Η έννοια της διοικητικής μεταρρύθμισης σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους. O Caiden (1969) αναφέρεται «... στη βελτίωση της Δημόσιας διοίκησης ολοκληρωτικά ... στη διόρθωση γενικών διοικητικών δυσλειτουργιών σε δύσκολες συνθήκες…σε συγκεκριμένες «θεραπείες» για κακή διοίκηση… σε οποιοδήποτε πρόταση για την καλύτερη διαχείριση… και σε προθέσεις των αυτοαποκαλούμενων διοικητικών μεταρρυθμιστών...». H διοικητική μεταρρύθμιση, όπως διαφαίνεται από τα οριζόμενα στο νομοσχέδιο, συμπίπτει μάλλον με τον ορισμό του Hanh (1970), ως «μια συστηματική και ολοκληρωμένη προσπάθεια για να επιφέρει θεμελιώδεις αλλαγές στη δημόσια διοίκηση για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης για την επίτευξη των εθνικών στόχων για την ανάπτυξη». Ωστόσο, είναι δύσκολο να διακρίνουμε τις «θεμελιώδεις αλλαγές» στα οριζόμενα από το σχέδιο αυτό. Τα κριτήρια για την επιλογή προϊσταμένων παραμένουν σχεδόν τα ίδια – μόνο η διατύπωση αλλάζει. Μήπως για μια ουσιαστική μεταρρύθμιση θα έπρεπε να αναζητηθεί η βοήθεια από εταίρους στην Ευρώπη που διαθέτουν ανάλογη τεχνογνωσία;!
Επίσης πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο νόμος θα ισχύει και για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, διότι εκεί εντοπίζονται οι περισσότερες «εκπτώσεις» στα κριτήρια ανάδειξης άξιων στελεχών. Η δημόσια διοίκηση στηρίζεται στην «τοπική αυτο/διοίκηση», οι ΟΤΑ είναι τα θεμέλια και εάν τα θεμέλια είναι σαθρά το οικοδόμημα όσο πολυτελές και σύγχρονα κτισμένο κι αν είναι θα «γκρεμιστεί» πολύ γρήγορα εάν τα θεμέλιά του δεν τηρούν τις ίδιες αρχές συγκρότησης και συντήρησης. Επομένως, θα πρέπει εξαρχής να οριστεί και να επισημανθεί ότι ο νόμος θα ισχύει το ίδιο τόσο για τη δημόσια όσο και για την τοπική διοίκηση/αυτοδιοίκηση. Για παράδειγμα, ενώ έχουν διατεθεί από την ΕΕΤΑΑ (2011) οι οδηγίες για συγκρότηση των νέων οργανισμών εσωτερικής υπηρεσίας, υπάρχουν ακόμη ΝΠΔΔ των ΟΤΑ που δεν τηρούν τις προδιαγραφές αυτές – αν και υποχρεωτικές, και θα έπρεπε τα Υ.Σ. να εκδώσουν αρνητική γνωμοδότηση για τη λειτουργία τους. Παρατηρήσεις ειδικότερα:
Άρθρο 2, § 1 α, β, γ: Να οριστούν τα προσόντα/κριτήρια για ανάδειξη προϊσταμένων σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές (βιογραφικά σύμφωνα με το Europass Curriculum Vitae – βλ. download from http://europass.cedefop.europa.eu/el/documents/curriculum-vitae )
Δεν είναι δυνατόν σε μια σύγχρονη κοινωνία, στη δημόσια διοίκηση που επιθυμεί να καθορίζεται με σύγχρονους όρους πολιτισμένων κρατών να υπηρετούν Γεν.Δ/ντες, Διευθυντές, Προϊστάμενοι τμημάτων, ειδικότερα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, που δεν γνωρίζουν τη χρήση Η/Υ, και άριστα μια τουλάχιστον ξένη γλώσσα, για να μην αναφερθεί και η βασική έλλειψη ενός τουλάχιστον πτυχίου τριτοβάθμιας. Ειδικότερα, το ζήτημα της άριστης γνώσης ξένων γλωσσών (και απόδειξης της γνώσης) υποχρεωτικά πρέπει να συμπεριληφθεί στα προσόντα για ανάδειξη προϊσταμένων. Επίσης, δεν επιτρέπεται να εκτελούν αρμοδιότητες των παραπάνω, άτομα με λιγότερα προσόντα από τους υφισταμένους τους. Σε ποια ευρωπαϊκή χώρα, ή και ευρύτερα, υπάρχει το φαινόμενο να εκτελεί χρέη Δ/ντου άτομο β’θμιας εκπαίδευσης και απόφοιτος μιας ιδιωτικής σχολής (φοίτησης 2 χρόνων) αμφιβόλου ποιότητας, χωρίς καμιά γνώση Η/Υ, ή/και ξένης γλώσσας, έναντι υφισταμένου πτυχιούχου με διδακτορικό, άριστη γνώση ξένων γλωσσών και Η/Υ και αρκετά χρόνια προϋπηρεσίας; Ίσως ανάλογο παράδειγμα δεν μπορεί να εντοπιστεί ούτε σε χώρες της Αφρικανικής Ηπείρου, ενώ συναντάται σε χώρους της Ελληνικής Τοπικής Αυτοδιοίκησης (!)
Άρθρο 2, §6: Γιατί θα πρέπει να διατηρούν τις ίδιες αποδοχές και βαθμό οι Προϊστάμενοι Δ/νσεων και τμημάτων μετά τη λήξη της θητείας τους; Θα ήταν πιο δίκαιο να συνυπολογίζεται και το εκπαιδευτικό τους επίπεδο, ή/και μοριοδότηση από γνώση ξένων γλωσσών και Η/Υ, ή και άλλων προγραμμάτων συνεχιζόμενης κατάρτισης. Η διαρκής και εντατική προσπάθεια των εργαζομένων που επιθυμούν να αναβαθμίζουν τα προσόντα τους κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους με παρακολούθηση προγραμμάτων δια βίου μάθησης θα πρέπει να μοριοδοτείται και να συνυπολογίζεται στην επαγγελματική τους ανέλιξη. Χρειάζεται να δοθούν πραγματικά κίνητρα για την ουσιαστική επιμόρφωση των εργαζομένων, η οποία πρέπει να επιβραβεύεται.
Αυτό που δεν προβλέπεται δια νόμου είναι η καθιέρωση ερευνητικών projects που θα αξιολογούν, διερευνούν απόψεις και προτάσεις των πολιτών σε μια σειρά ζητημάτων που τους απασχολούν, προκειμένου να επιτυγχάνεται ένα σωστός σχεδιασμός δράσεων σε επιτελικό επίπεδο. Τα ερευνητικά αυτά projects θα πρέπει να αναληφθούν σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης που βρίσκεται άμεσα εγγύτερα στους πολίτες. Χρειάζεται να συγκροτηθούν ομάδες ερευνητικού έργου από στελέχη κατάλληλα εκπαιδευμένα με γνώσεις επιστημονικής έρευνας για το σχεδιασμό/υλοποίηση/έκδοση πορισμάτων έρευνας στους Δήμους.
Και τέλος, ο νόμος μπορεί να προβλέπει και (προτίθεται) να διορθώνει τα «κακώς κείμενα» όπως και προσπαθεί να αναδείξει ένα πιο δίκαιο πρόσωπο της δημόσιας/τοπικής/αυτο/διοίκησης, ωστόσο, χρειάζονται πραγματικές άμεσες δράσεις καταπολέμησης των αδικιών που υφίστανται μέχρι σήμερα και οφείλονται κυρίως στις «πελατειακές σχέσεις». Εάν καταργηθούν οι σχέσεις αυτές και αναδειχθούν νέα ικανά στελέχη με προσόντα και όρεξη για δουλειά τότε θα επιτευχθεί πραγματική μεταρρύθμιση. Διαφορετικά, η διατήρηση παρωχημένων νοοτροπιών, με το παλιό καθεστώς ανάδειξης στελεχών θα αναπαράγει συνεχώς τα δεινά του δημόσιου τομέα.
Δεδομένου ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται μέχρι στιγμής εξαρτώνται από τους πολιτικού ηγέτες, παρατηρείται μεγάλη αστάθεια ή αναποφασιστικότητα από την άποψη των ανασχηματισμών και το διορισμό διαφορετικών πολιτικών σε διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες. Αυτό επηρεάζει κάθε στιγμή και τα διαφορετικά μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση (προηγούμενων) λανθασμένων πρακτικών. Σαν αποτέλεσμα, οι αναποφάσιστες πρακτικές ρίχνουν και τους δημοσίους ή/και τοπικής αυτοδιοίκησης υπαλλήλους σε μια αταξία και διάχυτη ασάφεια που δυσκολεύει περισσότερο το πλαίσιο λειτουργίας τους. Οι μεγάλες αλλαγές χρειάζονται μια δομημένη, πολύ προσεκτική διερεύνηση και κυρίως σωστά επιστημονική προσέγγιση για τον ακριβή εντοπισμό προβλημάτων /αναγκών και ανάδειξη κατάλληλων προτάσεων και διεξόδων από τους ίδιους τους υπηρεσιακούς παράγοντες, ανεξάρτητα από τις εκάστοτε πολιτικές των διαφόρων κυβερνήσεων.
Αναφορές:
Caiden, G.E. (1969). Administrative Reform. Chicago:Aldine.
Hanh Been Lee. (1970). An application of innovation theory to the strategy of administrative reform in developing
countries. In Policy Science 1(2): 78.
Η έννοια της διοικητικής μεταρρύθμισης σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους. O Caiden (1969) αναφέρεται «... στη βελτίωση της Δημόσιας διοίκησης ολοκληρωτικά ... στη διόρθωση γενικών διοικητικών δυσλειτουργιών σε δύσκολες συνθήκες…σε συγκεκριμένες «θεραπείες» για κακή διοίκηση… σε οποιοδήποτε πρόταση για την καλύτερη διαχείριση… και σε προθέσεις των αυτοαποκαλούμενων διοικητικών μεταρρυθμιστών...». H διοικητική μεταρρύθμιση, όπως διαφαίνεται από τα οριζόμενα στο νομοσχέδιο, συμπίπτει μάλλον με τον ορισμό του Hanh (1970), ως «μια συστηματική και ολοκληρωμένη προσπάθεια για να επιφέρει θεμελιώδεις αλλαγές στη δημόσια διοίκηση για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης για την επίτευξη των εθνικών στόχων για την ανάπτυξη». Ωστόσο, είναι δύσκολο να διακρίνουμε τις «θεμελιώδεις αλλαγές» στα οριζόμενα από το σχέδιο αυτό. Τα κριτήρια για την επιλογή προϊσταμένων παραμένουν σχεδόν τα ίδια – μόνο η διατύπωση αλλάζει. Μήπως για μια ουσιαστική μεταρρύθμιση θα έπρεπε να αναζητηθεί η βοήθεια από εταίρους στην Ευρώπη που διαθέτουν ανάλογη τεχνογνωσία;! Επίσης πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο νόμος θα ισχύει και για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, διότι εκεί εντοπίζονται οι περισσότερες «εκπτώσεις» στα κριτήρια ανάδειξης άξιων στελεχών. Η δημόσια διοίκηση στηρίζεται στην «τοπική αυτο/διοίκηση», οι ΟΤΑ είναι τα θεμέλια και εάν τα θεμέλια είναι σαθρά το οικοδόμημα όσο πολυτελές και σύγχρονα κτισμένο κι αν είναι θα «γκρεμιστεί» πολύ γρήγορα εάν τα θεμέλιά του δεν τηρούν τις ίδιες αρχές συγκρότησης και συντήρησης. Επομένως, θα πρέπει εξαρχής να οριστεί και να επισημανθεί ότι ο νόμος θα ισχύει το ίδιο τόσο για τη δημόσια όσο και για την τοπική διοίκηση/αυτοδιοίκηση. Για παράδειγμα, ενώ έχουν διατεθεί από την ΕΕΤΑΑ (2011) οι οδηγίες για συγκρότηση των νέων οργανισμών εσωτερικής υπηρεσίας, υπάρχουν ακόμη ΝΠΔΔ των ΟΤΑ που δεν τηρούν τις προδιαγραφές αυτές – αν και υποχρεωτικές, και θα έπρεπε τα Υ.Σ. να εκδώσουν αρνητική γνωμοδότηση για τη λειτουργία τους. Παρατηρήσεις ειδικότερα: Άρθρο 2, § 1 α, β, γ: Να οριστούν τα προσόντα/κριτήρια για ανάδειξη προϊσταμένων σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές (βιογραφικά σύμφωνα με το Europass Curriculum Vitae – βλ. download from http://europass.cedefop.europa.eu/el/documents/curriculum-vitae ) Δεν είναι δυνατόν σε μια σύγχρονη κοινωνία, στη δημόσια διοίκηση που επιθυμεί να καθορίζεται με σύγχρονους όρους πολιτισμένων κρατών να υπηρετούν Γεν.Δ/ντες, Διευθυντές, Προϊστάμενοι τμημάτων, ειδικότερα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, που δεν γνωρίζουν τη χρήση Η/Υ, και άριστα μια τουλάχιστον ξένη γλώσσα, για να μην αναφερθεί και η βασική έλλειψη ενός τουλάχιστον πτυχίου τριτοβάθμιας. Ειδικότερα, το ζήτημα της άριστης γνώσης ξένων γλωσσών (και απόδειξης της γνώσης) υποχρεωτικά πρέπει να συμπεριληφθεί στα προσόντα για ανάδειξη προϊσταμένων. Επίσης, δεν επιτρέπεται να εκτελούν αρμοδιότητες των παραπάνω, άτομα με λιγότερα προσόντα από τους υφισταμένους τους. Σε ποια ευρωπαϊκή χώρα, ή και ευρύτερα, υπάρχει το φαινόμενο να εκτελεί χρέη Δ/ντου άτομο β’θμιας εκπαίδευσης και απόφοιτος μιας ιδιωτικής σχολής (φοίτησης 2 χρόνων) αμφιβόλου ποιότητας, χωρίς καμιά γνώση Η/Υ, ή/και ξένης γλώσσας, έναντι υφισταμένου πτυχιούχου με διδακτορικό, άριστη γνώση ξένων γλωσσών και Η/Υ και αρκετά χρόνια προϋπηρεσίας; Ίσως ανάλογο παράδειγμα δεν μπορεί να εντοπιστεί ούτε σε χώρες της Αφρικανικής Ηπείρου, ενώ συναντάται σε χώρους της Ελληνικής Τοπικής Αυτοδιοίκησης (!) Άρθρο 2, §6: Γιατί θα πρέπει να διατηρούν τις ίδιες αποδοχές και βαθμό οι Προϊστάμενοι Δ/νσεων και τμημάτων μετά τη λήξη της θητείας τους; Θα ήταν πιο δίκαιο να συνυπολογίζεται και το εκπαιδευτικό τους επίπεδο, ή/και μοριοδότηση από γνώση ξένων γλωσσών και Η/Υ, ή και άλλων προγραμμάτων συνεχιζόμενης κατάρτισης. Η διαρκής και εντατική προσπάθεια των εργαζομένων που επιθυμούν να αναβαθμίζουν τα προσόντα τους κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους με παρακολούθηση προγραμμάτων δια βίου μάθησης θα πρέπει να μοριοδοτείται και να συνυπολογίζεται στην επαγγελματική τους ανέλιξη. Χρειάζεται να δοθούν πραγματικά κίνητρα για την ουσιαστική επιμόρφωση των εργαζομένων, η οποία πρέπει να επιβραβεύεται. Αυτό που δεν προβλέπεται δια νόμου είναι η καθιέρωση ερευνητικών projects που θα αξιολογούν, διερευνούν απόψεις και προτάσεις των πολιτών σε μια σειρά ζητημάτων που τους απασχολούν, προκειμένου να επιτυγχάνεται ένα σωστός σχεδιασμός δράσεων σε επιτελικό επίπεδο. Τα ερευνητικά αυτά projects θα πρέπει να αναληφθούν σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης που βρίσκεται άμεσα εγγύτερα στους πολίτες. Χρειάζεται να συγκροτηθούν ομάδες ερευνητικού έργου από στελέχη κατάλληλα εκπαιδευμένα με γνώσεις επιστημονικής έρευνας για το σχεδιασμό/υλοποίηση/έκδοση πορισμάτων έρευνας στους Δήμους. Και τέλος, ο νόμος μπορεί να προβλέπει και (προτίθεται) να διορθώνει τα «κακώς κείμενα» όπως και προσπαθεί να αναδείξει ένα πιο δίκαιο πρόσωπο της δημόσιας/τοπικής/αυτο/διοίκησης, ωστόσο, χρειάζονται πραγματικές άμεσες δράσεις καταπολέμησης των αδικιών που υφίστανται μέχρι σήμερα και οφείλονται κυρίως στις «πελατειακές σχέσεις». Εάν καταργηθούν οι σχέσεις αυτές και αναδειχθούν νέα ικανά στελέχη με προσόντα και όρεξη για δουλειά τότε θα επιτευχθεί πραγματική μεταρρύθμιση. Διαφορετικά, η διατήρηση παρωχημένων νοοτροπιών, με το παλιό καθεστώς ανάδειξης στελεχών θα αναπαράγει συνεχώς τα δεινά του δημόσιου τομέα. Δεδομένου ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται μέχρι στιγμής εξαρτώνται από τους πολιτικού ηγέτες, παρατηρείται μεγάλη αστάθεια ή αναποφασιστικότητα από την άποψη των ανασχηματισμών και το διορισμό διαφορετικών πολιτικών σε διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες. Αυτό επηρεάζει κάθε στιγμή και τα διαφορετικά μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση (προηγούμενων) λανθασμένων πρακτικών. Σαν αποτέλεσμα, οι αναποφάσιστες πρακτικές ρίχνουν και τους δημοσίους ή/και τοπικής αυτοδιοίκησης υπαλλήλους σε μια αταξία και διάχυτη ασάφεια που δυσκολεύει περισσότερο το πλαίσιο λειτουργίας τους. Οι μεγάλες αλλαγές χρειάζονται μια δομημένη, πολύ προσεκτική διερεύνηση και κυρίως σωστά επιστημονική προσέγγιση για τον ακριβή εντοπισμό προβλημάτων /αναγκών και ανάδειξη κατάλληλων προτάσεων και διεξόδων από τους ίδιους τους υπηρεσιακούς παράγοντες, ανεξάρτητα από τις εκάστοτε πολιτικές των διαφόρων κυβερνήσεων. Αναφορές: Caiden, G.E. (1969). Administrative Reform. Chicago:Aldine. Hanh Been Lee. (1970). An application of innovation theory to the strategy of administrative reform in developing countries. In Policy Science 1(2): 78.