Με τις εν γένει προτεινόμενες αλλαγές του Ν. 3861/2010 αποσκοπείται η αντιμετώπιση των ερμηνευτικών και διαχειριστικών ζητημάτων που έχουν προκύψει μέχρι στιγμής κατά την εφαρμογή του νόμου και την υλοποίηση του προγράμματος Διαύγεια από τους φορείς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του, αλλά και η ενίσχυση της ισχύος των αναρτημένων εγγράφων και της διαφάνειας.
Με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 20 στόχος είναι να υπάρξει ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή του Ν. 3861/2010, ενώ η επιφύλαξη υπέρ των κείμενων διατάξεων και των διαφορετικών προβλέψεων των ίδιων των πράξεων αφορά αποκλειστικά την έναρξη ισχύος της πράξης και όχι την υποχρεωτικότητα της ανάρτησης. Η επιφύλαξη εξασφαλίζει τις ειδικότερες περιπτώσεις κατά τις οποίες ο νομοθέτης ή η ίδια η πράξη προβλέπει διαφορετική έναρξη ισχύος, κάτι που αποτελεί συχνό και νόμιμο φαινόμενο που απαντάται και στους τυπικούς νόμους και στις πράξεις που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.
Με την τροποποίηση της παρ. 2 άρθρου 4 Ν. 3861/2010 ο νομοθέτης επιθυμεί να προβλέψει ότι, πλην των πράξεων που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, οι λοιπές πράξεις που αναρτώνται στο πρόγραμμα Διαύγεια ισχύουν από την ανάρτησή τους εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις κείμενες διατάξεις ή στις ίδιες τις πράξεις. Έτσι επιλύεται ένα σοβαρό ζήτημα που έχει δημιουργήσει η προηγούμενη διατύπωση της διάταξης σύμφωνα με την οποία οι συγκεκριμένες πράξεις «δεν εκτελούνται εάν δεν έχει προηγηθεί η ανάρτηση τους στο Διαδίκτυο». Η διατύπωση αυτή είχε δημιουργήσει σημαντικές αμφισβητήσεις όσον αφορά την έναρξη εφαρμογής των συγκεκριμένων πράξεων τόσο από τους φορείς που εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου όσο και στο νομικό κόσμο της χώρας. Συγκεκριμένα μία μερίδα των εμπλεκόμενων φορέων ισχυρίζεται ότι οι πράξεις ισχύουν από την υπογραφή τους και η ανάρτηση είναι αναγκαίος όρος για την εκτέλεσή τους και άλλοι, όπως και η πρόσφατη γνωμοδότηση ΝΣΚ 46/2013, ότι τα έννομα αποτελέσματά τους αρχίζουν από την ανάρτησή τους στο διαδίκτυο.
Για την περαιτέρω θεσμική θωράκιση του Προγράμματος Διαύγεια, η σχετική διάταξη της παραγράφου 4 προτείνεται να επαναδιατυπωθεί ως κάτωθι:
«Με εξαίρεση τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου, οι λοιπές πράξεις του άρθρου 2 αναρτώνται στο Διαδίκτυο κατά τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο και ισχύουν από την ανάρτησή τους, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά ως προς τον χρόνο έναρξης ισχύος τους σε ειδικές διατάξεις ή στις ίδιες τις πράξεις.»
Περαιτέρω η ρύθμιση της παραγράφου 6 προτείνεται να αποσυρθεί. Η συγκεκριμένη διάταξη δεν μεταβάλει στην ουσία την πρόβλεψη που υπήρχε στην ισχύουσα νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία: «Ως προς τις πράξεις που δεν δημοσιεύονται καθ` οποιονδήποτε άλλον τρόπο, εάν υπάρχει διαφορά μεταξύ του κειμένου που αναρτήθηκε και του κειμένου της πράξης ισχύει το τελευταίο. Με ευθύνη του προσώπου ή οργάνου που έχει εκδώσει την πράξη γίνονται αμελλητί οι αναγκαίες διορθώσεις στο κείμενο που έχει αναρτηθεί στο δικτυακό τόπο”.
Κατά τα λοιπά, ως γνωστόν, στις κατά νόμο δημοσιευτέες πράξεις (οι οποίες δημοσιεύονται στο ΦΕΚ, στο κατάστημα της υπηρεσίας, κλπ) η δημοσίευση είναι στοιχείο του υποστατού της πράξης. Η συγκεκριμένη διάταξη επαναλαμβάνει την προηγούμενη ρύθμιση απαλείφοντας την αυτονόητη πρόβλεψη για το καθεστώς των κατά νόμον δημοσιευτέων πράξεων το οποίο ρυθμίζεται στις ειδικές διατάξεις για τη δημοσίευση των διοικητικών πράξεων και την πάγια νομολογία.
Σε κάθε περίπτωση η συγκεκριμένη τροποποίηση προτείνεται να απαλειφθεί, ως μη επιφέρουσα ουσιώδη μεταβολή στο ισχύον καθεστώς.
Με τις εν γένει προτεινόμενες αλλαγές του Ν. 3861/2010 αποσκοπείται η αντιμετώπιση των ερμηνευτικών και διαχειριστικών ζητημάτων που έχουν προκύψει μέχρι στιγμής κατά την εφαρμογή του νόμου και την υλοποίηση του προγράμματος Διαύγεια από τους φορείς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του, αλλά και η ενίσχυση της ισχύος των αναρτημένων εγγράφων και της διαφάνειας. Με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 20 στόχος είναι να υπάρξει ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή του Ν. 3861/2010, ενώ η επιφύλαξη υπέρ των κείμενων διατάξεων και των διαφορετικών προβλέψεων των ίδιων των πράξεων αφορά αποκλειστικά την έναρξη ισχύος της πράξης και όχι την υποχρεωτικότητα της ανάρτησης. Η επιφύλαξη εξασφαλίζει τις ειδικότερες περιπτώσεις κατά τις οποίες ο νομοθέτης ή η ίδια η πράξη προβλέπει διαφορετική έναρξη ισχύος, κάτι που αποτελεί συχνό και νόμιμο φαινόμενο που απαντάται και στους τυπικούς νόμους και στις πράξεις που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Με την τροποποίηση της παρ. 2 άρθρου 4 Ν. 3861/2010 ο νομοθέτης επιθυμεί να προβλέψει ότι, πλην των πράξεων που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, οι λοιπές πράξεις που αναρτώνται στο πρόγραμμα Διαύγεια ισχύουν από την ανάρτησή τους εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις κείμενες διατάξεις ή στις ίδιες τις πράξεις. Έτσι επιλύεται ένα σοβαρό ζήτημα που έχει δημιουργήσει η προηγούμενη διατύπωση της διάταξης σύμφωνα με την οποία οι συγκεκριμένες πράξεις «δεν εκτελούνται εάν δεν έχει προηγηθεί η ανάρτηση τους στο Διαδίκτυο». Η διατύπωση αυτή είχε δημιουργήσει σημαντικές αμφισβητήσεις όσον αφορά την έναρξη εφαρμογής των συγκεκριμένων πράξεων τόσο από τους φορείς που εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου όσο και στο νομικό κόσμο της χώρας. Συγκεκριμένα μία μερίδα των εμπλεκόμενων φορέων ισχυρίζεται ότι οι πράξεις ισχύουν από την υπογραφή τους και η ανάρτηση είναι αναγκαίος όρος για την εκτέλεσή τους και άλλοι, όπως και η πρόσφατη γνωμοδότηση ΝΣΚ 46/2013, ότι τα έννομα αποτελέσματά τους αρχίζουν από την ανάρτησή τους στο διαδίκτυο. Για την περαιτέρω θεσμική θωράκιση του Προγράμματος Διαύγεια, η σχετική διάταξη της παραγράφου 4 προτείνεται να επαναδιατυπωθεί ως κάτωθι: «Με εξαίρεση τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου, οι λοιπές πράξεις του άρθρου 2 αναρτώνται στο Διαδίκτυο κατά τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο και ισχύουν από την ανάρτησή τους, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά ως προς τον χρόνο έναρξης ισχύος τους σε ειδικές διατάξεις ή στις ίδιες τις πράξεις.» Περαιτέρω η ρύθμιση της παραγράφου 6 προτείνεται να αποσυρθεί. Η συγκεκριμένη διάταξη δεν μεταβάλει στην ουσία την πρόβλεψη που υπήρχε στην ισχύουσα νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία: «Ως προς τις πράξεις που δεν δημοσιεύονται καθ` οποιονδήποτε άλλον τρόπο, εάν υπάρχει διαφορά μεταξύ του κειμένου που αναρτήθηκε και του κειμένου της πράξης ισχύει το τελευταίο. Με ευθύνη του προσώπου ή οργάνου που έχει εκδώσει την πράξη γίνονται αμελλητί οι αναγκαίες διορθώσεις στο κείμενο που έχει αναρτηθεί στο δικτυακό τόπο”. Κατά τα λοιπά, ως γνωστόν, στις κατά νόμο δημοσιευτέες πράξεις (οι οποίες δημοσιεύονται στο ΦΕΚ, στο κατάστημα της υπηρεσίας, κλπ) η δημοσίευση είναι στοιχείο του υποστατού της πράξης. Η συγκεκριμένη διάταξη επαναλαμβάνει την προηγούμενη ρύθμιση απαλείφοντας την αυτονόητη πρόβλεψη για το καθεστώς των κατά νόμον δημοσιευτέων πράξεων το οποίο ρυθμίζεται στις ειδικές διατάξεις για τη δημοσίευση των διοικητικών πράξεων και την πάγια νομολογία. Σε κάθε περίπτωση η συγκεκριμένη τροποποίηση προτείνεται να απαλειφθεί, ως μη επιφέρουσα ουσιώδη μεταβολή στο ισχύον καθεστώς.