Εν όψει της ψήφισης νέου νόμου (με τον αυτοαναφορικό τίτλο «Ρυθμίσεις Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις»), περιέχοντος ποικίλες αλλαγές επί διαφόρων διοικητικών θεμάτων, κατατίθενται σκέψεις και παρατηρήσεις, κατ’ αρχάς όσον αφορά τη μηχανογραφική και την αναρρωτική άδεια των δημοσίων υπαλλήλων, περί των οποίων λόγος γίνεται στο προσχέδιο του νόμου:
Άδειες
1.Η αναγγελθείσα κατάργηση της μηχανογραφικής άδειας (ίσον 6 ημέρες σε ετήσια βάση) αναφέρθηκε ότι συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας, καθ’ότι με τον τρόπο αυτόν λέγεται ότι «εξοικονομούνται ετησίως, περίπου, 1,8 εκατομμύρια εργατοώρες στο δημόσιο τομέα».
Ο εντυπωσιασμός από την προηγούμενη αναφορά του μεγέθους της χρονικής εξοικονόμησης είναι στιγμιαίος και μετατρέπεται σε συνειδητοποίηση ενός αβαρούς συλλογισμού, που βεβαίως δεν μπορεί να παρασύρει έναν πρακτικό νου και δη έναν «μανιακό του χρόνου».
Και εξηγούμαι: ο μέσος υπάλληλος με τη χρήση της μηχανογραφικής άδειας απουσίαζε 8 ώρες σε διμηνιαία βάση. Δηλαδή, με 22 εργάσιμες τον μήνα, 44 το δίμηνο, η απώλεια σε παραγωγικότητα ήταν το 1/44, δηλαδή 1 μέρα στις 44. Το ποσοστό απώλειας «ωφέλιμου χρόνου» όσο ίσχυε η άδεια ήταν κατά τον υπολογισμό μου το 2,28% επί του συνόλου. Αυτές οι 8 ώρες που συνιστούν την απώλεια, δηλαδή τα 480 λεπτά, μπορούν κάλλιστα να αντισταθμιστούν με παραγωγική εργασία περίπου +11 λεπτών σε καθεμία από τις υπόλοιπες (43) εργάσιμες ημέρες του 2μήνου. Εν ολίγοις, κερδίζοντας κανείς 11 λεπτά παραγωγικής εργασίας για 43 ημέρες, ή αλλιώς εξοικονομώντας 11 λεπτά παραγωγικής εργασίας κάθε μέρα για τόσες (43) ημέρες, αντιστάθμιζε την απώλεια αυτής της 1 «προνομιακής» ημέρας.
Τι είναι όμως στην πράξη αυτά τα 11 λεπτά παραγωγικής εργασίας; Το ερώτημα ας τεθεί από οιονδήποτε «εις εαυτόν».
Θα μπορούσε να είναι η άρνηση να εξυπηρετήσεις τηλεφωνικώς έναν πολίτη ή έναν άλλον υπάλληλο. (Μπορείς πρακτικά να μην τον εξυπηρετήσεις με πολλούς τρόπους: να μη σηκώσεις το τηλέφωνο που σε πολιορκεί, να το σηκώσεις και να τον συνδέσεις εύσχημα με άλλον, να του μεταθέσεις την εξυπηρέτηση σε άλλον χρόνο κ.λπ.)
Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα έχανες ή θα κέρδιζες στην προσπάθειά σου να βρεις ένα αραχνιασμένο κείμενο μέσα στα σκονισμένα υπηρεσιακά αρχεία.
Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα κέρδιζες σκαρώνοντας μια λειψή απάντηση προς οιονδήποτε αλληλογράφο ή κατ’ ουσίαν μην απαντώντας στο κρίσιμο ερώτημά του, αναγκάζοντάς τον έτσι να επανέλθει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε απώλεια χρόνου.
Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα κέρδιζες αν δεν χανόσουν στα αλλεπάλληλα ιεραρχικά επίπεδα, αν δεν χανόσουν στην προσπάθειά σου να κερδίσεις μιαν υπογραφή από τον ανώτερό σου, στην προσπάθειά σου να βρεις τον άλλον μέσα στο δίκτυο, το οιοδήποτε χαώδες ή ομιχλώδες τεχνολογικό δίκτυο / πληροφοριακό σύστημα κ.λπ.
Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα κέρδιζες αν κατείχες την εξειδικευμένη γνώση στο αντικείμενό σου, αν ήσουν πράγματι γνώστης στον τομέα σου, αν δεν ήσουν ένας νεοφώτιστος, ένας πιθανόν ακατάλληλος που ίσως επελέγη κατ’ ανεξήγητο τρόπο μπουσουλώντας ενδεχομένως στο σκοτάδι της άγνοιάς του.
Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα κέρδιζες αν είχες αναπτύξει την πρακτική να συντονίζεσαι με τους γύρω σου, να δρας ομαδικά (εντός και εκτός υπουργείου), να προβαίνεις σε καθημερινές ανταλλαγές γνώσεων, αποφεύγοντας σφάλματα και παραλείψεις κάθε είδους.
Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα κέρδιζες αν μετρούσες το κόστος και το όφελος οιασδήποτε νομοθετικής πρωτοβουλίας. Αρκεί μία μόνο στραβή ιδέα για να καταδικάσει ολόκληρο το διοικητικό σύστημα σε «εκτέλεση» με αμέτρητη απώλεια σε πολύτιμες εργατοώρες. Ο καθένας μπορεί να θυμηθεί κάτι τέτοιο στα πολύχρονα βιώματά του. Από την άλλη πλευρά, μία και μόνο υγιής νομοθετική πρωτοβουλία μπορεί να οδηγήσει σε μαζική ελάφρυνση.
Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα κέρδιζες αν οι εγκύκλιοί σου ήταν σαφείς, περιεκτικές, αναλυτικές ώστε να προλαμβάνουν τη χιονοστιβάδα ερωτημάτων και εύλογων αποριών από τους κάθε είδους αποδέκτες. Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα κέρδιζες αν δεν βάδιζες στα τυφλά ή δεν νομοθετούσες με βιάση (ή κι αν νομοθετούσες).
Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα κέρδιζες αν ήταν γνωστά από την αρχή τα καθήκοντά σου, τα γνωστικά σου όρια, οι δυνατότητές σου παρέμβασης και αλληλεπίδρασης εντός του περιβάλλοντος εργασίας, αν δεν έπρεπε να κλείνεις πέραν των δικών σου και τις «τρύπες» των άλλων.
Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα κέρδιζες αν οι ανώτεροί σου κι εσύ ο ίδιος είσαστε κατά τι λιγότερο ευθυνόφοβοι, πιο αποφασιστικοί, τολμηροί στην έκθεση των απόψεών σας και συνάμα κατά το δέον ερευνητικοί, ώστε να μη χρειάζεται κάθε φορά να «μαγειρεύετε» ή να "μακιγιάρετε" μιαν απάντηση με τρόπο τέτοιον ώστε να ελαχιστοποιείτε την έκθεση σε κίνδυνο. Οπότε ξαναγυρνάμε στο δόγμα περί γνώσης και ταχύτητας: αυτός που γνωρίζει καλά πράττει γρήγορα και αποτελεσματικά. Αυτός που δεν γνωρίζει αρχικά ψάχνεται, στη συνέχεια κρύβεται, και στο τέλος τα «μισομπαλώνει».
Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα κέρδιζες αν μιλούσες λιγότερο, αν ήσουν κλεισμένος στο καβούκι σου, αν ενδιαφερόσουνα μόνο για τις δικές σου χρεώσεις, αν έθετες ένα νοητό φράγμα μεταξύ σου και των γύρω σου ώστε προσκολλημένος φανατικά στα ‘’σα’’, να γλίτωνες τα τυπικά και τα ανθρώπινα της επικοινωνίας: ανώφελες καλημέρες, «χαμένες» αφηγήσεις, τυποποιημένες ευχές. Κοινώς, ένα παχύδερμο της διοικητικής μηχανής που νοιάζεται μόνο για τα δικά του σίγουρα κερδίζει χρόνο πολύν. Μόνο που δεν ζει μόνο του το παχύδερμο. Ευτυχώς ή δυστυχώς πρέπει να απευθυνθεί και στους άλλους για να ρίξει τη μοναχική δουλειά του μες στο ‘’αυλάκι’’, πρέπει να ‘’συναντηθεί’’, να δείξει πρόσωπο το παχύδερμο (και τι άραγε πρόσωπο είναι αυτό ο καθείς μπορεί να το φανταστεί).
Θα μπορούσε, θα μπορούσε, θα μπορούσε… κ.λπ.
Δυνητικές διατυπώσεις όλα και υποθέσεις χωρίς αντίκρισμα. Τι σημασία έχουν όλα αυτά. Εδώ έχουμε το προνόμιο της 1 μέρας/ανά 2μηνο μηχανογραφικής άδειας που αν κοπεί, θα ησυχάσουν οι αρνητές του Δημοσίου, οι ‘’ιδιωτικοί’’ κριτές των δημοσίων πραγμάτων. Κόβοντας την άδεια, το Δημόσιο δεν σκέφτεται την εσωτερική του ζωή και τις παλινωδίες εντός των τειχών του αλλά το πώς θα ‘’δείχνει’’ στους έξω, στην κοινή γνώμη.
Αρκετά όμως περί αυτού και νομίζω ότι έγινα σαφής.
2. Ο αναγγελθείς εξορθολογισμός των αναρρωτικών αδειών και συγκεκριμένα η πρόβλεψη/ρύθμιση «οι βραχυχρόνιες αναρρωτικές να μειωθούν από 10 μέρες το χρόνο σε 8 με ιατρική γνωμάτευση, ενώ οι μέρες αναρρωτικής που χορηγούνται με απλή υπεύθυνη δήλωση του υπαλλήλου να μειωθούν από 4 σε 2 και όχι συνεχόμενες» δεν μπορεί με άλλον τρόπο να εξηγηθεί παρά μόνο και πάλι με την επίκληση του προαναφερόμενου επιχειρήματος περί αύξησης της παραγωγικότητας (που αντιμετωπίστηκε ικανοποιητικά στα ανωτέρω).
Εδώ ωστόσο (με τη ρύθμιση δηλαδή αυτή) υπονοείται και κάτι κακόβουλο (ως σκέψη ή απλώς ως υποψία): το ότι μπορούσε κανείς (τάχα) κάνοντας χρήση αναρρωτικής άδειας να γλιτώνει ωραιότατα από τα επαχθή διοικητικά του καθήκοντα• το ότι μπορούσε με άλλα λόγια κανείς υποδυόμενος τον κατά φαντασίαν ασθενή να οικουρεί υγιέστατος και να υποκρίνεται τον ανήμπορο. Ποίος όμως έμφρων υπάλληλος θα αναγκαζόταν να ψεύδεται πίσω από τις γάζες και τα χάπια του; Και άραγε ποίο θα ήτο το όφελός του όταν το ίδιο το διοικητικό σύστημα είναι σε θέση ανά πάσα στιγμή να ελέγξει το αληθές των ισχυρισμών του;
Αυτή η υποψία που κρύβεται πίσω από τη γλώσσα της ρύθμισης (μια υποψία συρμένη από την παράδοση πολλών χρόνων "αμφισβήτησης") είναι ένα τεκμήριο κακής προαίρεσης, καθώς προσβάλλει την προσωπικότητα ενός εκάστου και αντίκειται στην αντίληψη μιας κοινωνίας ή ειδικώς ενός εργασιακού συνόλου αποτελούμενου από ελεύθερες και φιλαλήθεις προσωπικότητες.
Ο καθείς μπορεί να καταλάβει τι θα συνέβαινε αν στην οιαδήποτε σχέση μας με τον Άλλον εντός ή εκτός εργασιακού περιβάλλοντος κρατούσαμε μιαν υποψία ως δεύτερη σκέψη. Αυτομάτως κάθε είδους συνεννόηση ή εν προκειμένω όλο το διοικητικό σύστημα θα μετατρεπόταν σε ΝΟΣΟ, τέτοιαν για την οποία δεν αρκούν σίγουρα οι... 8 ημέρες με ιατρική γνωμάτευση κατ’ έτος.
Αλλά το μυωπικόν της ρύθμισης έγκειται στο ότι (κάνει πως δεν) καταλαβαίνει τι σημαίνει πλέον «κοινωνία της διακινδύνευσης», ήτοι μια κοινωνία με αυξανόμενους παράγοντες κινδύνου σε όλα της τα συστήματα, κινδύνους που φανερά επιδρούν στη σωματική και ψυχική υγεία παντός μέλους της. Δεδομένου εν τέλει του απρόβλεπτου χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής και της διττής επίδρασης γενώματος και επιγενώματος (κατά τη γλώσσα της βιολογίας), είναι προφανές ότι ο ανωτέρω χρονικός περιορισμός, εκτός του ότι είναι άκαιρος, χάνει ολωσδιόλου σε σημασία.
Σε τελική ανάλυση «αναρρωτική άδεια» είναι η άδεια που χορηγείται όταν κανείς νοσεί, και διαρκεί τόσο όσο η ίδια η νόσος υφίσταται, ορισμός που μας κάνει να αντιληφθούμε ότι η αναρρωτική άδεια είναι εκείνη που προσαρμόζεται στα ιατρικά συμβάματα και όχι τα ιατρικά συμβάματα στο «μάκρος» της αναρρωτικής άδειας.
Αρκετά λοιπόν και περί τούτου.
(Και η συνέχεια στην... οθόνη.)
Εν όψει της ψήφισης νέου νόμου (με τον αυτοαναφορικό τίτλο «Ρυθμίσεις Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις»), περιέχοντος ποικίλες αλλαγές επί διαφόρων διοικητικών θεμάτων, κατατίθενται σκέψεις και παρατηρήσεις, κατ’ αρχάς όσον αφορά τη μηχανογραφική και την αναρρωτική άδεια των δημοσίων υπαλλήλων, περί των οποίων λόγος γίνεται στο προσχέδιο του νόμου: Άδειες 1.Η αναγγελθείσα κατάργηση της μηχανογραφικής άδειας (ίσον 6 ημέρες σε ετήσια βάση) αναφέρθηκε ότι συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας, καθ’ότι με τον τρόπο αυτόν λέγεται ότι «εξοικονομούνται ετησίως, περίπου, 1,8 εκατομμύρια εργατοώρες στο δημόσιο τομέα». Ο εντυπωσιασμός από την προηγούμενη αναφορά του μεγέθους της χρονικής εξοικονόμησης είναι στιγμιαίος και μετατρέπεται σε συνειδητοποίηση ενός αβαρούς συλλογισμού, που βεβαίως δεν μπορεί να παρασύρει έναν πρακτικό νου και δη έναν «μανιακό του χρόνου». Και εξηγούμαι: ο μέσος υπάλληλος με τη χρήση της μηχανογραφικής άδειας απουσίαζε 8 ώρες σε διμηνιαία βάση. Δηλαδή, με 22 εργάσιμες τον μήνα, 44 το δίμηνο, η απώλεια σε παραγωγικότητα ήταν το 1/44, δηλαδή 1 μέρα στις 44. Το ποσοστό απώλειας «ωφέλιμου χρόνου» όσο ίσχυε η άδεια ήταν κατά τον υπολογισμό μου το 2,28% επί του συνόλου. Αυτές οι 8 ώρες που συνιστούν την απώλεια, δηλαδή τα 480 λεπτά, μπορούν κάλλιστα να αντισταθμιστούν με παραγωγική εργασία περίπου +11 λεπτών σε καθεμία από τις υπόλοιπες (43) εργάσιμες ημέρες του 2μήνου. Εν ολίγοις, κερδίζοντας κανείς 11 λεπτά παραγωγικής εργασίας για 43 ημέρες, ή αλλιώς εξοικονομώντας 11 λεπτά παραγωγικής εργασίας κάθε μέρα για τόσες (43) ημέρες, αντιστάθμιζε την απώλεια αυτής της 1 «προνομιακής» ημέρας. Τι είναι όμως στην πράξη αυτά τα 11 λεπτά παραγωγικής εργασίας; Το ερώτημα ας τεθεί από οιονδήποτε «εις εαυτόν». Θα μπορούσε να είναι η άρνηση να εξυπηρετήσεις τηλεφωνικώς έναν πολίτη ή έναν άλλον υπάλληλο. (Μπορείς πρακτικά να μην τον εξυπηρετήσεις με πολλούς τρόπους: να μη σηκώσεις το τηλέφωνο που σε πολιορκεί, να το σηκώσεις και να τον συνδέσεις εύσχημα με άλλον, να του μεταθέσεις την εξυπηρέτηση σε άλλον χρόνο κ.λπ.) Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα έχανες ή θα κέρδιζες στην προσπάθειά σου να βρεις ένα αραχνιασμένο κείμενο μέσα στα σκονισμένα υπηρεσιακά αρχεία. Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα κέρδιζες σκαρώνοντας μια λειψή απάντηση προς οιονδήποτε αλληλογράφο ή κατ’ ουσίαν μην απαντώντας στο κρίσιμο ερώτημά του, αναγκάζοντάς τον έτσι να επανέλθει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε απώλεια χρόνου. Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα κέρδιζες αν δεν χανόσουν στα αλλεπάλληλα ιεραρχικά επίπεδα, αν δεν χανόσουν στην προσπάθειά σου να κερδίσεις μιαν υπογραφή από τον ανώτερό σου, στην προσπάθειά σου να βρεις τον άλλον μέσα στο δίκτυο, το οιοδήποτε χαώδες ή ομιχλώδες τεχνολογικό δίκτυο / πληροφοριακό σύστημα κ.λπ. Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα κέρδιζες αν κατείχες την εξειδικευμένη γνώση στο αντικείμενό σου, αν ήσουν πράγματι γνώστης στον τομέα σου, αν δεν ήσουν ένας νεοφώτιστος, ένας πιθανόν ακατάλληλος που ίσως επελέγη κατ’ ανεξήγητο τρόπο μπουσουλώντας ενδεχομένως στο σκοτάδι της άγνοιάς του. Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα κέρδιζες αν είχες αναπτύξει την πρακτική να συντονίζεσαι με τους γύρω σου, να δρας ομαδικά (εντός και εκτός υπουργείου), να προβαίνεις σε καθημερινές ανταλλαγές γνώσεων, αποφεύγοντας σφάλματα και παραλείψεις κάθε είδους. Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα κέρδιζες αν μετρούσες το κόστος και το όφελος οιασδήποτε νομοθετικής πρωτοβουλίας. Αρκεί μία μόνο στραβή ιδέα για να καταδικάσει ολόκληρο το διοικητικό σύστημα σε «εκτέλεση» με αμέτρητη απώλεια σε πολύτιμες εργατοώρες. Ο καθένας μπορεί να θυμηθεί κάτι τέτοιο στα πολύχρονα βιώματά του. Από την άλλη πλευρά, μία και μόνο υγιής νομοθετική πρωτοβουλία μπορεί να οδηγήσει σε μαζική ελάφρυνση. Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα κέρδιζες αν οι εγκύκλιοί σου ήταν σαφείς, περιεκτικές, αναλυτικές ώστε να προλαμβάνουν τη χιονοστιβάδα ερωτημάτων και εύλογων αποριών από τους κάθε είδους αποδέκτες. Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα κέρδιζες αν δεν βάδιζες στα τυφλά ή δεν νομοθετούσες με βιάση (ή κι αν νομοθετούσες). Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα κέρδιζες αν ήταν γνωστά από την αρχή τα καθήκοντά σου, τα γνωστικά σου όρια, οι δυνατότητές σου παρέμβασης και αλληλεπίδρασης εντός του περιβάλλοντος εργασίας, αν δεν έπρεπε να κλείνεις πέραν των δικών σου και τις «τρύπες» των άλλων. Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα κέρδιζες αν οι ανώτεροί σου κι εσύ ο ίδιος είσαστε κατά τι λιγότερο ευθυνόφοβοι, πιο αποφασιστικοί, τολμηροί στην έκθεση των απόψεών σας και συνάμα κατά το δέον ερευνητικοί, ώστε να μη χρειάζεται κάθε φορά να «μαγειρεύετε» ή να "μακιγιάρετε" μιαν απάντηση με τρόπο τέτοιον ώστε να ελαχιστοποιείτε την έκθεση σε κίνδυνο. Οπότε ξαναγυρνάμε στο δόγμα περί γνώσης και ταχύτητας: αυτός που γνωρίζει καλά πράττει γρήγορα και αποτελεσματικά. Αυτός που δεν γνωρίζει αρχικά ψάχνεται, στη συνέχεια κρύβεται, και στο τέλος τα «μισομπαλώνει». Θα μπορούσε να είναι ο χρόνος που θα κέρδιζες αν μιλούσες λιγότερο, αν ήσουν κλεισμένος στο καβούκι σου, αν ενδιαφερόσουνα μόνο για τις δικές σου χρεώσεις, αν έθετες ένα νοητό φράγμα μεταξύ σου και των γύρω σου ώστε προσκολλημένος φανατικά στα ‘’σα’’, να γλίτωνες τα τυπικά και τα ανθρώπινα της επικοινωνίας: ανώφελες καλημέρες, «χαμένες» αφηγήσεις, τυποποιημένες ευχές. Κοινώς, ένα παχύδερμο της διοικητικής μηχανής που νοιάζεται μόνο για τα δικά του σίγουρα κερδίζει χρόνο πολύν. Μόνο που δεν ζει μόνο του το παχύδερμο. Ευτυχώς ή δυστυχώς πρέπει να απευθυνθεί και στους άλλους για να ρίξει τη μοναχική δουλειά του μες στο ‘’αυλάκι’’, πρέπει να ‘’συναντηθεί’’, να δείξει πρόσωπο το παχύδερμο (και τι άραγε πρόσωπο είναι αυτό ο καθείς μπορεί να το φανταστεί). Θα μπορούσε, θα μπορούσε, θα μπορούσε… κ.λπ. Δυνητικές διατυπώσεις όλα και υποθέσεις χωρίς αντίκρισμα. Τι σημασία έχουν όλα αυτά. Εδώ έχουμε το προνόμιο της 1 μέρας/ανά 2μηνο μηχανογραφικής άδειας που αν κοπεί, θα ησυχάσουν οι αρνητές του Δημοσίου, οι ‘’ιδιωτικοί’’ κριτές των δημοσίων πραγμάτων. Κόβοντας την άδεια, το Δημόσιο δεν σκέφτεται την εσωτερική του ζωή και τις παλινωδίες εντός των τειχών του αλλά το πώς θα ‘’δείχνει’’ στους έξω, στην κοινή γνώμη. Αρκετά όμως περί αυτού και νομίζω ότι έγινα σαφής. 2. Ο αναγγελθείς εξορθολογισμός των αναρρωτικών αδειών και συγκεκριμένα η πρόβλεψη/ρύθμιση «οι βραχυχρόνιες αναρρωτικές να μειωθούν από 10 μέρες το χρόνο σε 8 με ιατρική γνωμάτευση, ενώ οι μέρες αναρρωτικής που χορηγούνται με απλή υπεύθυνη δήλωση του υπαλλήλου να μειωθούν από 4 σε 2 και όχι συνεχόμενες» δεν μπορεί με άλλον τρόπο να εξηγηθεί παρά μόνο και πάλι με την επίκληση του προαναφερόμενου επιχειρήματος περί αύξησης της παραγωγικότητας (που αντιμετωπίστηκε ικανοποιητικά στα ανωτέρω). Εδώ ωστόσο (με τη ρύθμιση δηλαδή αυτή) υπονοείται και κάτι κακόβουλο (ως σκέψη ή απλώς ως υποψία): το ότι μπορούσε κανείς (τάχα) κάνοντας χρήση αναρρωτικής άδειας να γλιτώνει ωραιότατα από τα επαχθή διοικητικά του καθήκοντα• το ότι μπορούσε με άλλα λόγια κανείς υποδυόμενος τον κατά φαντασίαν ασθενή να οικουρεί υγιέστατος και να υποκρίνεται τον ανήμπορο. Ποίος όμως έμφρων υπάλληλος θα αναγκαζόταν να ψεύδεται πίσω από τις γάζες και τα χάπια του; Και άραγε ποίο θα ήτο το όφελός του όταν το ίδιο το διοικητικό σύστημα είναι σε θέση ανά πάσα στιγμή να ελέγξει το αληθές των ισχυρισμών του; Αυτή η υποψία που κρύβεται πίσω από τη γλώσσα της ρύθμισης (μια υποψία συρμένη από την παράδοση πολλών χρόνων "αμφισβήτησης") είναι ένα τεκμήριο κακής προαίρεσης, καθώς προσβάλλει την προσωπικότητα ενός εκάστου και αντίκειται στην αντίληψη μιας κοινωνίας ή ειδικώς ενός εργασιακού συνόλου αποτελούμενου από ελεύθερες και φιλαλήθεις προσωπικότητες. Ο καθείς μπορεί να καταλάβει τι θα συνέβαινε αν στην οιαδήποτε σχέση μας με τον Άλλον εντός ή εκτός εργασιακού περιβάλλοντος κρατούσαμε μιαν υποψία ως δεύτερη σκέψη. Αυτομάτως κάθε είδους συνεννόηση ή εν προκειμένω όλο το διοικητικό σύστημα θα μετατρεπόταν σε ΝΟΣΟ, τέτοιαν για την οποία δεν αρκούν σίγουρα οι... 8 ημέρες με ιατρική γνωμάτευση κατ’ έτος. Αλλά το μυωπικόν της ρύθμισης έγκειται στο ότι (κάνει πως δεν) καταλαβαίνει τι σημαίνει πλέον «κοινωνία της διακινδύνευσης», ήτοι μια κοινωνία με αυξανόμενους παράγοντες κινδύνου σε όλα της τα συστήματα, κινδύνους που φανερά επιδρούν στη σωματική και ψυχική υγεία παντός μέλους της. Δεδομένου εν τέλει του απρόβλεπτου χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής και της διττής επίδρασης γενώματος και επιγενώματος (κατά τη γλώσσα της βιολογίας), είναι προφανές ότι ο ανωτέρω χρονικός περιορισμός, εκτός του ότι είναι άκαιρος, χάνει ολωσδιόλου σε σημασία. Σε τελική ανάλυση «αναρρωτική άδεια» είναι η άδεια που χορηγείται όταν κανείς νοσεί, και διαρκεί τόσο όσο η ίδια η νόσος υφίσταται, ορισμός που μας κάνει να αντιληφθούμε ότι η αναρρωτική άδεια είναι εκείνη που προσαρμόζεται στα ιατρικά συμβάματα και όχι τα ιατρικά συμβάματα στο «μάκρος» της αναρρωτικής άδειας. Αρκετά λοιπόν και περί τούτου. (Και η συνέχεια στην... οθόνη.)