Σχέδιο Δράσης OGP OGP

  • Σχόλιο του χρήστη 'Γιάννης Κοντός' | 10 Νοεμβρίου 2011, 17:20

    Α. ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 – ΕΔΑΦΙΟ 2 «Υπάλληλος που παραπέμφθηκε αμετακλήτως στο ακροατήριο προκειμένου να δικαστεί για τα αδικήματα της δωροδοκίας, της υπεξαίρεσης περί την υπηρεσία, της κατάχρησης ανηλίκων σε ασέλγεια, της ασέλγειας με κατάχρηση εξουσίας ή της πορνογραφίας ανηλίκων, τίθεται αυτοδίκαια σε αργία, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Ο υπάλληλος επανέρχεται στην υπηρεσία μόνο αν αθωωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.» Η πρόβλεψη σύμφωνα με την οποία υπάλληλος που παραπέμφθηκε αμετακλήτως ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ (!) τίθεται αυτοδίκαια σε αργία, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αντίκειται κατάφωρα στη θεμελιώδη ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ, ένα θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της στην Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το εν λόγω τεκμήριο είναι πρόδηλο ότι επεκτείνεται πέραν των δικαστικών αρχών και αφορά και στα διοικητικά μέτρα εναντίον του κατηγορούμενου. Δεν νοείται η επιβολή οποιασδήποτε κύρωσης και μέτρου τιμωρητικού χαρακτήρα πριν την ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗ απόφαση ποινικού δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου. Σημειώνεται ότι λόγω ακριβώς του τεκμηρίου της αθωότητας, ισχύει το ανασταλτικό αποτέλεσμα τόσο των ενδίκων μέσων, όσο και της προθεσμίας άσκησης αυτών. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να υπάρχουν προβλέψεις στο πειθαρχικό δίκαιο που, ενώ εξαρτώνται από την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, να μην διέπονται από τις ίδιες αρχές και πρακτικές ; Αν, πάντως, σκοπός των εισηγούμενων προβλέψεων είναι ο παραδειγματισμός, τότε παραβιάζεται επίσης κατάφωρα, πέραν των ορίων της λογικής, η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ. Υπενθυμίζεται, για παράδειγμα, ότι με την απόφαση 45/2005 ΟλομΑΠ κρίθηκε ότι όλα τα μέσα ασκήσεως της κρατικής εξουσίας, ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η διοικητική πράξη, πρέπει να πληρούν τα τρία κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας, δηλαδή (α) την καταλληλότητα, (β) την αναγκαιότητα και (γ) τη συνάφεια μέσου προς τον σκοπό. Τελευταία αλλά εξίσου σημαντική παρατήρηση στο εδάφιο 2: Πέραν της καταστρατήγησης βασικών αρχών της έννομης και διοικητικής τάξης, οι προωθούμενες διατάξεις θέτουν μείζον θέμα προσβολής της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας, διακύβευσης της υγείας (ψυχικής και σωματικής) και οικονομικής εξόντωσης υπαλλήλων, με μόνο επαρκές αιτιολογικό την παραπομπή στο ακροατήριο (!), χωρίς αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Αν ισχύσουν οι συγκεκριμένες διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου, ακόμα και αν επιλυόταν το πρακτικό ζήτημα του μεγάλου χρονικού διαστήματος μεταξύ παραπομπής στο ακροατήριο και αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, πώς θα μπορούσε να αποκατασταθεί η βλάβη που αναίτια θα υποστεί ένας κατηγορούμενος υπάλληλος, ο οποίος τελικά αθωώνεται ; ; ; Β. ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 – ΕΔΑΦΙΟ 1 «Τίθεται αυτοδίκαια σε αργία ο υπάλληλος ο οποίος στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία, ύστερα από πρωτοβάθμια απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή ένταλμα προσωρινής κράτησης. » Υπογραμμίζεται ότι η πρόβλεψη αυτή, με την οποία αρχίζει η παράγραφος 1, ΑΝΤΙΚΕΙΤΑΙ ΕΞΙΣΟΥ στις θεμελιώδεις αρχές του τεκμηρίου της αθωότητας και της αναλογικότητας και δημιουργεί συνθήκες για αναίτια εξόντωση υπαλλήλων, με το ίδιο σκεπτικό που παρατέθηκε παραπάνω, καθόσον δεν μπορούν να εφαρμόζονται μέτρα τιμωρητικού χαρακτήρα και προσβολής του κατηγορουμένου πριν την ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗ απόφαση ποινικού δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου. Είναι δε μεγάλος ο κίνδυνος, η κατάφορη απόκλιση, από θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, των προβλέψεων στο αμέσως επόμενο εδάφιο 2 της ίδιας παραγράφου να επισκιάσει το αβάσιμο ΚΑΙ των προκείμενων προβλέψεων (όπως φαίνεται και στα μέχρι τώρα σχόλια στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης). ΜΑΛΙΣΤΑ, Η ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΡΟΒΛΕΨΗ, ΙΔΙΩΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΓΙΑ ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗ ΑΡΓΙΑ ΛΟΓΩ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ, ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΑ ΕΠΙΠΕΔΑ, ΠΟΥ ΑΠΤΟΝΤΑΙ ΤΟΥ ΠΥΡΗΝΑ ΤΩΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ, ΟΠΩΣ Η ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΝΕΡΧΕΣΘΑΙ. Γ. ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΔΙΑΚΗΡΥΓΜΕΝΟΥ ΣΚΟΠΟΥ ΤΩΝ ΠΡΟΩΘΟΥΜΕΝΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΘΜΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Στο αιτιολογικό του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου, αναφέρεται ότι: «Με το παρόν σχέδιο νόμου επιχειρούμε την αναδιάταξη του συστήματος παραπτωμάτων και ποινών των υπαλλήλων του δημοσίου, ώστε αφενός μεν να αναδιαμορφώσουμε το προφίλ του έντιμου και αποτελεσματικού δημόσιου υπαλλήλου στην ελληνική κοινωνία, αφετέρου δε να εξελίξουμε ένα «πλαδαρό» σύστημα καταστολής παραβατικών συμπεριφορών στο δημόσιο, σε δυναμικό εργαλείο ανάπτυξης των ανθρώπινων πόρων και βασικό εγγυητή διασφάλισης του δημόσιου συμφέροντος κατά την ανάπτυξη διοικητικής δράσης από οποιοδήποτε διοικητικό όργανο, σε οποιοδήποτε επίπεδο διοίκησης.». Όμως, οι προβλέψεις της παραγράφου 1 δημιουργούν, αντιθέτως, τις προϋποθέσεις για παρακώλυση του έργου των ελεγκτικών μηχανισμών της δημόσιας διοίκησης σε όλα τα πεδία (Υπ. Οικονομικών, Υπ. Ανάπτυξης, Υπ. Εργασίας, Υπ. Υγείας κλπ). Και αυτό γιατί, με τον τρόπο που είναι διατυπωμένες οι συγκεκριμένες διατάξεις, προσφέρεται στους παραβάτες ένα πανίσχυρο μέσο για συνδιαλλαγή και εκφοβισμό των υπαλλήλων που στελεχώνουν τους εν λόγω μηχανισμούς, προκειμένου να αποφύγουν τις συνέπειες των παραβάσεών τους. Μια γρήγορη επισκόπηση των πεπραγμένων των διενεργούμενων ελέγχων στους περισσότερους τομείς, φανερώνει ότι ήδη τέτοιες στάσεις αντιμετωπίζονται με ανησυχητικά αυξανόμενο αριθμό από τους αρμόδιους υπαλλήλους. Πώς μπορεί λοιπόν να διασφαλισθεί το δημόσιο συμφέρον και η αποτελεσματική διοικητική δράση εν μέσω ενός καθεστώτος ανασφάλειας και εκφοβισμού; Παρόμοιες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν και σε άλλους ευαίσθητους τομείς, εκτός των ελεγκτικών μηχανισμών, με συνέπειες εξίσου πολλαπλασιαστικά βλαπτικές για τη δημόσια διοίκηση. Για παράδειγμα στα σχολεία, οι διατάξεις αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα ανεξέλεγκτο μέσο αντεκδίκησης και επίλυσης προσωπικών διαφορών μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων ή, στις διαχειριστικές αρχές κοινοτικών κονδυλίων, μεταξύ στελεχών των υπηρεσιών και υποψήφιων αναδόχων έργων.