Η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής απαιτεί χρόνο, χρήμα, ανθρώπινες θυσίες (καταβολή μόχθου)και ένα τεράστιο κόστος ευκαιρίας, που όλα μαζί σε όρους ιδιωτικής ανταποδοτικότητας δεν ωφελούν (τουλάχιστον σε οικονομικούς όρους) τον φοιτούντα, ιδιαίτερα τώρα που καταργήθηκαν τα μεταπτυχιακά επιδόματα. Μεγεθύνει-βελτιώνει όμως, το ανθρώπινο κεφάλαιο σε γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες που πολλαπλασιάζουν την απόδοση του υπαλλήλου για την υπηρεσία του. Αυτό σημαίνει ότι το όφελος για το δημόσιο είναι μεγάλο από κατηρτισμένους υπαλλήλους. Αυτό από μόνο του συνεπάγεται ότι πρέπει να παραμείνει η εκπαιδευτική άδεια ως έχει, ως το μοναδικό πια κίνητρο (εκτός αν το αίτημα για μορφωμένους υπαλλήλους επιθυμούμε να μείνει στα λόγια). Από την άλλη, η μεγάλη πλειονότητα από αυτούς που κάνουν μεταπτυχιακό ή διδακτορικό δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να μεταβούν στο εξωτερικό λόγω των αυξημένων δαπανών που αυτό απαιτεί, λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων και λόγω της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης που έχει μειώσει πολύ τις αποδοχές τους. Σε αυτήν την περίπτωση καταστρατηγείται η συνταγματική αρχή της ισότητας, ενισχύεται η κοινωνική αδικία και ευνοούνται μόνο αυτοί που διαθέτουν το οικονομικό υπόβαθρο να μεταβούν στο εξωτερικό για σπουδές. Από την άλλη, η ενηλικιότητα (υποχρεώσεις λόγω ηλικίας, επαγγέλματος, οικογένειας κ.λπ.) δεν επιτρέπει στον φοιτητή να έχει τους ίδιους ρυθμούς με τον ενήλικο φοιτητή των 18-25 που δεν έχει βγει ακόμα στην παραγωγή και δεν έχει τον ίδιο όγκο ευθυνών. Στα πανεπιστημιακά τμήματα, τώρα μάλιστα που καταργήθηκαν οι αποσπάσεις, οι υποψήφιοι διδάκτορες αναλαμβάνουν μεγάλο όγκο ερευνητικών και διδακτικών υποχρεώσεων του τμήματος, καθώς αυτό προβλέπεται από το καταστατικό των μεταπτυχιακών (γεγονός το οποίο, και αυτό με τη σειρά του, επιβραδύνει τις σπουδές τους). Και δεν υπάρχει περίπτωση, οι ακαδημαϊκοί να δείξουν ευαισθησία σε υποψηφίους διδάκτορες που θα είναι επιβαρυμμένοι από την εργασία τους. Η επίκληση της αύξησης της παραγωγικότητας φαίνεται να μην είναι τόσο εύστοχη, ανεξαρτήτως προθέσεων του νομοθέτη, καθώς ουδείς δύναται "δυσί κυρί δουλεύειν", πράγμα το οποίο σημαίνει ότι αυτός που θα έχει επαγγελματικές και ερευνητικές-σπουδαστικές υποχρεώσεις ταυτόχρονα, δε θα κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο καλά. Στο χώρο της εκπαίδευσης ιδιαίτερα, ένας εκπαιδευτικός θα δίνει έμφαση στο μείζον κατ' αυτόν (σπουδές κατά προτεραιότητα) και θα παρουσιάζεται λιγότερο παραγωγικός στο σχολείο (μελέτη για τις διδακτικές του υποχρεώσεις, ικανοποιητική διόρθωση γραπτών, συμμετοχή σε εξωδιδακτικές δραστηριότητες κ.λπ.). Για να μη αναφερθούμε σε δυσλειτουργίες που θα υπάρχουν στο ωρολόγιο πρόγραμμα. Τα πράγματα είναι χειρότερα στην ιδιωτική εκπαίδευση. Εκεί το ωράριο ολοκληρώνεται στις 3 ή 4 το μεσημέρι, πράγμα που σημαίνει ότι ο εκπαιδευτικός δε θα μπορεί να είναι επαρκής στις σπουδαστικές-ερευνητικές του υποχρεώσεις. Τέλος, από τη στιγμή που έχει διακοπεί η χορήγηση εκπαιδευτικών άδειων, γιατί πρέπει να υπάρξει νομοθετική παρέμβαση για τη νομική εμπέδωση μη χορήγησης (κατ' ουσίαν) εκπαιδευτικής άδειας;
Η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής απαιτεί χρόνο, χρήμα, ανθρώπινες θυσίες (καταβολή μόχθου)και ένα τεράστιο κόστος ευκαιρίας, που όλα μαζί σε όρους ιδιωτικής ανταποδοτικότητας δεν ωφελούν (τουλάχιστον σε οικονομικούς όρους) τον φοιτούντα, ιδιαίτερα τώρα που καταργήθηκαν τα μεταπτυχιακά επιδόματα. Μεγεθύνει-βελτιώνει όμως, το ανθρώπινο κεφάλαιο σε γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες που πολλαπλασιάζουν την απόδοση του υπαλλήλου για την υπηρεσία του. Αυτό σημαίνει ότι το όφελος για το δημόσιο είναι μεγάλο από κατηρτισμένους υπαλλήλους. Αυτό από μόνο του συνεπάγεται ότι πρέπει να παραμείνει η εκπαιδευτική άδεια ως έχει, ως το μοναδικό πια κίνητρο (εκτός αν το αίτημα για μορφωμένους υπαλλήλους επιθυμούμε να μείνει στα λόγια). Από την άλλη, η μεγάλη πλειονότητα από αυτούς που κάνουν μεταπτυχιακό ή διδακτορικό δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να μεταβούν στο εξωτερικό λόγω των αυξημένων δαπανών που αυτό απαιτεί, λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων και λόγω της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης που έχει μειώσει πολύ τις αποδοχές τους. Σε αυτήν την περίπτωση καταστρατηγείται η συνταγματική αρχή της ισότητας, ενισχύεται η κοινωνική αδικία και ευνοούνται μόνο αυτοί που διαθέτουν το οικονομικό υπόβαθρο να μεταβούν στο εξωτερικό για σπουδές. Από την άλλη, η ενηλικιότητα (υποχρεώσεις λόγω ηλικίας, επαγγέλματος, οικογένειας κ.λπ.) δεν επιτρέπει στον φοιτητή να έχει τους ίδιους ρυθμούς με τον ενήλικο φοιτητή των 18-25 που δεν έχει βγει ακόμα στην παραγωγή και δεν έχει τον ίδιο όγκο ευθυνών. Στα πανεπιστημιακά τμήματα, τώρα μάλιστα που καταργήθηκαν οι αποσπάσεις, οι υποψήφιοι διδάκτορες αναλαμβάνουν μεγάλο όγκο ερευνητικών και διδακτικών υποχρεώσεων του τμήματος, καθώς αυτό προβλέπεται από το καταστατικό των μεταπτυχιακών (γεγονός το οποίο, και αυτό με τη σειρά του, επιβραδύνει τις σπουδές τους). Και δεν υπάρχει περίπτωση, οι ακαδημαϊκοί να δείξουν ευαισθησία σε υποψηφίους διδάκτορες που θα είναι επιβαρυμμένοι από την εργασία τους. Η επίκληση της αύξησης της παραγωγικότητας φαίνεται να μην είναι τόσο εύστοχη, ανεξαρτήτως προθέσεων του νομοθέτη, καθώς ουδείς δύναται "δυσί κυρί δουλεύειν", πράγμα το οποίο σημαίνει ότι αυτός που θα έχει επαγγελματικές και ερευνητικές-σπουδαστικές υποχρεώσεις ταυτόχρονα, δε θα κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο καλά. Στο χώρο της εκπαίδευσης ιδιαίτερα, ένας εκπαιδευτικός θα δίνει έμφαση στο μείζον κατ' αυτόν (σπουδές κατά προτεραιότητα) και θα παρουσιάζεται λιγότερο παραγωγικός στο σχολείο (μελέτη για τις διδακτικές του υποχρεώσεις, ικανοποιητική διόρθωση γραπτών, συμμετοχή σε εξωδιδακτικές δραστηριότητες κ.λπ.). Για να μη αναφερθούμε σε δυσλειτουργίες που θα υπάρχουν στο ωρολόγιο πρόγραμμα. Τα πράγματα είναι χειρότερα στην ιδιωτική εκπαίδευση. Εκεί το ωράριο ολοκληρώνεται στις 3 ή 4 το μεσημέρι, πράγμα που σημαίνει ότι ο εκπαιδευτικός δε θα μπορεί να είναι επαρκής στις σπουδαστικές-ερευνητικές του υποχρεώσεις. Τέλος, από τη στιγμή που έχει διακοπεί η χορήγηση εκπαιδευτικών άδειων, γιατί πρέπει να υπάρξει νομοθετική παρέμβαση για τη νομική εμπέδωση μη χορήγησης (κατ' ουσίαν) εκπαιδευτικής άδειας;