Σχέδιο Δράσης OGP OGP

  • Σχόλιο του χρήστη 'Εμμανουήλ Σχίζας' | 6 Αυγούστου 2011, 04:26

    Οι ορισμοί που προτείνει το σχέδιο νόμου δεν είναι πλήρεις ούτε αρκετά σαφείς, πράγμα ανεπίτρεπτο για έννοιες που στην πράξη πρόκειται να οριοθετήσουν την εξουσία οργάνων της δημόσιας δικοίκησης. Η ατζέντα της Καλής Νομοθέτησης (Better Regulation) είναι εξαιρετικά ανεπτυγμένη στην Ευρώπη και αλλού και δεν είναι δύσκολη υπόθεση το να συναχθούν κατάλληλοι ορισμοί με βάση τη διεθνή εμπειρία. Παρακάτω παραθέτω ορισμένες σημειώσεις α. Ρύθμιση: Ο ορισμός της ρύθμισης για τους σκοπούς της Καλύτερης Νομοθέτησης οφείλει να αναπτυχθεί περαιτέρω και να συμπληρωθεί με σαφή παραδείγματα του ποιες πράξεις πρέπει να υπόκεινται στις προβλέψεις της. Για παράδειγμα, πρέπει να καταστεί σαφές αν η Καλή Νομοθέτηση αφορά και την εφαρμογή αποφάσεων που δεν προέρχονται αυστηρά από τον Έλληνα νομοθέτη, όπως στην περίπτωση εφαρμογής κοινοτικών οδηγιών, ή αποφάσεων των Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων. Μολονότι τα εργαλεία της ρυθμιστικής διακυβέρνησης δεν μπορούν να επηρεάσουν το περιεχόμενο τέτοων αποφάσεων, οφείλουν να τις λαμβάνουν υπόψιν στην εκτίμηση των σωρευτικών επιπτώσεων των ρυθμίσεων και κατά τη θεματική επισκόπηση της νομοθεσίας. Το τελευταίο σημείο είναι πολύ σημαντικό στην περίπτωση, π.χ. του εργατικού δικαίου, του οποίου το κόστος συμμόρφωσης καθορίζεται τουλάχιστον άλλο τόσο από δικαστικές αποφάσεις όσο από το περιεχόμενο του νόμου. β. και γ. Οι έννοιες της καλής νομοθέτησης και της ρυθμιστικής διακυβέρνησης όπως ορίζονται από το σχέδιο νόμου είναι αρκετά περιοριστικές. Η ρυθμιστική διακυβέρνηση πρέπει να αποτελεί ένα εργαλείο δημοκρατικού ελέγχου και νομιμοποίησης των ρυθμιστικών επεμβάσεων της κυβέρνησης και όχι απλά ένα σύστημα ποιοτικής αναβάθμισής τους, όσο επιθυμητό και αν είναι αυτό από μόνο του. Η καλή νομοθέτηση προκύπτει αβίαστα από ένα καλά σχεδιασμένο σύστημα ρυθμιστικής διακυβέρνησης. Είναι χρήσιμος σε αυτό το σημείο ο παραλληλισμός με τη δημοσιονομική πολιτική. Όπως η δημοσιονομική πολιτική, έτσι και οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις δεσμεύουν πόρους της οικονομίας για λογαρισμό του κράτους και απαιτούν την ιεράρχηση διαφορετικών στόχων και συμφερόντων γιατί δημιουργούν κατ’ ανάγκη καταστάσεις αλληλοεπιδότησης. Πρέπει άρα να ελέγχονται τουλάχιστον το ίδιο εξονυχιστικά, όσο θα θέλαμε να ελέγχεται και η δημοσιονομική πολιτική. Ως εκ τούτου, οι στόχοι της ρυθμιστικής διακυβέρνησης πρέπει να περιλαμβάνουν τα εξής: * Μεγιστοποίηση της ωφέλειας προς το κοινωνικό σύνολο από κάθε ευρώ που δεσμεύεται από ρυθμιστικές επεμβάσεις. * Μέριμνα για τη δικαιοσύνη και αειφορία των αλληλοεπιδοτήσεων που δημιουργούν οι ρυθμιστικές επεμβάσεις, ούτως ώστε να μην εξαντλούν τις παραγωγικές δυνάμεις των συμμορφούμεων μερών και να μην θέτουν σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων. * Καλλιέργεια των ελεγκτικών μηχανισμών και των ιδιωτικών υπηρεσιών συμμόρφωσης ώστε να προσθέτουν αξία στα συμμορφούμενα μέρη και στο κοινωνικό σύνολο και να μην αποσπούν προσόδους χωρίς λόγο. Είναι δε πολύ σημαντικό ο νομοθέτης να ξεχωρίσει τις δύο διαστάσεις της ρυθμιστικής διακυβέρνησης. Η πρώτη είναι η διοικητική και περιλαμβάνει τους θεσμούς και τα εργαλεία της ρυθμιστικής διακυβέρνησης, για τα οποία είναι υπεύθυνοι οι δημόσιοι λειτουργοί. Η δεύτερη είναι η πολιτική διάσταση και περιλαμβάνει την αξιολόγηση και την ιεράρχηση των συμφερόντων που καλείται να εξισορροπήσει ο νομοθέτης. Η τελευταία λειτουργία είναι κατ’ εξοχήν πολιτική και πρέπει να τελεί υπό τον έλεγχο των εκλεγμένων αντιπροσώπων του λαού. Αυτή η διπλή δομή πρέπει να αντικατοπτρίζεται και στην ηγεσία του συστήματος της ρυθμιστικής διακυβέρνησης – ένα διοικητικό και έναν πολιτικό πυλώνα. Η δομή αυτή χρησιμοποιείται με επιτυχία στις ΗΠΑ από την Υπηρεσία Πληροφοριών και Ρυθμιστικών Υποθέσεων (OIRA) και εν μέρει στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου αντικατοπτρίζεται στην κατανομή εξουσιών μεταξύ της Διοίκησης Καλής Νομοθέτησης (BRE) και της Επιτροπής Ρυθμιστικής Πολιτικής (RPC). δ. Ο ορισμός της ανάλυσης συνεπειών ως στατικού προϊόντος (μιας έκθεσης) αποκλίνει σημαντικά από τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αλλά και από τη διεθνή βέλτιση πρακτική. Η ανάλυση συνεπειών πρέπει να αποτελεί κυκλική διαδικασία, η οποία αρχίζει πολύ πριν την υποβολή ενός σχεδίου νόμου, (ιδανικά άμα τη συλλήψει) συμπεριλαμβάνει τη δημόσια διαβούλευση, συνεχίζεται με τη σύνταξη και ενημέρωση της σχετικής έκθεσης και ολοκληρώνεται με την post-hoc ανάλυση των συνεπειών κάθε ρύθμισης, ώστε να εξάγονται συμπεράσματα από την εφαρμογή των ρυθμίσεων τα οποία ο νομοθέτης μπορεί να χρησιμοποιήσει στο μέλλον. Χωρίς αυτή την κυκλική ροή πληροφορίας και ερεθισμάτων η έκθεση ανάλυσης συνεπειών θα είναι ένα νεκρό κείμενο που θα αγνοείται συστηματικά τόσο από τη Βουλή όσο και από τους κοινωνικούς εταίρους: ένα παράρτημα στο σχέδιο νόμου όπως οι αιτιολογικές εκθέσεις, των οποίων το αναλυτικό περιεχόμενο είναι απελπιστικά πτωχό. Το πρόβλημα αυτό έχει επισημανθεί επανηλλειμένα σε άλλες χώρες- πρωτοπόρους της Ρυθμιστικής Διακυβέρνησης, όπως εξάλλου και στους ίδιους τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς ε. και στ. Ο ορισμός των διοικητικών βαρών και του κόστους συμμόρφωσης ξεκινά από καλές βάσεις, αλλά οφείλει να αναγνωρίσει την περιπλοκότητα της διάκρισης μεταξύ κόστους και βάρους. Η περιπλοκότητα έγκειται στον προσδιορισμό του τι θα έκαναν τα συμμορφούμενα μέρη χωρίς την επέμβαση του κράτους, ενίοτε σε αρκετά μακροχρόνιο ορίζοντα, καθώς και του ποιες θετικές επιπτώσεις θα έχει η εγκαθίδρυση ενός νέου ρυθμιστικού πλαισίου. Αυτά δε τα ερωτήματα δεν απαντώνται πάντα αβίαστα από τη διαβούλευση αλλά αντιθέτως απαιτούν σοβαρή και μακροχρόνια μελέτη. Εμμανουήλ Σχίζας Senior Policy Adviser, ACCA Global