο εξής. 6. Προβληματική προχειρότητα σε επιμέρους διατάξεις: Στην προσπάθεια να ‘χρυσωθεί το χάπι’ για την πλευρά του ΕΚΚΕ, που υποβιβάζεται και χάνει την αυτοτέλειά και τη νομική του υπόσταση ως ΝΠΔΔ, εμφανίζονται στο νομοσχέδιο διατάξεις που δυναμιτίζουν αναίτια το κλίμα μεταξύ των δύο φορέων. Για παράδειγμα, ενώ τα περισσότερα ζητήματα παραπέμπονται σε Προεδρικό Διάταγμα του Υπουργείου Παιδείας, το νομοσχέδιο σπεύδει να προσδιορίσει τη σύνθεση του νέου ΔΣ, όπου η εξασφάλιση της παρουσίας εκπροσώπων εργαζομένων από το ΕΚΚΕ –με τον τρόπο που προβλέπεται– αντιβαίνει στην ισότιμη εκπροσώπηση του συνόλου των εργαζομένων του νέου φορέα, δημιουργώντας δικαιολογημένη δυσαρέσκεια στην πλευρά του ΕΙΕ. Υποδαυλίζεται, έτσι, η αντιπαλότητα των συγχωνευόμενων μερών, υποθηκεύοντας τις όποιες θετικές προοπτικές θα μπορούσε να αναμένει κανείς από μια τέτοια συγχώνευση, ενώ μπορούν να υπάρξουν τρόποι να εκπροσωπείται και το ΕΚΚΕ στο ΔΣ του ΕΙΕ χωρίς να παραβιάζεται η αναλογική εκπροσώπηση. Στη συγκυρία αυτή το ΕΚΚΕ μοιάζει να αποτελεί μια ιδιότυπη Ιφιγένεια. Περιλήφθηκε στην πρώτη ομάδα οργανισμών προς συγχώνευση, μέσα στη βιαστική προσπάθεια να βρεθούν δημόσιοι οργανισμοί προς συγχώνευση, χωρίς τεκμηρίωση του αναμενόμενου αποτελέσματος και έξω από τη θεσμική λογική που το διέπει ως Ερευνητικό Κέντρο. Παράλληλα, με τη συγκεκριμένη μεθόδευση της συγχώνευσής του δημιουργούνται τετελεσμένα για την επικείμενη αναδιάρθρωση του ερευνητικού ιστού, ενώ με τις αντισυνταγματικές διατάξεις που αφορούν στην άρση της μονιμότητας, το ΕΚΚΕ μετατρέπεται σε εργαστήριο απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων στον ευρύτερο χώρο των ΝΠΔΔ. Για όλους τους παραπάνω λόγους θεωρούμε ότι η συγχώνευση ΕΚΚΕ-ΕΙΕ στο πλαίσιο που επιχειρείται και με τον τρόπο που επιχειρείται είναι πρόχειρη, ατεκμηρίωτη και γι’ αυτό απαράδεκτη. Οι συγχωνεύσεις ΕΚ πρέπει να γίνουν με συντεταγμένο τρόπο υπό την αιγίδα των αρμόδιων φορέων (ΓΓΕΤ), όπως έχει ζητήσει επανειλημμένα και η Σύνοδος των Προέδρων των ΕΚ. Με αυτή την έννοια και σε αυτή τη φάση, τουλάχιστον, η περαιτέρω συζήτηση των λεπτομερειών της συγχώνευσης περιττεύει. Εάν, παρόλα αυτά, το Υπουργείο επιμείνει σε αυτή την προβληματική του απόφαση, ας φροντίσει τουλάχιστον να αποφύγει τις διατάξεις που πρωτοπορούν στην κατάργηση της μονιμότητας, ώστε να αποφύγουμε τον αναπροσανατολισμό της δραστηριότητας του ερευνητικού δυναμικού των ΕΚ από την έρευνα προς τις αίθουσες των δικαστηρίων. Θωμάς Μαλούτας Πρόεδρος ΔΣ ΕΚΚΕ Ανδρομάχη Χατζηγιάννη Διευθύντρια Ερευνών, Εκπρόσωπος των ερευνητών και ΕΛΕ στο ΔΣ του ΕΚΚΕ Κωνσταντώ Δήμου Προϊσταμένη Βιβλιοθήκης ΕΚΚΕ Εκπρόσωπος διοικητικών και τεχνικών υπαλλήλων στο ΔΣ του ΕΚΚΕ