Άρθρα 1 και 4
Το προσχέδιο νόμου, όπως υποστηρίζει ο Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης καθηγητής Α. Μανιτάκης το προλογικό του σημείωμα, ακολουθεί τις αρχές, τις μελέτες, τα πορίσματα, τις έρευνες και την πρακτική της σύγχρονης διοικητικής επιστήμης, τα οποία αποτυπώνονται σε συγκεκριμένα νομοθετικά άρθρα.
Μπορεί, ωστόσο, να παρατηρήσει κανείς τα εξής: Καταρχήν το νομοσχέδιο δίνει τη δυνατότητα καταργήσεων, συγχωνεύσεων και τροποποιήσεων των φορέων του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα με Προεδρικό Διάταγμα -παρά το γεγονός ότι οι φορείς έχουν συσταθεί με νόμο. Θα περίμενε κανείς ότι η ίδια διαδικασία συζήτησης, ελέγχου και επικύρωσης από τη Βουλή θα έπρεπε να ακολουθηθεί και πριν αποφασιστούν οι οποιεσδήποτε μεταβολές. Και αυτό δεν αποτελεί γραφειοκρατική διαδικασία αλλά σεβασμό στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και τα όργανά της.
Ακόμη και αν δεχτεί κανείς ότι είναι αναγκαία η διαδικασία του επείγοντος, λόγω των δεσμεύσεων που έχει η ελληνική κυβέρνηση απέναντι στην τρόικα για την αναμόρφωση του δημόσιου τομέα, κάθε σοβαρή προσέγγιση του ζητήματος επιτάσσει να καθοριστούν πρώτα τα κριτήρια, οι προϋποθέσεις και οι διαδικασίες για την κατάργηση ή συγχώνευση φορέων. Γιατί χωρίς αυτά μπορεί να βρεθούν στο δρόμο χιλιάδες άνθρωποι, θύματα μιας πρόχειρης πολιτικής που θα καταλήξει στην αποδόμηση του δημόσιου τομέα. Είναι, άλλωστε, ενδεικτικό ότι, ενώ συνεχίζεται η δημόσια διαβούλευση, προετοιμάζονται πυρετωδώς από τους αρμόδιους υπουργούς λίστες με φορείς για συγχώνευση ή κατάργηση, χωρίς να είναι διαφανή τα κριτήρια αξιολόγησης του έργου των φορέων και των αναγκών της ελληνικής κοινωνίας.
Με αυτά τα δεδομένα είναι απαραίτητο, έστω και την τελευταία στιγμή, να συμπεριληφθούν στο σχέδιο νόμου κριτήρια και διαδικασίες που θα είναι διαφανείς και θα τεθούν προς συζήτηση στη Βουλή. Αλλιώς, αντί να αναμορφωθεί ο δημόσιος τομέας, είναι πασιφανής ο κίνδυνος να ενισχυθούν περισσότερο ο κομματισμός, η αυθαιρεσία και οι πελατειακές σχέσεις, που δυστυχώς είναι χαρακτηριστικά της ελληνικής παθογένειας, πριν από την κρίση αλλά και σήμερα.
Για να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος, χρειάζονται να ληφθούν υπόψη κριτήρια όπως:
· Οι στόχοι κάθε φορέα στο πλαίσιο της αποστολής του και η αξιολόγηση της επίτευξής τους με συγκεκριμένους δείκτες μέτρησης της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας.
· Η ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν οι φορείς με άξονες την άμεση ανταπόκριση στις ανάγκες και το σεβασμό στον πολίτη, μέσα από την εφαρμογή ερευνών ικανοποίησης των εξυπηρετουμένων και της κοινωνίας.
· Η εκτίμηση του οικονομικού κόστους κάθε φορέα, το οποίο σχετίζεται με τους στόχους του και το όφελός του για την κοινωνία.
· Η διαφάνεια στη λειτουργία των φορέων και η λογοδοσία τους απέναντι στην κοινωνία, όπως π.χ. με ετήσιους δημόσιους απολογισμούς έργου και τον έλεγχο τους από σώμα ορκωτών ελεγκτών ή τις αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες του δημοσίου.
· Ο βαθμός στον οποίο οι φορείς καταφέρνουν να μειώσουν τη γραφειοκρατία και να υιοθετήσουν τη σύγχρονη τεχνολογία για την άμεση εξυπηρέτηση των πολιτών.
· Ο τρόπος που κάθε φορέας αξιοποιεί το ανθρώπινο δυναμικό και τις υποδομές του.
· Η σχέση των φορέων με την κοινωνία, όπως μπορεί να αποτυπώνεται στον τρόπο που αξιοποιούν την κοινωνία των πολιτών με προγράμματα προσέλκυσης και εκπαίδευση εθελοντών και στην εξασφάλιση υλικής και ηθικής υποστήριξης στο έργο τους.
· Η κάλυψη των νέων αναγκών της ελληνικής κοινωνίας, αναγκών που τεκμηριώνονται και δεν αποτελούν «προϊόν» κομματικών και πελατειακών εξυπηρετήσεων, όπως έγινε στο παρελθόν με τη δημιουργία φορέων χωρίς αντικείμενο, τμημάτων ανώτατης εκπαίδευσης σε κάθε πόλη και χωριό κ.λπ.
Οι έλληνες πολίτες αντιμετωπίζουν με καχυποψία και απαξίωση τους πολιτικούς και την πολιτική, αισθάνονται αβεβαιότητα και ανασφάλεια για το σήμερα και απαισιοδοξία για το μέλλον. Έχουν ανάγκη από διαφάνεια στις αποφάσεις και σεβασμό στους θεσμούς και τις δημοκρατικές διαδικασίες, ζητούμενα που δεν μπορεί να παραβλέπονται στο όνομα της κρίσης και με το άλλοθι του κατεπείγοντος. Η απαξίωση του πολιτικού συστήματος δεν είναι προς όφελος της δημοκρατίας και συνεπώς πρακτικές που ενισχύουν την ήδη υπάρχουσα έλλειψη εμπιστοσύνης δεν μπορεί παρά να είναι βλαπτικές.
Άρθρα 1 και 4 Το προσχέδιο νόμου, όπως υποστηρίζει ο Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης καθηγητής Α. Μανιτάκης το προλογικό του σημείωμα, ακολουθεί τις αρχές, τις μελέτες, τα πορίσματα, τις έρευνες και την πρακτική της σύγχρονης διοικητικής επιστήμης, τα οποία αποτυπώνονται σε συγκεκριμένα νομοθετικά άρθρα. Μπορεί, ωστόσο, να παρατηρήσει κανείς τα εξής: Καταρχήν το νομοσχέδιο δίνει τη δυνατότητα καταργήσεων, συγχωνεύσεων και τροποποιήσεων των φορέων του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα με Προεδρικό Διάταγμα -παρά το γεγονός ότι οι φορείς έχουν συσταθεί με νόμο. Θα περίμενε κανείς ότι η ίδια διαδικασία συζήτησης, ελέγχου και επικύρωσης από τη Βουλή θα έπρεπε να ακολουθηθεί και πριν αποφασιστούν οι οποιεσδήποτε μεταβολές. Και αυτό δεν αποτελεί γραφειοκρατική διαδικασία αλλά σεβασμό στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και τα όργανά της. Ακόμη και αν δεχτεί κανείς ότι είναι αναγκαία η διαδικασία του επείγοντος, λόγω των δεσμεύσεων που έχει η ελληνική κυβέρνηση απέναντι στην τρόικα για την αναμόρφωση του δημόσιου τομέα, κάθε σοβαρή προσέγγιση του ζητήματος επιτάσσει να καθοριστούν πρώτα τα κριτήρια, οι προϋποθέσεις και οι διαδικασίες για την κατάργηση ή συγχώνευση φορέων. Γιατί χωρίς αυτά μπορεί να βρεθούν στο δρόμο χιλιάδες άνθρωποι, θύματα μιας πρόχειρης πολιτικής που θα καταλήξει στην αποδόμηση του δημόσιου τομέα. Είναι, άλλωστε, ενδεικτικό ότι, ενώ συνεχίζεται η δημόσια διαβούλευση, προετοιμάζονται πυρετωδώς από τους αρμόδιους υπουργούς λίστες με φορείς για συγχώνευση ή κατάργηση, χωρίς να είναι διαφανή τα κριτήρια αξιολόγησης του έργου των φορέων και των αναγκών της ελληνικής κοινωνίας. Με αυτά τα δεδομένα είναι απαραίτητο, έστω και την τελευταία στιγμή, να συμπεριληφθούν στο σχέδιο νόμου κριτήρια και διαδικασίες που θα είναι διαφανείς και θα τεθούν προς συζήτηση στη Βουλή. Αλλιώς, αντί να αναμορφωθεί ο δημόσιος τομέας, είναι πασιφανής ο κίνδυνος να ενισχυθούν περισσότερο ο κομματισμός, η αυθαιρεσία και οι πελατειακές σχέσεις, που δυστυχώς είναι χαρακτηριστικά της ελληνικής παθογένειας, πριν από την κρίση αλλά και σήμερα. Για να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος, χρειάζονται να ληφθούν υπόψη κριτήρια όπως: · Οι στόχοι κάθε φορέα στο πλαίσιο της αποστολής του και η αξιολόγηση της επίτευξής τους με συγκεκριμένους δείκτες μέτρησης της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας. · Η ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν οι φορείς με άξονες την άμεση ανταπόκριση στις ανάγκες και το σεβασμό στον πολίτη, μέσα από την εφαρμογή ερευνών ικανοποίησης των εξυπηρετουμένων και της κοινωνίας. · Η εκτίμηση του οικονομικού κόστους κάθε φορέα, το οποίο σχετίζεται με τους στόχους του και το όφελός του για την κοινωνία. · Η διαφάνεια στη λειτουργία των φορέων και η λογοδοσία τους απέναντι στην κοινωνία, όπως π.χ. με ετήσιους δημόσιους απολογισμούς έργου και τον έλεγχο τους από σώμα ορκωτών ελεγκτών ή τις αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες του δημοσίου. · Ο βαθμός στον οποίο οι φορείς καταφέρνουν να μειώσουν τη γραφειοκρατία και να υιοθετήσουν τη σύγχρονη τεχνολογία για την άμεση εξυπηρέτηση των πολιτών. · Ο τρόπος που κάθε φορέας αξιοποιεί το ανθρώπινο δυναμικό και τις υποδομές του. · Η σχέση των φορέων με την κοινωνία, όπως μπορεί να αποτυπώνεται στον τρόπο που αξιοποιούν την κοινωνία των πολιτών με προγράμματα προσέλκυσης και εκπαίδευση εθελοντών και στην εξασφάλιση υλικής και ηθικής υποστήριξης στο έργο τους. · Η κάλυψη των νέων αναγκών της ελληνικής κοινωνίας, αναγκών που τεκμηριώνονται και δεν αποτελούν «προϊόν» κομματικών και πελατειακών εξυπηρετήσεων, όπως έγινε στο παρελθόν με τη δημιουργία φορέων χωρίς αντικείμενο, τμημάτων ανώτατης εκπαίδευσης σε κάθε πόλη και χωριό κ.λπ. Οι έλληνες πολίτες αντιμετωπίζουν με καχυποψία και απαξίωση τους πολιτικούς και την πολιτική, αισθάνονται αβεβαιότητα και ανασφάλεια για το σήμερα και απαισιοδοξία για το μέλλον. Έχουν ανάγκη από διαφάνεια στις αποφάσεις και σεβασμό στους θεσμούς και τις δημοκρατικές διαδικασίες, ζητούμενα που δεν μπορεί να παραβλέπονται στο όνομα της κρίσης και με το άλλοθι του κατεπείγοντος. Η απαξίωση του πολιτικού συστήματος δεν είναι προς όφελος της δημοκρατίας και συνεπώς πρακτικές που ενισχύουν την ήδη υπάρχουσα έλλειψη εμπιστοσύνης δεν μπορεί παρά να είναι βλαπτικές.