Με τις διατάξεις του άρθρου Ζ3 του ν.4093/2012, προβλέπεται, ότι ο υπάλληλος τίθεται αυτοδικαίως σε αργία, χωρίς δηλαδή καμία προηγούμενη δυνατότητα ακροάσεως ή εκθέσεως των απόψεων του, αφενός μόλις υπάρξει εις βάρος του παραπομπή στο ακροατήριο για κακουργήματα και μια σειρά πλημμελημάτων (περ.γ) και αφετέρου όταν υπάρξει παραπομπή του ενώπιον του αρμοδίου Πειθαρχικού Συμβουλίου για μια σειρά πειθαρχικών παραπτωμάτων (περ.ε).
Η επιβολή του δυσμενούς διοικητικού μέτρου της αυτοδίκαιης αργίας επέρχεται εκ του νόμου, χωρίς να προηγηθεί καμία προηγούμενη ακρόαση αυτού και χωρίς να του έχει παρασχεθεί δυνατότητα να προτείνει τους ισχυρισμούς του ενώπιον της Διοικήσεως προς υπεράσπιση των εννόμων δικαιωμάτων και συμφερόντων του.
Αντιστοίχως, στην περίπτωση των υπαλλήλων που παραπέμπονται στο ακροατήριο για ποινικά αδικήματα ειδικά δε για μια σειρά πλημμελημάτων, τα οποία μάλιστα δεν σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του, χωρίς να μπορέσει ο υπάλληλος να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του διοικητικά, χωρίς να προηγηθεί η οποιαδήποτε ακρόαση του από την Διοίκηση, του επιβάλλεται η ποινή της αυτοδίκαιης αργίας, αντίκεινται στο άρθρο 20 παρ.2 του Συντάγματος και είναι συνεπεία αυτού ανεφάρμοστες, ως αντισυνταγματικές.
Α Παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας (άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ).
Οι διατάξεις της υποπαραγράφου Ζ3 του άρθρου Μόνου του νόμου 4093/2012 έχουν εκδοθεί κατά παράβαση του άρθρου 6 του Συντάγματος, κατά το μέρος, που εισάγει και προστατεύει το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου, στα πλαίσια της ευρύτερης λογικής της διατάξεως, που αφορά στην προσωπική ασφάλεια του ατόμου.
Εκτός όμως των ανωτέρω, το τεκμήριο της αθωότητας ρητώς και κατηγορηματικώς κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ατόμου (ΕΣΔΑ) (υπογράφηκε στις 04.11.1950 στη Ρώμη από το Συμβούλιο της Ευρώπης & κυρώθηκε με το ν.δ.53/1974, ΦΕΚ Α΄ 256, ΕΔΔΑ, υπόθεση Delcourt, απόφαση 17.1.70. τόμ. 1, σ.14 παρ.25) και στο άρθρο 14 παρ.2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ) (υπογράφηκε στις 16.12.1966 στη Νέα Υόρκη από τον ΟΗΕ & κυρώθηκε με τον ν.2462/1997, ΦΕΚ Α΄ 96), τα οποία δυνάμει του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του εθνικού δικαίου και υπερισχύουν κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου του εσωτερικού δικαίου.
Η § 2 του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), ορίζει ότι «παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του». Το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, προβλέπει, ότι «όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει συσταθεί με νόμο, το οποίο θα αποφασίζει για το βάσιμο κάθε κατηγορίας σχετικά με το ποινικό αδίκημα, η οποία έχει απαγγελθεί εναντίον του (...)».
Σε κοινοτικό επίπεδο, με το αρ.6 παρ.2 της Συνθήκης για την ΕΕ το οποίο ορίζει ότι «Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη Δικαιώµατα, όπως κατοχυρώνονται µε την Ευρωπαϊκή Σύµβαση για την Προστασία των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στην Ρώµη στις 4 Νοεµβρίου 1950, και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγµατικές παραδόσεις των κρατών µελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου», καθίσταται σαφές ότι το τεκµήριο αθωότητας αποτελεί µέρος όχι µόνο του εσωτερικού δικαίου αλλά και του κοινοτικού, µε κοινό µάλιστα τρόπο κατοχύρωσης τους το άρθρο 6§2 της ΕΣΔΑ.
Κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης της Νίκαιας το 2000 διακηρύχθηκε από τα όργανα της Ένωσης ο «Χάρτης Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ο οποίος στο άρθρο 48§1 αυτού προβλέπει, ότι «Κάθε κατηγορούµενος τεκµαίρεται ότι είναι αθώος µέχρι αποδείξεως της ενοχής του» ενώ η παράγραφος 2 συνεχίζει ορίζοντας ότι «Διασφαλίζεται ο σεβασµός των δικαιωµάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούµενο». Στη συνέχεια το άρθρο 52 προβλέπει ότι το παρόν δικαίωµα έχει το ίδιο νόηµα µε το αντίστοιχο του άρθρου 6 §§2 και 3 της ΕΣΔΑ τονίζοντας µε αυτό τον τρόπο την στενή σχέση του χάρτη µε την ΕΣΔΑ.
Οι ως άνω υπερνομοθετικού χαρακτήρα διατάξεις επιβάλλουν σε όλες τις διοικητικές αρχές να αντιμετωπίζουν τον κατηγορούμενο ως αθώο, μέχρι την δικαστική διαπίστωση της ενοχής του (ενδεικτικώς Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς 1837/2002 ΝΟΜΟΣ) και απαγορεύουν την επέλευση εις βάρος του διοικητικών συνεπειών, πριν την παύση της ισχύος του τεκμηρίου αυτού, με την έκδοση καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως.
Η επιβολή, ωστόσο, µέτρων «τιµωρητικού» χαρακτήρα πριν την κρίση του δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουµένου µε την έκδοση οριστικής αποφάσεως με το σκεπτικό τυχόν, ότι προέχει η προστασία της υπηρεσίας, έρχεται σε άµεση σύγκρουση µε το τεκµήριο αθωότητας, που επιβάλλει την αντιµετώπιση του κατηγορουµένου ως αθώου µέχρι την οριστική καταδίκη του. Η παραβίαση αυτή καθίσταται έτι εναργέστερη εάν αναλογιστεί κανείς τις ανυπολόγιστες υλικές και ηθικές συνέπειες, που υφίσταται ο υπάλληλος, ο οποίος στερείται ουσιαστικώς τα μέσα βιοπορισμού του ενώ παράλληλα γίνεται θύμα ηθικού στιγματισμού με την απομάκρυνση του από την υπηρεσία, χωρίς την μεσολάβηση, οποιασδήποτε κρίσεως και χωρίς να παρέχεται σε αυτόν η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του. Επιπρόσθετα, η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης, η οποία δυστυχώς στην χώρα μας αποτελεί μια εξαιρετικά συνήθη πραγματικότητα, επιβαρύνει έτι περαιτέρω την εξαιρετικά δυσμένη θέση του υπαλλήλου, ο οποίος θα χρειαστεί να περιμένει επί σειρά ετών, μέχρι αφενός να αποδείξει την αθωότητα του και αφετέρου να απαλλαγεί από την εις βάρος του γενόμενη παραβίαση, βασικών συνταγματικών του δικαιωμάτων. Υπό την έννοια αυτή παραβιάζονται ομοίως και οι εκ του Συντάγματος απορρέουσες αρχές της προστασίας του ανθρώπου (άρθρο 2) αλλά και το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου (άρθρο 5).
Με τις διατάξεις του άρθρου Ζ3 του ν.4093/2012, προβλέπεται, ότι ο υπάλληλος τίθεται αυτοδικαίως σε αργία, χωρίς δηλαδή καμία προηγούμενη δυνατότητα ακροάσεως ή εκθέσεως των απόψεων του, αφενός μόλις υπάρξει εις βάρος του παραπομπή στο ακροατήριο για κακουργήματα και μια σειρά πλημμελημάτων (περ.γ) και αφετέρου όταν υπάρξει παραπομπή του ενώπιον του αρμοδίου Πειθαρχικού Συμβουλίου για μια σειρά πειθαρχικών παραπτωμάτων (περ.ε). Η επιβολή του δυσμενούς διοικητικού μέτρου της αυτοδίκαιης αργίας επέρχεται εκ του νόμου, χωρίς να προηγηθεί καμία προηγούμενη ακρόαση αυτού και χωρίς να του έχει παρασχεθεί δυνατότητα να προτείνει τους ισχυρισμούς του ενώπιον της Διοικήσεως προς υπεράσπιση των εννόμων δικαιωμάτων και συμφερόντων του. Αντιστοίχως, στην περίπτωση των υπαλλήλων που παραπέμπονται στο ακροατήριο για ποινικά αδικήματα ειδικά δε για μια σειρά πλημμελημάτων, τα οποία μάλιστα δεν σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του, χωρίς να μπορέσει ο υπάλληλος να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του διοικητικά, χωρίς να προηγηθεί η οποιαδήποτε ακρόαση του από την Διοίκηση, του επιβάλλεται η ποινή της αυτοδίκαιης αργίας, αντίκεινται στο άρθρο 20 παρ.2 του Συντάγματος και είναι συνεπεία αυτού ανεφάρμοστες, ως αντισυνταγματικές. Α Παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας (άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ). Οι διατάξεις της υποπαραγράφου Ζ3 του άρθρου Μόνου του νόμου 4093/2012 έχουν εκδοθεί κατά παράβαση του άρθρου 6 του Συντάγματος, κατά το μέρος, που εισάγει και προστατεύει το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου, στα πλαίσια της ευρύτερης λογικής της διατάξεως, που αφορά στην προσωπική ασφάλεια του ατόμου. Εκτός όμως των ανωτέρω, το τεκμήριο της αθωότητας ρητώς και κατηγορηματικώς κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ατόμου (ΕΣΔΑ) (υπογράφηκε στις 04.11.1950 στη Ρώμη από το Συμβούλιο της Ευρώπης & κυρώθηκε με το ν.δ.53/1974, ΦΕΚ Α΄ 256, ΕΔΔΑ, υπόθεση Delcourt, απόφαση 17.1.70. τόμ. 1, σ.14 παρ.25) και στο άρθρο 14 παρ.2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ) (υπογράφηκε στις 16.12.1966 στη Νέα Υόρκη από τον ΟΗΕ & κυρώθηκε με τον ν.2462/1997, ΦΕΚ Α΄ 96), τα οποία δυνάμει του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του εθνικού δικαίου και υπερισχύουν κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου του εσωτερικού δικαίου. Η § 2 του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), ορίζει ότι «παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του». Το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, προβλέπει, ότι «όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει συσταθεί με νόμο, το οποίο θα αποφασίζει για το βάσιμο κάθε κατηγορίας σχετικά με το ποινικό αδίκημα, η οποία έχει απαγγελθεί εναντίον του (...)». Σε κοινοτικό επίπεδο, με το αρ.6 παρ.2 της Συνθήκης για την ΕΕ το οποίο ορίζει ότι «Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη Δικαιώµατα, όπως κατοχυρώνονται µε την Ευρωπαϊκή Σύµβαση για την Προστασία των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στην Ρώµη στις 4 Νοεµβρίου 1950, και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγµατικές παραδόσεις των κρατών µελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου», καθίσταται σαφές ότι το τεκµήριο αθωότητας αποτελεί µέρος όχι µόνο του εσωτερικού δικαίου αλλά και του κοινοτικού, µε κοινό µάλιστα τρόπο κατοχύρωσης τους το άρθρο 6§2 της ΕΣΔΑ. Κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης της Νίκαιας το 2000 διακηρύχθηκε από τα όργανα της Ένωσης ο «Χάρτης Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ο οποίος στο άρθρο 48§1 αυτού προβλέπει, ότι «Κάθε κατηγορούµενος τεκµαίρεται ότι είναι αθώος µέχρι αποδείξεως της ενοχής του» ενώ η παράγραφος 2 συνεχίζει ορίζοντας ότι «Διασφαλίζεται ο σεβασµός των δικαιωµάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούµενο». Στη συνέχεια το άρθρο 52 προβλέπει ότι το παρόν δικαίωµα έχει το ίδιο νόηµα µε το αντίστοιχο του άρθρου 6 §§2 και 3 της ΕΣΔΑ τονίζοντας µε αυτό τον τρόπο την στενή σχέση του χάρτη µε την ΕΣΔΑ. Οι ως άνω υπερνομοθετικού χαρακτήρα διατάξεις επιβάλλουν σε όλες τις διοικητικές αρχές να αντιμετωπίζουν τον κατηγορούμενο ως αθώο, μέχρι την δικαστική διαπίστωση της ενοχής του (ενδεικτικώς Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς 1837/2002 ΝΟΜΟΣ) και απαγορεύουν την επέλευση εις βάρος του διοικητικών συνεπειών, πριν την παύση της ισχύος του τεκμηρίου αυτού, με την έκδοση καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως. Η επιβολή, ωστόσο, µέτρων «τιµωρητικού» χαρακτήρα πριν την κρίση του δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουµένου µε την έκδοση οριστικής αποφάσεως με το σκεπτικό τυχόν, ότι προέχει η προστασία της υπηρεσίας, έρχεται σε άµεση σύγκρουση µε το τεκµήριο αθωότητας, που επιβάλλει την αντιµετώπιση του κατηγορουµένου ως αθώου µέχρι την οριστική καταδίκη του. Η παραβίαση αυτή καθίσταται έτι εναργέστερη εάν αναλογιστεί κανείς τις ανυπολόγιστες υλικές και ηθικές συνέπειες, που υφίσταται ο υπάλληλος, ο οποίος στερείται ουσιαστικώς τα μέσα βιοπορισμού του ενώ παράλληλα γίνεται θύμα ηθικού στιγματισμού με την απομάκρυνση του από την υπηρεσία, χωρίς την μεσολάβηση, οποιασδήποτε κρίσεως και χωρίς να παρέχεται σε αυτόν η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του. Επιπρόσθετα, η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης, η οποία δυστυχώς στην χώρα μας αποτελεί μια εξαιρετικά συνήθη πραγματικότητα, επιβαρύνει έτι περαιτέρω την εξαιρετικά δυσμένη θέση του υπαλλήλου, ο οποίος θα χρειαστεί να περιμένει επί σειρά ετών, μέχρι αφενός να αποδείξει την αθωότητα του και αφετέρου να απαλλαγεί από την εις βάρος του γενόμενη παραβίαση, βασικών συνταγματικών του δικαιωμάτων. Υπό την έννοια αυτή παραβιάζονται ομοίως και οι εκ του Συντάγματος απορρέουσες αρχές της προστασίας του ανθρώπου (άρθρο 2) αλλά και το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου (άρθρο 5).