Η δυσπιστία προς το Δημόσιο και τους λοιπούς Φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα είναι απολύτως δικαιολογημένη από τα τόσα χρόνια αναποτελεσματικότητας, έλλειψης οργάνωσης, έλλειψης αξιόπιστης αξιολόγησης δομών και προσώπων. Αυτό ισχύει ως καθημερινή διαπίστωση και από τους ίδιους τους εργαζόμενους μέσα στους χώρους & υπηρεσίες που εξυπηρετούν τον πολίτη. Εκεί που η κατάσταση χρίζει άμεσης αντιμετώπισης, ωστόσο, είναι η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Οι φορείς του Δημοσίου είχαν μέχρι τώρα μια στοιχειώδη τουλάχιστον αξιολόγηση του ανθρώπινου δυναμικού και των υπηρεσιών τους, ενώ αντίθετα στους ΟΤΑ κάθε έννοια αξιοκρατίας καταλύθηκε προκειμένου να εξυπηρετηθούν κυρίως «πελατειακές σχέσεις». Αυτό, σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι δεν προσλήφθηκαν και αξιόλογα άτομα με προσόντα και διάθεση για τη μέγιστη αποδοτικότητα, όπως και για την εξυπηρέτηση του δημότη. Η δε σχέση εργασίας τους (είτε είχε ήδη εγκριθεί ως μόνιμη σχέση εργασίας, ή ως ιδιωτικού δικαίου, ή άλλη μικρότερης διάρκειας) δεν είχε επίδραση στην ποιότητα της δουλειά τους, διότι ο άξιος εργαζόμενος δεν περιμένει τη μονιμοποίηση για να εργαστεί αποτελεσματικά. Τους συγκεκριμένους εργαζόμενους μόνο μια σωστά σχεδιασμένη αξιολόγηση μπορεί να αναδείξει και να αξιοποιήσει για την κάλυψη των αναγκών σε τοπικό επίπεδο, και αυτή η ενέργεια δεν είναι δυνατό να χρονοτριβεί πλέον. Η περίφημη αξιολόγηση που εξαγγέλλεται εδώ και μήνες δεν είναι τόσο δύσκολο να ξεκινήσει τουλάχιστον από τους Δήμους της πρωτεύουσας και να επεκταθεί σταδιακά και στην περιφέρεια. Ειδικότερα δε σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης που η έννοια της αξιολόγησης είναι μάλλον μια έννοια άγνωστη, είναι αναγκαίο τουλάχιστον σε μια πρώτη προσπάθεια ένα στοιχειώδες ξεκαθάρισμα μεταξύ των ικανών με προσόντα εργαζομένων και των ανίκανων και ανίδεων. Η φαινομενική -όπως γίνεται μέχρι σήμερα- αξιολόγηση, όταν χρησιμοποιείται ειδικά ως επιχείρημα για τη «νομιμοποίηση» κάποιων πράξεων ή/και την ανάδειξη/ προαγωγή κάποιων ανίκανων εργαζομένων (επειδή έχουν τα «μέσα» και τις «επαφές») έναντι άλλων, έχει περίεργες και κάποιες φορές «αθέμιτες» εφαρμογές!
Μια παρενέργεια «αξιολόγησης» είναι, για παράδειγμα, να προάγεται επί σειρά ετών σε θέση Προϊσταμένου Διοικητικής Υπηρεσίας υπάλληλος (άρρεν) β’θμιας εκπαίδευσης, χωρίς γνώσεις ξένων γλωσσών & Η/Υ ή άλλης επιμόρφωσης, έναντι έτερης εργαζόμενης, τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με Διδακτορικό, άριστη γνώση ξένων γλωσσών και με πολλές επιμορφώσεις καθώς και αρκετών ετών επαγγελματικής εμπειρίας (προσοχή στο φύλο – πρόκειται για γυναίκα!). Δεν χρειάζεται να σχολιαστεί περαιτέρω ένα τέτοιο φαινόμενο που δυστυχώς δεν είναι σπάνιο στο χώρο της Τ.Α. που συνεχίζει να λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό με την επαρχιώτικη εσωστρεφή νοοτροπία του «ψαρέματος» ψήφων/ παροχής προνομίων στους «ημέτερους» κλπ, όπως φαίνεται και από προηγούμενο σχόλιο που αναρτήθηκε επί του παρόντος άρθρου. Επίσης όπως φαίνεται από προηγούμενα σχόλια, η αξιοποίηση των επιτυχόντων μέσω ΑΣΕΠ θα έπρεπε να είναι το αυτονόητο σε μια χώρα που «πετροβολείται» συνεχώς για έλλειψη ικανών στελεχών, έλλειψη αποτελεσματικότητας/ απόδοσης/ οργάνωσης κ.α. Επομένως, μια πρώτη άμεση δράση που θα έπρεπε να λάβει η Πολιτεία ενόψει της τόσο πολυδιαφημιζόμενης «αξιολόγησης», θα μπορούσε να είναι η σύσταση μιας ολιγομελούς επιτροπής από ανεξάρτητους (από το Δημόσιο) καταξιωμένους επιστήμονες-εμπειρογνώμονες σε ζητήματα δημοσίων/ οργανωτικών/ λειτουργικών αναγκών των υπηρεσιών κ.α. για να επισκεφθούν όλους τους Δήμους, αρχής γενομένης από την Αθήνα. Άλλωστε, είναι πολύ πιο εύκολο να ανιχνευθεί η ανικανότητα ή ο παραλογισμός σε υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα της Τ.Α. του εγγύτερου χώρου της κεντρικής διοίκησης. Ωστόσο, η συγκεκριμένη επιτροπή θα πρέπει να λάβει υπόψη όχι μόνο τις επαφές με τη Διοίκηση και τους προϊσταμένους υπηρεσιών αλλά να έχει επαφές με τους συλλόγους εργαζομένων, με απλούς υπαλλήλους στο χώρο της εργασίας, να ζητήσει όλους τους οργανισμούς εσωτερικής υπηρεσίας του Δήμου και των Νομικών Προσώπων του και να εξετάσει κατά πόσο τα Νομικά Πρόσωπα που συνεχίζουν να λειτουργούν, έχουν αλληλοεπικαλυπτόμενες (με άλλες υπηρεσίες του Δήμου ή άλλα ΝΠΔΔ του ίδιου Δήμου) αρμοδιότητες και επομένως έχουν ως αποτέλεσμα κατασπατάληση οικονομικών πόρων και ανορθολογική κατανομή ανθρώπινου δυναμικού. Ένα ανάλογο παράδειγμα είναι η περίπτωση μεγάλου και γνωστού Δήμου της Ανατολικής Αττικής (με πληθυσμό έως 100.000 κατοίκους) που «νομιμοποίησε» την παράλογη λειτουργία δύο Νομικών Προσώπων του με το ίδιο αντικείμενο όταν στον «Καλλικράτη» αναφέρεται ρητά ότι «Κάθε δήμος μπορεί να συνιστά ή να έχει: Έως δύο (2) νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου,
- ένα για τους τομείς αρμοδιοτήτων κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης και παιδείας και
- ένα για τους τομείς πολιτισμού, αθλητισμού και περιβάλλοντος, όπως αυτοί προβλέπονται στο άρθρο 75 του ν. 3463/2006, όπως ισχύει παρ 1 άρθρο 103 του ν. 3852/10. Ο συγκεκριμένος Δήμος διαθέτει, παρά τις οδηγίες, τρία νομικά πρόσωπα εκ των οποίων τα δύο έχουν αλληλοκαλυπτόμενες αρμοδιότητες και δραστηριότητες με βάση ένα ακατάληπτο σκεπτικό, που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η διευθέτηση αυτή μάλλον εξυπηρέτησε διανομή «καθισμάτων» σε ημέτερους συμβούλους/ προέδρους Δ.Σ. και αντίστοιχη ανάθεση αρμοδιοτήτων Προϊσταμένων σε «ημέτερους» εργαζόμενους, χωρίς ουσιαστικά (αλλά και τυπικά) προσόντα, στα συγκεκριμένα Νομικά Πρόσωπα.
Στο μεταξύ, για άμεση βελτίωση της υπάρχουσας κατάστασης και σε πλήρη συμφωνία με προηγούμενες αναρτήσεις για τους ΟΤΑ, όπου τα «κακώς κείμενα» είναι δυστυχώς πολλά και κατά περίεργο τρόπο «ανεξιχνίαστα», προτείνονται τα ακόλουθα:
Να τροποποιηθεί το σημείο εκείνο του «Καλλικράτη» που αφήνει στην επιλογή των αιρετών τη συγχώνευση των διαφόρων ΝΠΔΔ των Δήμων και να αλλάξει σε αυτοδίκαιη συγχώνευση όλων των ΝΠΔΔ στους Δήμους που ανήκουν. Δυστυχώς οι αιρετοί (με ελάχιστες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα) εμφορούνται ακόμη από εκείνες τις πεπαλαιωμένες νοοτροπίες εκδούλευσης με βάση τη συγκέντρωση ψήφων.
Η κατάργηση των ΝΠΔΔ (με εξαίρεση ίσως Δήμους που έχουν πάνω από 500.000 κατοίκους) και η σύσταση νέων οργανισμών των Δήμων με ορθολογικό καταμερισμό υπηρεσιών και ανθρώπινου δυναμικού θα έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση αντίστοιχα περιττών Διοικητικών Συμβουλίων (και των Προέδρων τους) με αποτέλεσμα αν όχι να εμποδιστούν τουλάχιστον να περιοριστούν «οι πελατειακές σχέσεις», αλλά να μειωθεί και το κόστος λειτουργίας των Υπηρεσιών. Το έργο τους πρέπει να επιτελείται μόνο από υπηρεσιακούς παράγοντες. Τέλος, η κατάργηση των ΝΠΔΔ και η συγχώνευσή τους με το Δήμο στον οποίο ανήκουν θα επιφέρει όχι μόνο οικονομία σε χρηματικούς πόρους αλλά και οικονομία στη λήψη αποφάσεων/ οργάνωση δράσεων/ καταμερισμό εργασιών/ περιορισμό γραφειοκρατίας, ενώ θα βοηθήσει στη δίκαιη αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού.
Οι Ο.Τ.Α. είναι ίσως από τους σημαντικότερους φορείς άμεσης υποστήριξης και εξυπηρέτησης του πολίτη και θα έπρεπε να έχει εφαρμοστεί ήδη ένα αυστηρό πλαίσιο λειτουργίας τους, με περιορισμό διοικητικών συμβουλίων όπου οι αιρετοί (ως δεύτεροι «ημίθεοι») κανονίζουν αυθαίρετα τις τύχες «δικαίων και αδίκων», χωρίς να διαθέτουν και τα ανάλογα προσόντα, η δε αξιολόγηση οφείλει να εφαρμοστεί καταρχήν - και πριν ακόμη εφαρμοστεί στο στενό Δημόσιο τομέα - στις υπηρεσίες της ΤΑ και να επαναλαμβάνεται ετησίως. Ωστόσο, η αξιολόγηση για να είναι αποτελεσματική οφείλει και πρέπει να συνυπολογίζει τη διεθνή ευρωπαϊκή εμπειρία και να προσαρμόζεται στις τοπικές ανάγκες, γεγονός εξαιρετικά δύσκολο για την Ελληνική πραγματικότητα όπως αποδεικνύεται καθημερινά. Παρ' όλ' αυτά, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία…
Η δυσπιστία προς το Δημόσιο και τους λοιπούς Φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα είναι απολύτως δικαιολογημένη από τα τόσα χρόνια αναποτελεσματικότητας, έλλειψης οργάνωσης, έλλειψης αξιόπιστης αξιολόγησης δομών και προσώπων. Αυτό ισχύει ως καθημερινή διαπίστωση και από τους ίδιους τους εργαζόμενους μέσα στους χώρους & υπηρεσίες που εξυπηρετούν τον πολίτη. Εκεί που η κατάσταση χρίζει άμεσης αντιμετώπισης, ωστόσο, είναι η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Οι φορείς του Δημοσίου είχαν μέχρι τώρα μια στοιχειώδη τουλάχιστον αξιολόγηση του ανθρώπινου δυναμικού και των υπηρεσιών τους, ενώ αντίθετα στους ΟΤΑ κάθε έννοια αξιοκρατίας καταλύθηκε προκειμένου να εξυπηρετηθούν κυρίως «πελατειακές σχέσεις». Αυτό, σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι δεν προσλήφθηκαν και αξιόλογα άτομα με προσόντα και διάθεση για τη μέγιστη αποδοτικότητα, όπως και για την εξυπηρέτηση του δημότη. Η δε σχέση εργασίας τους (είτε είχε ήδη εγκριθεί ως μόνιμη σχέση εργασίας, ή ως ιδιωτικού δικαίου, ή άλλη μικρότερης διάρκειας) δεν είχε επίδραση στην ποιότητα της δουλειά τους, διότι ο άξιος εργαζόμενος δεν περιμένει τη μονιμοποίηση για να εργαστεί αποτελεσματικά. Τους συγκεκριμένους εργαζόμενους μόνο μια σωστά σχεδιασμένη αξιολόγηση μπορεί να αναδείξει και να αξιοποιήσει για την κάλυψη των αναγκών σε τοπικό επίπεδο, και αυτή η ενέργεια δεν είναι δυνατό να χρονοτριβεί πλέον. Η περίφημη αξιολόγηση που εξαγγέλλεται εδώ και μήνες δεν είναι τόσο δύσκολο να ξεκινήσει τουλάχιστον από τους Δήμους της πρωτεύουσας και να επεκταθεί σταδιακά και στην περιφέρεια. Ειδικότερα δε σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης που η έννοια της αξιολόγησης είναι μάλλον μια έννοια άγνωστη, είναι αναγκαίο τουλάχιστον σε μια πρώτη προσπάθεια ένα στοιχειώδες ξεκαθάρισμα μεταξύ των ικανών με προσόντα εργαζομένων και των ανίκανων και ανίδεων. Η φαινομενική -όπως γίνεται μέχρι σήμερα- αξιολόγηση, όταν χρησιμοποιείται ειδικά ως επιχείρημα για τη «νομιμοποίηση» κάποιων πράξεων ή/και την ανάδειξη/ προαγωγή κάποιων ανίκανων εργαζομένων (επειδή έχουν τα «μέσα» και τις «επαφές») έναντι άλλων, έχει περίεργες και κάποιες φορές «αθέμιτες» εφαρμογές! Μια παρενέργεια «αξιολόγησης» είναι, για παράδειγμα, να προάγεται επί σειρά ετών σε θέση Προϊσταμένου Διοικητικής Υπηρεσίας υπάλληλος (άρρεν) β’θμιας εκπαίδευσης, χωρίς γνώσεις ξένων γλωσσών & Η/Υ ή άλλης επιμόρφωσης, έναντι έτερης εργαζόμενης, τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με Διδακτορικό, άριστη γνώση ξένων γλωσσών και με πολλές επιμορφώσεις καθώς και αρκετών ετών επαγγελματικής εμπειρίας (προσοχή στο φύλο – πρόκειται για γυναίκα!). Δεν χρειάζεται να σχολιαστεί περαιτέρω ένα τέτοιο φαινόμενο που δυστυχώς δεν είναι σπάνιο στο χώρο της Τ.Α. που συνεχίζει να λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό με την επαρχιώτικη εσωστρεφή νοοτροπία του «ψαρέματος» ψήφων/ παροχής προνομίων στους «ημέτερους» κλπ, όπως φαίνεται και από προηγούμενο σχόλιο που αναρτήθηκε επί του παρόντος άρθρου. Επίσης όπως φαίνεται από προηγούμενα σχόλια, η αξιοποίηση των επιτυχόντων μέσω ΑΣΕΠ θα έπρεπε να είναι το αυτονόητο σε μια χώρα που «πετροβολείται» συνεχώς για έλλειψη ικανών στελεχών, έλλειψη αποτελεσματικότητας/ απόδοσης/ οργάνωσης κ.α. Επομένως, μια πρώτη άμεση δράση που θα έπρεπε να λάβει η Πολιτεία ενόψει της τόσο πολυδιαφημιζόμενης «αξιολόγησης», θα μπορούσε να είναι η σύσταση μιας ολιγομελούς επιτροπής από ανεξάρτητους (από το Δημόσιο) καταξιωμένους επιστήμονες-εμπειρογνώμονες σε ζητήματα δημοσίων/ οργανωτικών/ λειτουργικών αναγκών των υπηρεσιών κ.α. για να επισκεφθούν όλους τους Δήμους, αρχής γενομένης από την Αθήνα. Άλλωστε, είναι πολύ πιο εύκολο να ανιχνευθεί η ανικανότητα ή ο παραλογισμός σε υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα της Τ.Α. του εγγύτερου χώρου της κεντρικής διοίκησης. Ωστόσο, η συγκεκριμένη επιτροπή θα πρέπει να λάβει υπόψη όχι μόνο τις επαφές με τη Διοίκηση και τους προϊσταμένους υπηρεσιών αλλά να έχει επαφές με τους συλλόγους εργαζομένων, με απλούς υπαλλήλους στο χώρο της εργασίας, να ζητήσει όλους τους οργανισμούς εσωτερικής υπηρεσίας του Δήμου και των Νομικών Προσώπων του και να εξετάσει κατά πόσο τα Νομικά Πρόσωπα που συνεχίζουν να λειτουργούν, έχουν αλληλοεπικαλυπτόμενες (με άλλες υπηρεσίες του Δήμου ή άλλα ΝΠΔΔ του ίδιου Δήμου) αρμοδιότητες και επομένως έχουν ως αποτέλεσμα κατασπατάληση οικονομικών πόρων και ανορθολογική κατανομή ανθρώπινου δυναμικού. Ένα ανάλογο παράδειγμα είναι η περίπτωση μεγάλου και γνωστού Δήμου της Ανατολικής Αττικής (με πληθυσμό έως 100.000 κατοίκους) που «νομιμοποίησε» την παράλογη λειτουργία δύο Νομικών Προσώπων του με το ίδιο αντικείμενο όταν στον «Καλλικράτη» αναφέρεται ρητά ότι «Κάθε δήμος μπορεί να συνιστά ή να έχει: Έως δύο (2) νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, - ένα για τους τομείς αρμοδιοτήτων κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης και παιδείας και - ένα για τους τομείς πολιτισμού, αθλητισμού και περιβάλλοντος, όπως αυτοί προβλέπονται στο άρθρο 75 του ν. 3463/2006, όπως ισχύει παρ 1 άρθρο 103 του ν. 3852/10. Ο συγκεκριμένος Δήμος διαθέτει, παρά τις οδηγίες, τρία νομικά πρόσωπα εκ των οποίων τα δύο έχουν αλληλοκαλυπτόμενες αρμοδιότητες και δραστηριότητες με βάση ένα ακατάληπτο σκεπτικό, που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η διευθέτηση αυτή μάλλον εξυπηρέτησε διανομή «καθισμάτων» σε ημέτερους συμβούλους/ προέδρους Δ.Σ. και αντίστοιχη ανάθεση αρμοδιοτήτων Προϊσταμένων σε «ημέτερους» εργαζόμενους, χωρίς ουσιαστικά (αλλά και τυπικά) προσόντα, στα συγκεκριμένα Νομικά Πρόσωπα. Στο μεταξύ, για άμεση βελτίωση της υπάρχουσας κατάστασης και σε πλήρη συμφωνία με προηγούμενες αναρτήσεις για τους ΟΤΑ, όπου τα «κακώς κείμενα» είναι δυστυχώς πολλά και κατά περίεργο τρόπο «ανεξιχνίαστα», προτείνονται τα ακόλουθα: Να τροποποιηθεί το σημείο εκείνο του «Καλλικράτη» που αφήνει στην επιλογή των αιρετών τη συγχώνευση των διαφόρων ΝΠΔΔ των Δήμων και να αλλάξει σε αυτοδίκαιη συγχώνευση όλων των ΝΠΔΔ στους Δήμους που ανήκουν. Δυστυχώς οι αιρετοί (με ελάχιστες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα) εμφορούνται ακόμη από εκείνες τις πεπαλαιωμένες νοοτροπίες εκδούλευσης με βάση τη συγκέντρωση ψήφων. Η κατάργηση των ΝΠΔΔ (με εξαίρεση ίσως Δήμους που έχουν πάνω από 500.000 κατοίκους) και η σύσταση νέων οργανισμών των Δήμων με ορθολογικό καταμερισμό υπηρεσιών και ανθρώπινου δυναμικού θα έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση αντίστοιχα περιττών Διοικητικών Συμβουλίων (και των Προέδρων τους) με αποτέλεσμα αν όχι να εμποδιστούν τουλάχιστον να περιοριστούν «οι πελατειακές σχέσεις», αλλά να μειωθεί και το κόστος λειτουργίας των Υπηρεσιών. Το έργο τους πρέπει να επιτελείται μόνο από υπηρεσιακούς παράγοντες. Τέλος, η κατάργηση των ΝΠΔΔ και η συγχώνευσή τους με το Δήμο στον οποίο ανήκουν θα επιφέρει όχι μόνο οικονομία σε χρηματικούς πόρους αλλά και οικονομία στη λήψη αποφάσεων/ οργάνωση δράσεων/ καταμερισμό εργασιών/ περιορισμό γραφειοκρατίας, ενώ θα βοηθήσει στη δίκαιη αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού. Οι Ο.Τ.Α. είναι ίσως από τους σημαντικότερους φορείς άμεσης υποστήριξης και εξυπηρέτησης του πολίτη και θα έπρεπε να έχει εφαρμοστεί ήδη ένα αυστηρό πλαίσιο λειτουργίας τους, με περιορισμό διοικητικών συμβουλίων όπου οι αιρετοί (ως δεύτεροι «ημίθεοι») κανονίζουν αυθαίρετα τις τύχες «δικαίων και αδίκων», χωρίς να διαθέτουν και τα ανάλογα προσόντα, η δε αξιολόγηση οφείλει να εφαρμοστεί καταρχήν - και πριν ακόμη εφαρμοστεί στο στενό Δημόσιο τομέα - στις υπηρεσίες της ΤΑ και να επαναλαμβάνεται ετησίως. Ωστόσο, η αξιολόγηση για να είναι αποτελεσματική οφείλει και πρέπει να συνυπολογίζει τη διεθνή ευρωπαϊκή εμπειρία και να προσαρμόζεται στις τοπικές ανάγκες, γεγονός εξαιρετικά δύσκολο για την Ελληνική πραγματικότητα όπως αποδεικνύεται καθημερινά. Παρ' όλ' αυτά, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία…