Είναι πρώτογνωρο, αλλά ταυτόχρονα και δυσχερές, να συμμετέχει κανείς σε μια διαβούλευση, χωρίς να έχει να αντικρούσει τεκμηριωμένη αιτιολογική βάση.
Η πρόταση, του άρθρου 10, περί «Συγχώνευσης και κατάργησης Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών», γίνεται κατά τους εμπνευστές της με στόχο την ορθολογικοποίηση των δαπανών και την παροχή ποιοτικών υπηρεσιών προς την πολιτεία και τους πολίτες.
Ατυχώς οι σχεδιαστές της πρότασης αστόχησαν, μιας και δεν ικανοποιείται κανείς από τους παραπάνω στόχους.
Η λειτουργία των Φορέων Διαχείρισης από την ίδρυσή τους και μέχρι το 2015 χρηματοδοτήθηκε και χρηματοδοτείται από ευρωπαικά προγράμματα. Η δε Διοίκησή τους ασκείται από μη αμειβόμενους επιστήμονες και εκπροσώπους παραγωγικών, αυτοδιοικητικών και άλλων φορέων. Επομένως εξοικονόμηση αλλά και ορθολογικοποίηση δαπανών δεν προκύπτει από τη συγκεκριμένη πρόταση. Ικανοποιείται ενδεχομένως το νεφελώδες αίτημα της «Τρόικα» για λιγότερο κράτος, χωρίς βέβαια κανείς να μπορεί να ισχυριστεί βάσιμα ότι στο κράτος περιλαμβάνονται και οι Φορείς Διαχείρισης, ως Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου.
Σε ότι αφορά στην ορθολογικοποίηση των δαπανών, είναι περισσότερο από βέβαιο ότι η συγχώνευση δεν θα λύσει κανένα οικονομικό πρόβλημα, ενώ αντίθετα θα προσθέσει νέα, μεγαλύτερα, δυσεπίλυτα και ίσως δυσάρεστα για τη Χώρα, όταν αυτή θα διασύρεται στα Ευρωπαικά Δικαστήρια.
Σε σχέση βέβαια με την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών από τη λειτουργία των Φορέων Διαχείρισης, εδώ απαιτείται μεγάλη φαντασία για να ανακαλύψει κανείς την παραμικρή βελτίωση υπηρεσιών που θα προκύψει:
• μέσα από τα μεγέθη και την πολυδιάσπαση των Προστατευόμενων Περιοχών, που θα φτάσουν στην περίπτωση της Βόρειας Πίνδου στα 3 εκατ. στρ. και σε αποστάσεις μεταξύ προστατευόμενων περιοχών, που θα απέχουν άνω των 250 χλμ. και μάλιστα σε ορεινές, δύσβατες περιοχές
• μέσα από συνενώσεις Φορέων Διαχείρισης και περιοχών με εντελώς διαφορετικά προστατευταία αντικείμενα, προτεραιότητες και σχεδιασμούς
• ή τέλος, μέσα από καταργήσεις Φορέων Διαχείρισης, χωρίς ποτέ να έχει αξιολογηθεί το έργο που προσέφεραν και προσφέρουν,
οπότε το μόνο «επιχείρημα» που απομένει για τους προτείνοντες είναι η απαίτηση της τρόικα για μείωση του κράτους. Από πότε βέβαια οι Φορείς Διαχείρισης, ως Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, έγιναν κράτος και μάλιστα σπάταλο, όταν δεν έχουν από αυτό κάποια χρηματοδότηση; Μάλλον και το επιχείρημα αυτό είναι αδύναμο και ελπίζουμε να μη γίνει αποδεκτό ούτε από την τρόικα.
Αλλού επομένως βρίσκονται τα προβλήματα των Φορέων Διαχείρισης και των Προστετευόμενων Περιοχών γενικότερα, τα οποία χρειάζονται κατάλληλη προσέγγιση, ανάλυση και τελικά αντιμετώπιση.
Για να συμβεί όμως αυτό, εφόσον βέβαια αποτελεί βούληση της πολιτείας, θα πρέπει καταρχήν να αποσυρθεί το άρθρο 10, να συνεχίσουν οι Φορείς Διαχείρισης τη λειτουργία τους, ώστε να ανταποκριθούν στις πολλαπλές και πιεστικές τρέχουσες υποχρεώσεις τους (υπογραφή συμβάσεων έως το τέλος του 2013 για πληθώρα έργων και δράσεων) και παράλληλα να ξεκινήσει ένας ουσιαστικός διάλογος, μεταξύ όλων των εμπλεκομένων φορέων, που θα οδηγήσει στο επιθυμιτό αποτέλεσμα βελτίωσης της οργάνωσης και λειτουργίας των Φορέων Διαχείρισης.
Για το διάλογο αυτό τα κείμενα, προτάσεις και σχόλια που έχουν υποβληθεί από τους διάφορους φορείς (Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών, Σύλλογος εργαζομένων, ΜΚΟ κ.α.), αλλά κυρίως η «Πρόταση της Επιτροπής Φύση 2000» (Νοέμβρης 2011), αποτελούν πλούσιο υλικό και την καλύτερη βάση για να δομηθεί κατάλληλα και να είναι παραγωγικός και αποδοτικός διάλογος, ώστε να οδηγήσει στην επιθυμητή λειτουργική αναδιάρθρωση των σχημάτων διαχείρισης των Προστατευόμενων Περιοχών της χώρας.
Μια τέτοια αναδιάρθρωση, βασισμένη σε αξιολόγηση των Φορέων Διαχείρισης, σε αρχές προυποθέσεις και κριτήρια, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε ορθολογικοποίηση δαπανών και λειτουργίας των Φορέων, σε προσφορά ποιοτικών υπηρεσιών προς τους πολίτες και στη δημιουργία βιώσιμων αναπτυξιακών προοπτικών για τη Χώρα.
Αυτό θεωρούμε ότι υπαγορεύει η κρισιμότητα των καιρών που διανύουμε, γι αυτό απαιτείται από όλες τις πλευρές «αρετή και τόλμη», η οποία πρέπει να εκφραστεί έμπρακτα με:
α. απόσυρση του άρθρου 10 και
β. άμεση έναρξη του διαλόγου.
Δρ. Στέργιος Βέργος
Δασολόγος, Καθηγητής ΤΕΙ/Λ
Πρόεδρος Φ.Δ. Εθνικών Δρυμών Βίκου-Αώου και Πίνδου
Είναι πρώτογνωρο, αλλά ταυτόχρονα και δυσχερές, να συμμετέχει κανείς σε μια διαβούλευση, χωρίς να έχει να αντικρούσει τεκμηριωμένη αιτιολογική βάση. Η πρόταση, του άρθρου 10, περί «Συγχώνευσης και κατάργησης Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών», γίνεται κατά τους εμπνευστές της με στόχο την ορθολογικοποίηση των δαπανών και την παροχή ποιοτικών υπηρεσιών προς την πολιτεία και τους πολίτες. Ατυχώς οι σχεδιαστές της πρότασης αστόχησαν, μιας και δεν ικανοποιείται κανείς από τους παραπάνω στόχους. Η λειτουργία των Φορέων Διαχείρισης από την ίδρυσή τους και μέχρι το 2015 χρηματοδοτήθηκε και χρηματοδοτείται από ευρωπαικά προγράμματα. Η δε Διοίκησή τους ασκείται από μη αμειβόμενους επιστήμονες και εκπροσώπους παραγωγικών, αυτοδιοικητικών και άλλων φορέων. Επομένως εξοικονόμηση αλλά και ορθολογικοποίηση δαπανών δεν προκύπτει από τη συγκεκριμένη πρόταση. Ικανοποιείται ενδεχομένως το νεφελώδες αίτημα της «Τρόικα» για λιγότερο κράτος, χωρίς βέβαια κανείς να μπορεί να ισχυριστεί βάσιμα ότι στο κράτος περιλαμβάνονται και οι Φορείς Διαχείρισης, ως Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου. Σε ότι αφορά στην ορθολογικοποίηση των δαπανών, είναι περισσότερο από βέβαιο ότι η συγχώνευση δεν θα λύσει κανένα οικονομικό πρόβλημα, ενώ αντίθετα θα προσθέσει νέα, μεγαλύτερα, δυσεπίλυτα και ίσως δυσάρεστα για τη Χώρα, όταν αυτή θα διασύρεται στα Ευρωπαικά Δικαστήρια. Σε σχέση βέβαια με την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών από τη λειτουργία των Φορέων Διαχείρισης, εδώ απαιτείται μεγάλη φαντασία για να ανακαλύψει κανείς την παραμικρή βελτίωση υπηρεσιών που θα προκύψει: • μέσα από τα μεγέθη και την πολυδιάσπαση των Προστατευόμενων Περιοχών, που θα φτάσουν στην περίπτωση της Βόρειας Πίνδου στα 3 εκατ. στρ. και σε αποστάσεις μεταξύ προστατευόμενων περιοχών, που θα απέχουν άνω των 250 χλμ. και μάλιστα σε ορεινές, δύσβατες περιοχές • μέσα από συνενώσεις Φορέων Διαχείρισης και περιοχών με εντελώς διαφορετικά προστατευταία αντικείμενα, προτεραιότητες και σχεδιασμούς • ή τέλος, μέσα από καταργήσεις Φορέων Διαχείρισης, χωρίς ποτέ να έχει αξιολογηθεί το έργο που προσέφεραν και προσφέρουν, οπότε το μόνο «επιχείρημα» που απομένει για τους προτείνοντες είναι η απαίτηση της τρόικα για μείωση του κράτους. Από πότε βέβαια οι Φορείς Διαχείρισης, ως Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, έγιναν κράτος και μάλιστα σπάταλο, όταν δεν έχουν από αυτό κάποια χρηματοδότηση; Μάλλον και το επιχείρημα αυτό είναι αδύναμο και ελπίζουμε να μη γίνει αποδεκτό ούτε από την τρόικα. Αλλού επομένως βρίσκονται τα προβλήματα των Φορέων Διαχείρισης και των Προστετευόμενων Περιοχών γενικότερα, τα οποία χρειάζονται κατάλληλη προσέγγιση, ανάλυση και τελικά αντιμετώπιση. Για να συμβεί όμως αυτό, εφόσον βέβαια αποτελεί βούληση της πολιτείας, θα πρέπει καταρχήν να αποσυρθεί το άρθρο 10, να συνεχίσουν οι Φορείς Διαχείρισης τη λειτουργία τους, ώστε να ανταποκριθούν στις πολλαπλές και πιεστικές τρέχουσες υποχρεώσεις τους (υπογραφή συμβάσεων έως το τέλος του 2013 για πληθώρα έργων και δράσεων) και παράλληλα να ξεκινήσει ένας ουσιαστικός διάλογος, μεταξύ όλων των εμπλεκομένων φορέων, που θα οδηγήσει στο επιθυμιτό αποτέλεσμα βελτίωσης της οργάνωσης και λειτουργίας των Φορέων Διαχείρισης. Για το διάλογο αυτό τα κείμενα, προτάσεις και σχόλια που έχουν υποβληθεί από τους διάφορους φορείς (Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών, Σύλλογος εργαζομένων, ΜΚΟ κ.α.), αλλά κυρίως η «Πρόταση της Επιτροπής Φύση 2000» (Νοέμβρης 2011), αποτελούν πλούσιο υλικό και την καλύτερη βάση για να δομηθεί κατάλληλα και να είναι παραγωγικός και αποδοτικός διάλογος, ώστε να οδηγήσει στην επιθυμητή λειτουργική αναδιάρθρωση των σχημάτων διαχείρισης των Προστατευόμενων Περιοχών της χώρας. Μια τέτοια αναδιάρθρωση, βασισμένη σε αξιολόγηση των Φορέων Διαχείρισης, σε αρχές προυποθέσεις και κριτήρια, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε ορθολογικοποίηση δαπανών και λειτουργίας των Φορέων, σε προσφορά ποιοτικών υπηρεσιών προς τους πολίτες και στη δημιουργία βιώσιμων αναπτυξιακών προοπτικών για τη Χώρα. Αυτό θεωρούμε ότι υπαγορεύει η κρισιμότητα των καιρών που διανύουμε, γι αυτό απαιτείται από όλες τις πλευρές «αρετή και τόλμη», η οποία πρέπει να εκφραστεί έμπρακτα με: α. απόσυρση του άρθρου 10 και β. άμεση έναρξη του διαλόγου. Δρ. Στέργιος Βέργος Δασολόγος, Καθηγητής ΤΕΙ/Λ Πρόεδρος Φ.Δ. Εθνικών Δρυμών Βίκου-Αώου και Πίνδου